Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Ω της παραφροσύνης


   Είναι φορές, όπως αυτή μεταξύ διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, που η διαστρέβλωση πραγματικών δεδομένων από εκείνους που διεκδικούν πάση θυσία την επίτευξη του στόχου τους, ξεπερνά κάθε όριο.

  Έτσι και σήμερα, λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των δεύτερων εκλογών της Κυριακής για την ανάδειξη του δημάρχου Καβάλας, η επίτευξη ποσοστού 36,7% από το συνδυασμό του Θεόδωρου Μουριάδη «Σύγχρονος δήμος», παρουσιάζεται από κάποιους ως… αποδοκιμασία των δημοτών επειδή (λέει) τον ψήφισαν μόλις… δύο στους δέκα!

  Και πώς καταλήγουν σε αυτόν τον παραλογισμό; Χρησιμοποιώντας το ποσοστό της αποχής!

  Εφόσον δηλαδή ένας στους δύο δεν πήγε να ψηφίσει, άρα το 36% του 47% που συμμετείχε, σημαίνει ότι το πραγματικό ποσοστό του συνδυασμού είναι… 17%!!

  Και ο πιο αδαής από τους δημότες, υιοθετώντας την ίδια «λογική», θα μπορούσε να συμπεράνει ότι οι υποστηρικτές του δεύτερου σε ψήφους συνδυασμού, δεν συγκέντρωσαν το 24%, αλλά μόλις το 11% των ψήφων.

  Ακριβώς με την ίδια λογική, συμπεραίνουμε ότι οι διοικήσεις που προέκυψαν από τις εκλογικές αναμετρήσεις των προηγούμενων 20 τουλάχιστον ετών, τόσο σε εθνικό όσο και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο, εκπροσωπούν ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 22 με 23%!

  Μόνο που οι αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες δεν λειτουργούν έτσι αγαπητοί.

  Οι εκπρόσωποι του λαού, αναδεικνύονται από εκείνους που εκφράζουν τη γνώμη τους μέσω της ψήφου. Όσοι απέχουν, αν δεν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, κακώς απέχουν. Εφόσον όμως (είτε επέλεξαν είτε όχι να) απέχουν από τη μέγιστη αυτή στιγμή της δημοκρατίας, η γνώμη τους -θετική ή αρνητική- απλά δεν καταγράφεται. Το να τη μεταφράζει κανείς όπως ακριβώς τον συμφέρει για την εξυπηρέτηση των σκοπών του, μόνο ως διαστρέβλωση (επιεικώς) της πραγματικότητας μπορεί να χαρακτηριστεί.

  Γι’ αυτό λοιπόν, εξαιρώντας από τη λογική του κειμένου το γεγονός ότι το σύνολο των 21 πρώτων σε σταυρούς υποψηφίων του «Σύγχρονου δήμου», έχουν καθένας τους ξεχωριστά τους διπλάσιους από τους αντίστοιχους υποψηφίους του δεύτερου, αυτοί που αξίζει να εκλεγούν στο πλευρό του επόμενου δημάρχου Καβάλας, είναι αυτοί που οι συνδημότες τους εμπιστεύθηκαν.

  Ο συνδυασμός «Σύγχρονος δήμος» και οι υποψήφιοι του νυν δημάρχου Καβάλας Θεόδωρου Μουριάδη.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Επί τω(ν) έργω(ν)

 

Κοινό χαρακτηριστικό κάθε προεκλογικής περιόδου, αποτελεί η συζήτηση για το έργο που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο πριν από αυτή. Στις αυτοδιοικητικές δε εκλογές, ιδιαίτερα αυτές του Α’ Βαθμού (δημοτικές) όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, η συζήτηση αυτή συχνά παίρνει διαστάσεις πέραν του αναμενομένου.

  Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να εισάγει τον αναγνώστη του σε κάποιες βασικές έννοιες λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, ειδικά όσον αφορά στον τομέα λήψης διοικητικών αποφάσεων σε επίπεδο δήμου.

  Ξεκινώντας πρέπει να τονιστούν δύο δεδομένα. Αρχικά πως κανένα έργο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την προηγούμενη εξασφαλισμένη χρηματοδότησή του. Δεύτερον ότι ενώ το σύνολο των δήμων της χώρας έχουν επιφορτιστεί με σειρά αποκλειστικών αρμοδιοτήτων, δεν προβλέπεται και η αντίστοιχη χρηματοδότησή τους. Αποτέλεσμα αυτών η αναγκαστική προσφυγή κάθε δημοτικής αρχής σε πηγές χρηματοδότησης από Περιφερειακά, κρατικά και ευρωπαϊκά προγράμματα. Αυτά όμως απαιτούν μία ιδιαίτερη και αρκετά χρονοβόρα διαδικασία υλοποίησης (προμελέτες, μελέτες, εγκρίσεις, προκηρύξεις, ενστάσεις, προσφυγές κλπ).

  Εάν λοιπόν μία δημοτική αρχή θέλει να παρουσιάσει ένα πρωτογενές έργο υποδομής στα στενά πλαίσια μιας και μόνο διοικητικής θητείας, θα πρέπει εκ των προτέρων να το ξεχάσει.

  Αυτός είναι και ο λόγος που το σύνολο των βασικών έργων, ακολουθούν το προσαυξητικό μοντέλο αποφάσεων, όπου κάθε ενέργεια βασίζεται-πατά στις αμέσως προηγούμενες, ώστε τα έργα να προχωρήσουν και (κάποια στιγμή) να ολοκληρωθούν.

  Μια απλή ματιά στα βασικά έργα υποδομής των τελευταίων ετών (και) στην Καβάλα, ως προς το πότε εξαγγέλθηκαν, πότε ξεκίνησαν και πότε τελικά ολοκληρώθηκαν, αρκεί για να πείσει κάθε δύσπιστο.

  Όσοι λοιπόν «σηκώνουν το λάβαρο του αγώνα» εναντίον κάθε δημοτικής αρχής επειδή μεν πρότεινε αλλά δεν ξεκίνησε και (φευ) δεν ολοκλήρωσε κάποια από αυτού του τύπου έργα, είτε δεν έχουν ιδέα από τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης σε επίπεδο δήμου, είτε απλά ψεύδονται.

  Αυτό που μένει λοιπόν, είναι η διαχείριση της καθημερινότητας. Έργα δηλαδή μικρού σχετικά κόστους τα οποία εκτελούνται συνήθως είτε με ίδια μέσα του δήμου, είτε μέσω συμβάσεων με ιδιώτες στα πλαίσια των απευθείας αναθέσεων. Για να φύγει δε κάθε «σκιά» από αυτά τα τελευταία, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι απευθείας αναθέσεις γίνονται πάντα εντός των νομικών προβλέψεων (ν.4412/2016 Άρθ.118 & 328), δηλαδή «κατόπιν έρευνας αγοράς [κατάθεση προσφορών] και διαβούλευσης» και οικονομικών περιορισμών (Αρθ. 109Α & 320Α) δηλαδή για έργα «με εκτιμώμενη αξία ίση ή κάτω των 20.000€ άνευ ΦΠΑ» ή σε ειδικές και σαφώς προβλεπόμενες νομικά περιπτώσεις «κοινωνικών και άλλων ειδικών υπηρεσιών με όριο κόστους στα  60.000 € άνευ ΦΠΑ».

  Στην πορεία μας λοιπόν προς την ημέρα των εκλογών κι επειδή πολλά γράφηκαν κι ακούστηκαν κι άλλα τόσα επίσης θα γραφούν κι ακουστούν, κρατήστε τις αποστάσεις σας απ’ όλους εκείνους που «τάζουν λαγούς» για να προσφέρουν τελικά «φύκια».


Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Δήμος Καβάλας. Αξίζει ή κοστίζει;

 

Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» ίσως και να μην έπεσαν από τα σύννεφα με τα κείμενα τοπικών ΜΜΕ και τις δημόσιες τοποθετήσεις υποψηφίων δημάρχων στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που αναφέρονται σε πιθανότητες χρηματισμού ή προσπαθειών χρηματισμού υποψηφίων με σκοπό την ένταξή τους σε συνδυασμούς.

   Σε μία προσπάθεια μικρής ανάλυσης του φαινομένου, δημιουργούνται νομίζω αρχικά κάποια ερωτήματα. Πόσο άραγε να κοστίζει σε κάποιον η προσπάθεια διεκδίκησης του δημαρχιακού θώκου; Κι αξίζει τελικά μία τέτοια προσπάθεια; Αξία και κόστος. Δύο έννοιες στις οποίες τόσο αντικειμενικά, όσο -και κυρίως- υποκειμενικά κριτήρια παίζουν τον ρόλο τους.

  Για ποιον λόγο όμως κάποιος να μπει στη διαδικασία να ξοδέψει αυτά τα χρήματα; Ποια είναι η αξία αυτού που πληρώνει για να το αποκτήσει; Αυτή είναι και η σχέση κόστους και αξίας. Μία σχέση που αντιλαμβάνεται κανείς με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια.

  Κρίνοντας ωστόσο το ζήτημα αντικειμενικά, θα πρέπει να διατυπώσουμε τη σωστή ερώτηση. Ποια όμως ερώτηση πληρεί το κριτήριο της αντικειμενικότητας; «Πόσο κοστίζει» ή «πόσο αξίζει» ο δήμος Καβάλας;

  Στο δίλημμα όμως αυτό προκύπτουν και πάλι υποκειμενικές εκτιμήσεις. Ενώ δηλαδή για κάποιους το κόστος που θα πρέπει να καταβληθεί μπορεί να είναι απαγορευτικό για το στόχο που επιδιώκουν, για κάποιους άλλους που έχουν την οικονομική δυνατότητα μπορεί  η αίγλη ή το πάθος τους να κατακτήσουν τη θέση του δημάρχου, να τους οδηγεί στην καταβολή οποιουδήποτε σχεδόν αντιτίμου. Για τους δεύτερους, η αξία της θέσης σημαίνει πολλά περισσότερα σε σχέση με το μεγάλο κόστος που καλούνται να καταβάλουν. Η περίπτωση επίκλησης του επιχειρήματος πως «ο δήμος πρέπει να απαλλαγεί από μία μη ικανή αρχή», δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο βαθμός ειλικρίνειας αυτής της δήλωσης όμως, σχετίζεται άμεσα με την κοινωνικά ή/και επαγγελματικά ανιδιοτελή συμπεριφορά αυτού που την εκφράζει. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, οδηγεί σε συμπεράσματα που έχουν να κάνουν περισσότερο με την έννοια του προσδοκώμενου οικονομικού οφέλους λόγω της κατάκτησης της θέσης και όχι της συναισθηματικής της αξίας.

  Ως σημαντικές παράμετροι εδώ θα πρέπει να αναφερθούν οι περιοριστικές διατάξεις του νόμου, που καθορίζουν (και) το ύψος των οικονομικών δεδομένων που επιτρέπεται να καταβληθούν από τους υποψηφίους.

  Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό δίλημμα «πόσο κοστίζει» ή «πόσο αξίζει» ο δήμος Καβάλας, η σωστή ερώτηση θα πρέπει να είναι η δεύτερη. Πόσο αξίζει για κάποιον ή κάποια η εκλογή του/της στη θέση του δημάρχου. Μία τέτοια ερώτηση, περιλαμβάνει τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον καθένα, καθώς περιλαμβάνουν τόσο συναισθηματικούς όσο και οικονομικούς παράγοντες. Με δυο λόγια, η σημασία και η σπουδαιότητα της θέσης αντικατοπτρίζονται σε και -ενίοτε- προβάλλονται διά του προσώπου που καλείται από τους συνδημότες του να υπηρετήσει το θεσμό. Ζητήματα εμπιστοσύνης, ικανότητας, ήθους κ.α. εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία. Ταυτόχρονα, η οικονομική δυνατότητα που καλείται να έχει ο/η υποψήφιος/α δήμαρχος ώστε να διεκδικήσει το αξίωμα, διαμορφώνει τόσο μία δημόσια εικόνα ισχύος του/της υποψηφίου/ας, όσο (ίσως )και τις προοπτικές επιτυχίας του εγχειρήματος.

  Συμπερασματικά, η σημασία και η σπουδαιότητα του αιρετού θεσμικού αξιώματος, καθορίζεται μεν από τους διεκδικητές του, αξιολογείται όμως από τους συνδημότες του. Τόσο σε προσωπικό, όσο και σε δημόσιο επίπεδο. Γιατί είναι αυτές και αυτοί που αποφασίζοντας με την ψήφο τους, δίνουν την αξία που πρέπει τόσο στο πρόσωπο, όσο και στον θεσμό.

  Εμείς είμαστε αυτοί που θ’ αποφασίσουμε ποιος αξίζει για τη θέση του δημάρχου, ανεξάρτητα από το οικονομικό κόστος που ο ίδιος, ίσως σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού, έχει επιλέξει να πληρώσει.

  Γιατί όσο κι εάν κοστολογείται, δεν θα πρέπει ν’ αγοράζεται

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023

Η αβάσταχτη σοβαρότητα του υποψηφίου

 

Αν κάτι αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό εκείνων που θέτουν τον εαυτό τους στην κρίση των συμπολιτών τους, ιδιαίτερα στον «στενό κύκλο» των δημοτικών εκλογών, εκτός φυσικά από τη διάθεση προσφοράς τους, είναι -ή θα έπρεπε να είναι- η διάθεσή τους για μάθηση. Κι εάν αυτό μοιάζει κάπως παράξενο, αποτελεί ταυτόχρονα πρό(σ)κληση για τον αναγνώστη αυτού του κειμένου, να συνεχίσει το διάβασμα.

  Ως πρώτα δεδομένα που πρέπει να αναφερθούν και να ληφθούν υπ’ όψη, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η διαμόρφωση μιας -ίσως- όχι ειλικρινούς εικόνας, μιας «αβάσταχτης σοβαρότητας» κάποιων υποψηφίων, αποτελούν α) η επαγγελματική τους ιδιότητα και β) η εμπειρία τους από την άσκηση δημόσιας διοίκησης. Ο λόγος που τα δεδομένα αυτά περιλαμβάνονται στην «εξίσωση», ελπίζω να γίνει κατανοητός αμέσως παρακάτω.

  Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθεί η παραδοχή μιας μάστιγας παντογνωσίας που γίνεται καθημερινά εμφανής μέσω της χρήσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Εκεί όπου οι πάντες προτείνουν τα πάντα, σχολιάζοντας άπαντες ως παντογνώστες. Μία κατάσταση που παράλληλα δημιουργεί τόσο την εντύπωση που έχει ο καθένας για τον εαυτό του, όσο και αυτή των διαδικτυακών του «φίλων» για τον ίδιο. Μία εντύπωση που μπορεί εύκολα να οδηγήσει είτε τους ίδιους, είτε εκείνους που δεν γνωρίζουν προσωπικά τους γράφοντες, σε μία εντελώς λανθασμένη εικόνα γι’ αυτούς. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, ιδιαίτερα στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, είναι η δεύτερη περίπτωση.

  Αφορμή λοιπόν αυτού του κειμένου στάθηκε α) η ασύστολη (και πιθανόν ασύγγνωστη) «προτασεολογία» κάποιων υποψηφίων και β) η σκληρή κριτική που ασκείται στη σημερινή διοίκηση του δήμου Καβάλας. Μια «προτασεολογία» και κριτική που βασικό της έρεισμα αποτελεί η πρόθεση εντυπωσιασμού, και όχι η προσπάθεια επηρεασμού ή αλλαγής της πολιτικής που ασκείται.

  Ποιος όμως ο ρόλος των δεδομένων που προαναφέρθηκαν (παντογνωσία, επαγγελματική ιδιότητα, εμπειρία άσκησης δημόσιας διοίκησης), σε σχέση με τα αποδεκτά βασικά χαρακτηριστικά (διάθεση προσφοράς και μάθησης) των υποψηφίων;

  Ως εύκολα αποδείξιμα, τα δεδομένα της επαγγελματικής ιδιότητας και εμπειρίας στην άσκηση δημόσιας διοίκησης, μπορούν σχετικά εύκολα να συνδυαστούν στο μυαλό των δημοτών με τη διάθεση προσφοράς «στα κοινά». Το πόσο ειλικρινής όμως είναι αυτή η διάθεση, συνήθως λανθασμένα συνδυάζεται με την επαναληπτικότητα της υποψηφιότητας. Συμπεραίνεται δηλαδή ότι εφόσον κάποια/ος θέτει τον εαυτό του κατ’ επανάληψη στην κρίση των συνδημοτών του, τότε η διάθεση προσφοράς του είναι αυτόματα και ειλικρινής.

  Αυτό όμως μπορεί να ισχύει μόνο στις εξής περιπτώσεις:

·         Εάν ο υποψήφιος έχει εκλεγεί και α) ασκήσει δημόσια διοίκηση, ποιο ήταν το «αποτύπωμα» που άφησε, τόσο με το έργο, όσο και με τη συμπεριφορά του στην αντιμετώπιση των δημόσιων-δημοτικών ζητημάτων και β) εάν δεν ήταν μέλος της διοίκησης, ποια η συνεισφορά του στην καλυτέρευση ή/και διόρθωση της διοικητικής πρακτικής

·         Εάν δεν έχει εκλεγεί, ποιος ο κοινωνικός του ρόλος. Πώς, πότε και γιατί ανέπτυξε κοινωνική δραστηριότητα.

  Κι ερχόμαστε στο καθοριστικό χαρακτηριστικό της διάθεσης για μάθηση, το οποίο επηρεάζει καταλυτικά, τόσο τους προηγούμενους παράγοντες και χαρακτηριστικά, όσο και τη συνολική εικόνα του υποψηφίου.

  Συνδυάζοντας κανείς μία επαγγελματική ιδιότητα, σε σχέση με την εμπειρία στην άσκηση δημόσιας διοίκησης, θα πρέπει να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν διαμορφώσει ανάλογα και την αντίληψη που θα πρέπει να έχει σχηματίσει ο υποψήφιος, όσον αφορά στην αντιμετώπιση απέναντι, τόσο στα τρέχοντα ζητήματα, όσο κι εκείνα που έχουν προταθεί ή προγραμματιστεί να γίνουν.

  Με δυο λόγια, έχοντας τόσο την επαγγελματική, όσο και την εμπειρική γνώση, δεν νοείται μία επιπόλαιη -στην καλύτερη περίπτωση- ούτε κριτική, ούτε «προτασεολογία». Διότι η άμεση επαφή με τα σύγχρονα δεδομένα άσκησης δημόσιας διοίκησης σε επίπεδο δήμου, από ανθρώπους που διαθέτουν -λόγω επαγγελματικής ιδιότητας- τις γνώσεις και τη διάθεση να ανταπεξέλθουν σε αυτά, θα έπρεπε να «συμμορφώνει» τις όποιες προσδοκίες τους, ώστε αυτές να «συμβαδίζουν» με την πραγματικότητα. Κάθε άλλη περίπτωση, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα, είτε του απλού εντυπωσιασμού των ψηφοφόρων χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, είτε της μη ειλικρινούς διάθεσης προσφοράς «στα κοινά».

  Αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αναστέλλει τη διάθεση αγωνιστικότητας των υποψηφίων με στόχο την αλλαγή των «κακώς κειμένων» στη δημόσια-δημοτική διοίκηση, όπως και στη διεκδίκηση κάθε είδους πόρων που κρίνονται χρήσιμοι για την επίτευξη των στόχων τους. Μέσα όμως πάντα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων, των δυνατοτήτων και των περιορισμών που επιβάλλει η σύγχρονη πραγματικότητα.

  Συμπερασματικά κι επειδή στην προεκλογική περίοδο που ήδη -άτυπα- διανύουμε έχουμε να δούμε και ν’ ακούσουμε πολλά, καλό θα ήταν να διακρίνουμε τους «πάντες που προτείνουν τα πάντα, σχολιάζοντας άπαντες ως παντογνώστες».

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Προς τι η δίμηνη προεκλογική περίοδος;

 

Ένα κόμπιασμα στη φωνή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά την εισήγησή του στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Μαρτίου, ακριβώς τη στιγμή που ανακοίνωνε (και ουσιαστικά προκήρυσσε) την ημερομηνία διεξαγωγής των εθνικών εκλογών, ήταν αρκετό για να γίνει αντιληπτή η ανησυχία και το άγχος που τον διακατέχει τον τελευταίο καιρό.

Η πρωτοφανής στα μεταπολιτευτικά χρόνια -και καθαρά έκδηλη του πρωθυπουργο-κεντρικού μοντέλου διακυβέρνησης- αναφορά του σε ημερομηνία εκλογών, χωρίς την παραίτηση του ίδιου ή της κυβέρνησής του, με τη Βουλή ακόμη σε πλήρη νομοθετική και ελεγκτική λειτουργία, δύο μάλιστα μήνες πριν την ημερομηνία διεξαγωγής τους, όχι απλά έχει αντιθεσμικά χαρακτηριστικά, αλλά (ουσιαστικά) μετατρέπει σε καθαρά «διακοσμητικό στοιχείο» της ελληνικής πολιτείας, τον ίδιο τον θεσμό του αρχηγού του κράτους. Αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κάτι που φυσικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση των πολιτικών (και επικοινωνιακών) λόγων που τον ώθησαν σε αυτή την απόφαση.

Οι λόγοι αυτοί μπορούν να εντοπιστούν, όπως προαναφέρθηκε, τόσο σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο, όσο και σε αυτό της τακτικής. Συνοπτικά δε μπορεί να είναι οι εξής:

A)      Με τη δημόσια συζήτηση (και την πολιτική ατζέντα) να καταλαμβάνεται από τις αναλύσεις και αναφορές στο τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η φυσιολογική) κυβερνητική φθορά, λάμβανε καταιγιστικές διαστάσεις, οι οποίες είχαν αρχίσει να εμφανίζουν όχι μόνο φυγόκεντρες τάσεις σε ψηφοφόρους, μέλη και στελέχη του κυβερνητικού κόμματος, αλλά και έμμεσους διαξιφισμούς μεταξύ των (εν δυνάμει) δελφίνων, εντός του κυβερνητικού επιτελείου. Σε πρώτο στάδιο λοιπόν, η ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών, αλλάζει εκ βάθρων τόσο τη δημόσια-κοινωνική, όσο και την πολιτική-κομματική ατζέντα συζήτησης, με προφανή σκοπό (και με τη βοήθεια των φιλικών ΜΜΕ) την ανακοπή του φαινομένου της ραγδαίας πτώσης των ποσοστών αποδοχής και επιρροής του κυβερνώντος κόμματος.

B)      Ταυτόχρονα, περιορίζει -εάν δεν εξαλείφει- τις τάσεις σκεπτικισμού και αποστασιοποίησης ψηφοφόρων, μελών και στελεχών του κόμματος, σε χρόνο μάλιστα πριν αυτές λάβουν έντονα χαρακτηριστικά. Προφανής σκοπός, η όσο το δυνατόν συντομότερη έναρξη και άκρως απαραίτητη σε προεκλογικές περιόδους  ενσυνείδητης συσπείρωσης, τόσο των ψηφοφόρων, όσο και των μελών και στελεχών του κόμματος, οι οποίοι πλέον θα πρέπει να «στοιχηθούν» πίσω από τον αρχηγό, χωρίς καμία διάθεση αμφισβήτησής του.

Γ)    Η άσκηση πίεσης προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ώστε αυτό (σταδιακά και μέχρι τις εκλογές) να αλλάξει τον δημόσιο λόγο του, από καταγγελτικό σε πολιτικό-προγραμματικό. Η εγκατάλειψη δηλαδή των (σε μεγαλύτερο ποσοστό) αναφορών σε σκάνδαλα, παραλείψεις, ατασθαλίες κ.α. που έπλητταν το «συγκριτικό πλεονέκτημα» -όπως τουλάχιστον παρουσιαζόταν- της κυβέρνησης, με αφορμή και το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών. Στόχος και με πρωτοβουλία της κυβερνητικής παράταξης, θα είναι η πρόσκληση σε πραγματικό πολιτικό διάλογο μεταξύ των κομμάτων εξουσίας, σε προγραμματική-κυβερνητική βάση. Στο «τι θα γίνει» και όχι στο «τι έγινε».

Δ)   Με δεδομένο τόσο το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής (το οποίο και χαρακτηρίσθηκε από τον πρωθυπουργό ως «περιπέτεια»), όσο και αυτό της ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτή απόδοση του bonus των εδρών, που θα ισχύσει στις αμέσως επόμενες εκλογές και -υπό τις παρούσες συνθήκες- δεν προσφέρει σε κανένα το πλεονέκτημα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης την επόμενη μέρα, η παράλληλη άσκηση πίεσης προς τον τρίτο σε εκλογική απήχηση κομματικό σχηματισμό, ώστε οι εκπρόσωποί του (και κυρίως ο αρχηγός του) να εγκαταλείψουν ή και να προσαρμόσουν τον δημόσιο λόγο τους, όσον αφορά στην πιθανότητα συνεργασίας τους με έναν εκ των δύο διεκδικητών της εξουσίας. Είναι αρκετά πιθανό, με την πάροδο του χρόνου και πλησιάζοντας προς την ημέρα των εκλογών, κυρίως όμως στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων, η πίεση που θα ασκηθεί -κυρίως από τα ίδια τα στελέχη του- προς τον αρχηγό του κόμματος να «λάβει ξεκάθαρη θέση», να αυξηθεί (με αμφίβολα όμως αποτελέσματα).

Ε)    Ως καθαρά τακτική επιλογή, που μένει να επιβεβαιωθεί ή όχι στην πράξη, η διεξαγωγή των εκλογών τον Μάϊο και η -κατά συνέπεια- πολύ πιθανή διεξαγωγή των δεύτερων εντός των πρώτων ημερών του Ιουλίου, με την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο σε πλήρη ανάπτυξη, θέτει υπό ισχυρή αμφισβήτηση τη συμμετοχή των νέων εκλογέων σε αυτές. Ενός τμήματος του εκλογικού σώματος δηλαδή, στο οποίο η κυβερνώσα παράταξη δεν φαίνεται να έχει ερείσματα (με την ψήφο των αποδήμων και για τους ίδιους, λόγους να μην αποτελεί εξαίρεση).

Στα πλαίσια αυτά, και μέχρι την επίσημη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη των εκλογών, θα έχουμε το οξύμωρο, ο πρωθυπουργός της χώρας να λειτουργεί (ενσυνείδητα ή όχι) ως αρχηγός κόμματος που διεκδικεί την εξουσία, με τον κυβερνητικό (πχ) εκπρόσωπο να παίρνει πλέον μέρος στην εκλογική διαμάχη, προβάλλοντας το κομματικό (και όχι  κυβερνητικό) έργο, ή αντιπαρατιθέμενος με καθαρά κομματικό λόγο με τους πολιτικούς συντάκτες.

 Η ακραία πόλωση που πρόκειται να κυριαρχήσει στον πολιτικό-κομματικό διάλογο καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, κυρίως όμως στην περίοδο μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, πρόκειται να επηρεάσει κυρίως τους μετακινούμενους ψηφοφόρους του Κέντρου. Είναι αυτή ακριβώς η «μερίδα» του κόσμου που -ως αναποφάσιστοι- εάν δεν απέχουν από τις εκλογές ως ακραία ένδειξη αποστροφής τους προς το πολιτικό σύστημα της χώρας και τους εκπροσώπους του, πρόκειται να στηρίξουν είτε το τρίτο, είτε οποιονδήποτε άλλο μικρότερο κομματικό σχηματισμό. Μία παράμετρος, το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν δηλαδή τα μικρά κόμματα, ειδικότερα δε αυτά που -τελικά- θα μείνουν εκτός Βουλής, που επηρεάζει άμεσα και τις ελάχιστες -με τα σημερινά δεδομένα- πιθανότητες σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.

Εν κατακλείδι, στην ελληνική «κομματική δημοκρατία», ευρισκόμενοι ήδη σε μία προεκλογική περίοδο δύο μηνών, με τις τουρκικές προεδρικές εκλογές να διεξάγονται μία εβδομάδα πριν από αυτές της χώρας μας και τις οικονομικό-πολιτικές εξελίξεις, τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και σε διεθνές επίπεδο να χαρακτηρίζονται από έντονα στοιχεία αβεβαιότητας, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, αν μη τι άλλο, θα έχει αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον.


Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Η ακραία πόλωση και τα μικρά κόμματα στον δρόμο της αυτοδυναμίας

 

Λίγες εβδομάδες πριν την προκήρυξη των εθνικών εκλογών του 2023, που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι «διπλές», καθώς η συγκρότηση κυβέρνησης που να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την πρώτη Κυριακή θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανη, κάποιες επισημάνσεις που -ίσως- οδηγήσουν τους αναγνώστε αυτού του κειμένου στο να πάρουν κάποιες από τις αποφάσεις τους, θα πρέπει να υπάρξουν.

Βασικό δεδομένο αυτής της (μικρής) ανάλυσης, αποτελεί η δυνατότητα που δίνουν τόσο η απλή αναλογική, με βάση την οποία θα διεξαχθούν οι εκλογές της πρώτης Κυριακής, όσο και το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτή απόδοση του bonus των εδρών στο πρώτο κόμμα, που θα ισχύσει στη δεύτερη.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο εκλογικών συστημάτων, που επηρεάζει άμεσα τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα κόμμα και -κατά συνέπεια- αυτοδύναμης κυβέρνησης, αποτελεί το ποσοστό (και όχι ο αριθμός) των κομμάτων που τελικά θα μείνουν εκτός Βουλής. Το ενδεχόμενο δε συγκρότησης κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή, αν και δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς, με δεδομένο όμως ότι α) στη συνεργασία αυτή θα πρέπει να συμπράξουν τουλάχιστον τρία κόμματα -συμπεριλαμβανομένων (τουλάχιστον) ενός εκ των δύο πρώτων- και β) η επιθυμία -τουλάχιστον- του πρώτου κόμματος θα είναι να αυξήσει τον αριθμό των βουλευτών του στη δεύτερη Κυριακή, γνώμη του γράφοντος είναι πως -τελικά- η ευόδωση αυτού του (πιθανού) εγχειρήματος δεν θα στεφθεί με επιτυχία.

Αυτά βέβαια εκτός συγκλονιστικού απροόπτου που θα αλλάξει τα δεδομένα.

Έχουμε λοιπόν ως βάση ότι α) το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του εθνικού κοινοβουλίου κυμαίνεται μεταξύ 6% - 8% (με εξαίρεση τις εκλογές του Μαΐου του 2012 που έφτασε κοντά στο 20%), και β) τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων που έχουν δει το «φως της δημοσιότητας», τα οποία δείχνουν πως κανένα εκ των δύο κομμάτων που διεκδικούν την πρωτιά στις εκλογές δεν ξεπερνά το 34%. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η σοβαρή πιθανότητα, τόσο λόγω του εξαιρετικά πολωμένου κλίματος που θα επικρατήσει μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, όσο -και λόγω αυτού- της απόφασης αρκετών από τους ψηφοφόρους της πρώτης Κυριακής που είχαν στηρίξει με την ψήφο τους κάποιο μικρό -σε εκλογική απήχηση- κόμμα, είναι πιθανό να αλλάξουν την προτίμησή τους κατευθύνοντάς την σε κάποιο άλλο, το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων να αυξηθεί την δεύτερη Κυριακή.

Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, το ποσοστό αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος στην πρώτη Κυριακή, κυμαίνεται μεταξύ 46,2% έως 47,2%, ενώ στην δεύτερη Κυριακή είναι μεταξύ του 38% και 38,6% (εκτός Βουλής το 6%-8%).

Από τη διάλεξη ""Εκλογικά συστήματα" του καθηγητή Δικαίου και Διοίκησης του ΕΑΠ Χ. Ανθόπουλου

Τελευταίο στοιχείο της παρούσας ανάλυσης, αποτελούν τα ποσοστά των κομμάτων από τις εθνικές εκλογές του 2019. Αυτά είχαν ως εξής:

                                                                        Πηγή: Υπουργείο Εσωτερικών

Στον ενδιάμεσο χρόνο από τις εκλογές του 2019 μέχρι σήμερα, σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές έχουν συμβεί. Οι κυριότερες από αυτές αφορούν τόσο στις αλλεπάλληλες κρίσεις (υγειονομική, μεταναστευτική, ενεργειακή και συνεχιζόμενη οικονομική-λόγω και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία κλπ), η αλλαγή ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ που προκάλεσε την άμεση σχεδόν επιστροφή κάποιων εκ των παλιών ψηφοφόρων του σε αυτό, αλλά και η -αναμενόμενη- φθορά της κυβέρνησης, τόσο από τον τρόπο που διαχειρίστηκε (και διαχειρίζεται) επιτυχώς ή όχι τις παραπάνω κρίσεις, όσο και μιας σειράς σκανδάλων που (υπαρκτά ή όχι) απασχολούν την κοινή γνώμη.

Τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων, γνωρίζοντας αυτά (και πολλά άλλα) δεδομένα, είναι σίγουρο ότι τα εξετάζουν έχοντας πολύ μεγαλύτερη αναλυτική ικανότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πολιτικούς, τοπικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και άλλους παράγοντες.

Στο πλαίσιο αυτό, μία βασική παράμετρος επιδίωξης της -πολυπόθητης- αυτοδυναμίας, είναι η επικέντρωση των προσπαθειών του συνόλου των στελεχών του κόμματος, στο να μεγαλώσει το ποσοστό αποδοχής του από τους εκλογείς. Εάν δε αυτό κριθεί ως δύσκολα επιτεύξιμο, η επιδίωξη μπορεί να στραφεί προς την πλευρά του να μεγαλώσει το ποσοστό των κομμάτων που -τελικά- θα μείνουν εκτός Βουλής. Κι αυτό διότι, όπως ήδη έχει αναφερθεί παραπάνω, όσο μεγαλύτερο το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, τόσο μικρότερο το ποσοστό που δίνει (ειδικά στην περίπτωση των εκλογών της δεύτερης Κυριακής) μία αυτοδύναμη, με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυβέρνηση.

Ένας τελευταίος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν, είναι η σύγκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν τόσο πριν τις εκλογές του 2019, όσο και αυτών που ακόμη διενεργούνται και αφορούν στις επερχόμενες εκλογές.

Επικεντρώνοντας πλέον την προσοχή στους δύο διεκδικητές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, στον πίνακα που ακολουθεί, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως λίγες ημέρες πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, οι δημοσκοπικές εταιρείες προέβλεπαν μεν την άνετη επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, εν τούτοις «έπεσαν» αρκετά έξω από τα πραγματικά ποσοστά των κομμάτων, με τη διαφορά να κυμαίνεται από τις 4 έως και τις 6 ποσοστιαίες μονάδες!


Πηγή: Δημοσκοπήσεις 2019, Wikipedia.gr

Μη διαθέτοντας ανάλογο πίνακα για τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών του 2023, θα αναφέρω απλά ότι αυτές δίνουν στη Νέα Δημοκρατία ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 34%, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ το 26%.

Εξετάζοντας λοιπόν το σύνολο των, πολύ απλών και όχι εξαιρετικά αναλυτικών αυτών δεδομένων, λαμβανομένου δε υπ’ όψιν το αναντίρρητο γεγονός πως κάθε κόμμα που διαθέτει την εξουσία θα προσπαθήσει να την «εκμεταλλευθεί» λαμβάνοντας όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα που η ηγετική του ομάδα θεωρεί ότι, όχι απλά θα το διατηρήσει στην εξουσία, αλλά θα διασφαλίσει και την αυτοδυναμία του, μπορεί κανείς να καταλήξει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

·         Η δεδομένη κυβερνητική φθορά από την άσκηση της εξουσίας, ιδιαίτερα σε καιρό κρίσεων, περιορίζει σημαντικά (εάν δεν εξαφανίζει) τις πιθανότητες αύξησης του ποσοστού του κόμματος που έχει την εξουσία, σε σχέση με αυτό της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης

·         Τα όποια κυβερνητικά μέτρα με κοινωνικό προφίλ, αφορούν περισσότερο στη διατήρηση ενός ήδη υπάρχοντος -σχετικά σκληρού- πυρήνα των υποστηρικτών του, προσφέροντας παράλληλα πολιτικά επιχειρήματα στον πολιτικό διάλογο στα στελέχη του

·         Η πολιτική-κομματική πόλωση που δημιουργεί η επαναφορά από το 2015 (ιδιαίτερα δε από το 2019) του ισχυρού δικομματισμού, ενισχύεται από μία σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν τόσο με τη διαχείριση των κρίσεων, όσο και από τον δημόσιο διάλογο επί (υπαρκτών ή όχι) σκανδάλων

·         Το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ιδιαίτερα δε αυτό της ενισχυμένης με κλιμακωτή απόδοση του bonus των εδρών, πρόκειται να ενισχύσει την πολιτική-κομματική πόλωση, οδηγώντας τη στα άκρα

Στο πνεύμα αυτό, η επιλογή της στροφής του κόμματος που διαθέτει την εξουσία προς την κατεύθυνση της αύξησης του ποσοστού των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής, με τη στήριξη ή έστω μη αντίρρηση (πχ) στην προσπάθεια δημιουργίας περιφερειακών μικρών κομμάτων που θα «απορροφήσουν» -ειδικά στην πρώτη Κυριακή- τις «ψήφους διαμαρτυρίας» όσων ανήκουν μεν στην ιδεολογική του «μήτρα», νιώθουν όμως απογοητευμένοι, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Βασική επιδίωξη αυτής της στρατηγικής, αποτελεί η βάσιμη ελπίδα πως στις εκλογές της δεύτερης Κυριακής, με το κλίμα της ακραίας πόλωσης να θεωρείται σχεδόν δεδομένο, οι ψηφοφόροι αυτοί θα «επιστρέψουν» στην επιλογή της βασικής πολιτικής τους ιδεολογίας, περιορίζοντας έτσι τις διαρροές προς τα άλλα (μικρά ή όχι) κόμματα, ενισχύοντας παράλληλα τις πιθανότητες κυβερνητικής αυτοδυναμίας.

Με τα σημερινά όμως δεδομένα, γνώμη του γράφοντος είναι πως κάτι τέτοιο, η ύπαρξη δηλαδή ακόμη και μετά τις εκλογές της δεύτερης Κυριακής μιας πλειοψηφίας που θα εξασφαλίζει την αυτοδυναμία, είναι απίθανο να συμβεί.

Έτσι, το πιο πιθανό σενάριο για την επόμενη κυβέρνηση της χώρας, είναι μία κυβέρνηση συνεργασίας. Το ποια χαρακτηριστικά και σε ποια βάση θα στηριχθεί αυτή, ίσως αποτελέσει το αντικείμενο ενός άλλου κειμένου.