Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που η φράση «έχουμε χάσει πλέον κάθε
μέτρο» έχει γραφεί και ακουστεί στην καθημερινότητα όλων μας. Επειδή όμως η
επανάληψη είναι η «μητέρα πάσης μαθήσεως» και οι αφορμές πολλές ας την
ξαναθυμηθούμε, προσπαθώντας παράλληλα να εξηγήσουμε τα «γιατί».
Ωράριο κοινής ησυχίας και τήρησή του λοιπόν.
Αρχικά, η τήρηση του ωραρίου κοινής ησυχίας ρυθμίζεται από την αστυνομική
διάταξη 3/1995 (ΦΕΚ Β 15/1996), η οποία και διαχωρίζει αυτό το ωράριο σε ώρες
μεσημβρινής και νυχτερινής κοινής ησυχίας, κατά τη θερινή και τη χειμερινή
περίοδο (από 15:00 έως 17:30 και 23:00 έως 07:00, και από 15:30 έως 17:30 και
22:00 έως 07:30 αντίστοιχα). Οι παραβάτες -κατόπιν καταγγελίας- διώκονται με τη
διαδικασία του αυτόφωρου και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12
§ 6 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α 152/1984) με φυλάκιση ή χρηματική ποινή.
Η κανονιστική ρύθμιση δηλαδή ισχύει εδώ και δεκαετίες. Τι άλλαξε μέσα σε
αυτό το χρονικό διάστημα και ξαφνικά δημιουργείται θέμα σχεδόν κάθε φορά που υπάρχει
παραβίαση του ωραρίου, κυρίως τις νυχτερινές ώρες;
Δυστυχώς αρκετά και όχι προς το καλύτερο. Θα ξεκινήσω από το γεγονός του
σεβασμού. Του σεβασμού γενικά και όχι μόνο προς τα δικαιώματα των άλλων. Μία
έλλειψη σεβασμού η «διδαχή» του οποίου ξεκινά από τα σχολικά ακόμη χρόνια με
την ανοχή, αν όχι καθοδήγηση, των γονέων. Μια έλλειψη σεβασμού που σε συνδυασμό
με έναν άκρατο δικαιωματισμό τείνει να καταλάβει κάθε πτυχή του κοινωνικού μας
βίου. Από το ντύσιμο και τη συμπεριφορά στο σχολείο, μέχρι τη λεκτική και όχι
μόνο βία έναντι όλων.
Με την εδραίωση δε των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως… αναπόσπαστο τμήμα
της καθημερινότητάς μας, το φαινόμενο της λεκτικής βίας πήρε εκρηκτικές
διαστάσεις. Και μάλιστα επί παντός επιστητού. Πώς αλλιώς άλλωστε εφόσον η
«μαθητεία» μας στις τηλεοπτικές οθόνες, όπου κάθε δημοσιογράφος ή απλός
εκφωνητής γίνεται σεισμολόγος, χημικός μηχανικός, ιατροδικαστής ή ότι άλλο, μας
έμαθε πως αυτό που μετρά είναι η γνώμη μας, ανεξάρτητα από το εάν μπορούμε να
την τεκμηριώσουμε ή όχι. Ποιος ασχολείται άλλωστε; Αρκεί να ακουστεί. Κι όποιος
διαφωνεί -επιεικώς- «ας πάει να κουρεύεται»!
Δικαίως; Για κάποιον εξωφρενικό ίσως λόγο, ναι!
Γιατί αυτή η γνώμη δεν είναι τίποτε άλλο από το «προϊόν» ενός θυμού.
Ενός θυμού που «γεννήθηκε» στα χρόνια των διαδοχικών κρίσεων από το 2010 και
μετά. Ενός θυμού που «ανδρωνόταν» παράλληλα με ένα κύμα δικαιωματισμού που
διαδέχθηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης (τουλάχιστον στη χώρα μας) και
ξέσπασε ως αντίδραση ενάντια στις απαγορεύσεις, τους εξαναγκασμούς και τις ανάγκες
της μεταναστευτικής, της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, για να επανέρθουμε στο έναυσμα αυτού του
κειμένου, ήρθε η έκρηξη των αφίξεων τουριστών στη χώρα. Από τα 12,4 εκ. το
2000, φτάσαμε στα 30,6 εκ. το 2024!
Μία χώρα και οι πολίτες της δηλαδή που από το 2010 επιβιώνουν εν μέσω
διαδοχικών κρίσεων, που διαμορφώνουν τελικά και την ψυχολογία, αν όχι τον
χαρακτήρα τους, καλείται να καλύψει και τις ανάγκες διασκέδασης ή/και χαλάρωσης
31 -περίπου- εκατομμυρίων επισκεπτών, με εμφανώς ελλιπείς υποδομές και κάκιστη
οργάνωση, αλλά με άκρατη διάθεση για κριτική και σχεδόν πάντα υπό την επήρεια μιας
«ευκαιρίας για αρπαχτή».
Εάν προσθέσετε σε όλα τα παραπάνω και την από ανέκαθεν ροπή μας προς τη
διασκέδαση με κάθε αφορμή, που μετά τις διαδοχικές κρίσεις γίνεται ακόμη
εντονότερη, αλλά και την πληθώρα των πολιτιστικών, εξωραϊστικών, ποδοσφαιρικών
ή άλλων συλλόγων που τους θερινούς μήνες διοργανώνουν τις εκδηλώσεις τους σε
ανοιχτούς δημόσιους χώρους, το μείγμα δεν μπορεί παρά μοιάζει με τις
δραστηριότητες του μάγματος λίγο πριν την έκρηξη του ηφαιστείου.
Ναι λοιπόν. Έχουμε χάσει κάθε «αίσθηση του μέτρου». Λόγω έλλειψης
σεβασμού προς τον ίδιο μας -τελικά- τον εαυτό. Λόγω των στριμωγμένων
δικαιωμάτων μας που μας κάνουν να ξεχνάμε εντελώς τις υποχρεώσεις μας. Και
θυμώνουμε. Και θυμωμένοι εκφράζουμε τη γνώμη μας, όποια κι αν είναι, ό,τι κι αν
αφορά. Μάθαμε πως τα δικαιώματά μας υπερισχύουν έναντι όλων. Φωνασκώντας
διασκεδάζουμε κι όταν χαλαρώνουμε κανείς δεν έχει δικαίωμα να μας ενοχλήσει.
Ανεξάρτητα από κάθε νόμο, από κάθε κοινωνική -βρε αδερφέ- υποχρέωση.
Κι έτσι πορευόμαστε. Σε μια κοινωνία των ατόμων που δεν αποτελούν σύνολο, αλλά ξεχωριστές μονάδες. Χωρίς καθήκοντα, χωρίς υποχρεώσεις.