Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, στο 3ο Μνημόνιο


Όταν ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, γιος του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, ενός εκ των κορυφαίων Αμερικανών κεϊνσιανών οικονομολόγων, βρέθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2014 με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ», που συνέγραψε με τους Γ. Βαρουφάκη και Στ.Χόλαντ, ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μερικούς μήνες μετά θα προέκυπτε η συνεργασία του με τον νέο υπουργό Οικονομικών πλέον της Ελλάδας, ακόμη και στην εκπόνηση εναλλακτικού σχεδίου στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις έπεφταν στο κενό.

Όπως επίσης είναι πιθανό να μην είχε σκεφθεί καν ότι, η ίδια αυτή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που -εμμέσως πλην σαφώς- στήριζε με τα άρθρα και τις παρεμβάσεις του στους New York Times και τη Wall Street Journal, θα έφτανε στο σημείο κατόπιν των ισχυρών πιέσεων που δέχθηκε, να υποκύψει σ’ εκείνους ακριβώς τους Ευρωπαίους -και όχι μόνον- εκπροσώπους, τους οποίους ο ίδιος κατηγορούσε ως κύριους υπεύθυνους για την λάθος πολιτική που επέβαλαν στην Ελλάδα.
Άλλωστε, η εμπιστοσύνη του προς τους θεσμούς που αποτελούσαν τότε την τρόικα αλλά και προς τον ESM, που προέκυψε αργότερα δημιουργώντας το σημερινό … κουαρτέτο, ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη, μιας και δεν έχανε την ευκαιρία να τους θεωρεί (το λιγότερο) αναξιόπιστους, κυρίως λόγω των προβλέψεών τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, με την εφαρμογή των μνημονίων.

Και δεν ήταν ο μόνος. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2014 (αλλά και αρκετά πριν) και με αφορμή την … επίπληξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τη Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο για τα στοιχεία των προϋπολογισμών, από τις οποίες ζητούσε αλλαγές στην πολιτική τους για να μειωθεί το έλλειμμα, προειδοποιώντας με κυρώσεις, ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν επεσήμανε ότι το πρόβλημα που καταστρέφει σταδιακά τον πυρήνα της Ευρώπης δεν προέρχεται από την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Γαλλία. Προέρχεται από τη Γερμανία. «Αν προσπαθήσετε να εντοπίσετε τις χώρες των οποίων οι πολιτικές ήταν εκτός γραμμής πριν από την κρίση, έπληξαν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης και αρνούνται να μάθουν από την εμπειρία, τότε θα καταλήξετε πως η Γερμανία είναι ο χειρότερος παράγοντας». « …εκνευρίζομαι -έγραφε ο ίδιος- όταν οι άνθρωποι που έχουν κυβερνήσει στην Ελλάδα ή αυτοί στις Βρυξέλλες, περιγράφονται ως τεχνοκράτες. Οι πραγματικοί τεχνοκράτες θα προειδοποιούσαν για την ύφεση που φέρνει η λιτότητα και δεν θα έσπευδαν να επικαλεστούν αμφιλεγόμενες έρευνες για να στηρίξουν πολιτικές, που πιθανότατα θα ήθελαν για άλλους λόγους»

Παράλληλα, ένας ακόμη νομπελίστας οικονομολόγος, ο Τζ. Στίγκλιτς (αν και διετέλεσε σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου επί οικονομικών θεμάτων το 2010), συμφωνούσε απόλυτα. «Το φάρμακο που έδωσαν οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα ήταν δηλητήριο. Η Γερμανία είναι το πρόβλημα, όχι η Ελλάδα», δήλωνε στο CNBC. Ο ίδιος άλλωστε δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει σε κάθε του σχεδόν δημόσια τοποθέτηση ότι « … το ελληνικό χρέος πρέπει να «κουρευτεί», ενώ απευθυνόμενος στο Βερολίνο, υπογράμμιζε πως εάν δεν κουρευτεί το χρέος, τότε η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να έχει μία βιώσιμη οικονομία, συμπληρώνοντας «Αυτά που πέρασε η Ελλάδα, κανείς δεν θα ήθελε να τα περάσει», υπενθύμίζοντας πως οι Σύμμαχοι πρόσφεραν μία νέα αρχή στη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Διαγράψαμε το χρέος της και της δώσαμε τη βοήθεια Μάρσαλ».

Ένα ακόμη πρόσωπο με διεθνή ακτινοβολία, ο γλωσσολόγος Ν. Τσόμσκι, επεσήμανε σε συνέντευξή του στο ΒΗΜΑgazino « … η Ευρωπαϊκή Eνωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ ασχολούνται με το να καταστρέψουν την Ελλάδα και υπάρχει σχέδιο για αυτό. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, και η Ελλάδα από μόνη της έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Αυτά που προτείνει η τρόικα, όμως, κάνει αυτά τα προβλήματα πολύ χειρότερα και αδύνατον να λυθούν. Σχεδιάζουν και προτείνουν πολιτικές οι οποίες δεν οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη και στη λύση του προβλήματος και γι’ αυτό όσο προχωρούν τα μέτρα θα φέρνουν λιγότερη ελπίδα και άρα μεγαλύτερη απελπισία στον κόσμο». Και είναι αυτός που, σε άλλη συνέντευξή του στην «Αυγή» ανέφερε ότι « …φαίνεται πως ο απώτερος στόχος των γερμανικών απαιτήσεων έναντι της Αθήνας, στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης χρέους, είναι να δεσμεύσει ό,τι έχει αξία στην Ελλάδα. Κάποιοι άνθρωποι στη Γερμανία φαίνεται πως στόχο έχουν να θέσουν την Ελλάδα υπό καθεστώς ιδιότυπης σκλαβιάς».

Οι ως άνω αναφορές, «τοποθετημένες» στην εισαγωγή αυτού του κειμένου, ίσως να αποτελούν τον ένα μόνον άξονα πάνω στον οποίο προσπάθησε να στηρίξει τις ελπίδες της για την επίτευξη μιας «άλλης» συμφωνίας, εκτός μνημονίων, η νέα ελληνική κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015.
Οι παραδοχές άλλωστε του ΔΝΤ για δομικά λάθη που υπήρχαν στις προτάσεις του, όσον αφορά τις προβλέψεις από την εφαρμογή των μνημονίων, ενισχύει αυτή την άποψη.

Ο δεύτερος άξονας, είναι πιθανό να ήταν εκείνος της οικονομικής υποστήριξης της Ελλάδας από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ρωσία, η Κίνα ή ακόμη και οι ΗΠΑ.
Κάτι τέτοιο άλλωστε αναφερόταν τόσο στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ, όπου αναφερόταν κατά γράμμα «Αναπτυξιακές συνεργασίες με τρίτες χώρες. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει να αναπτυχθούν ισότιμες σχέσεις και με άλλες χώρες εκτός Ε.Ε. που θα επιθυμούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ισχυρές δυνατότητες για αναπτυξιακές συνεργασίες φαίνεται να υπάρχουν με την Κίνα, τη Ρωσία, χώρες του αραβικού κόσμου και άλλα κράτη», όσο και σε αυτό των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.

Και πάλι ο Τζ. Γκάλμπρειθ αναφερόμενος στην δυνατότητα παροχής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2015, με άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα Boston Globe, ανέφερε «Oι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν και να στηρίξουν την Ελλάδα … Σε αυτές τις δραματικές ώρες, εάν η Ευρώπη αποτύχει, οι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν και να στηρίξουν την Ελλάδαη Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, που μπορεί να σωθεί εύκολα, ακόμη και με την παροχή εγγυήσεων για δανεισμό (loan guarantee) ή, εάν καταστεί αναγκαίο, μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap). Αυτό βρίσκεται μέσα στις δυνατότητές μας και μπορούμε να το πράξουμε γρήγορα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε άμεσα».

Ήδη όμως, λίγες ημέρες πριν, στις 4 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε αποκλείσει τις ελληνικές τράπεζες από τη χρήση κρατικών ομολόγων, τα οποία δεν είχαν τη διαβάθμιση της απαιτούμενης επενδυτικής βαθμίδας, για την απόκτηση κεφαλαίων. Η ατμόσφαιρα χρονοδιαγραμμάτων και απειλών οδήγησε σε απόσυρση καταθέσεων και στη μείωση των φορολογικών εσόδων, καθώς οι πολίτες κρατούσαν τα χρήματά τους.

Ίσως να αποτελεί σύμπτωση (!) ότι μία μόλις ημέρα πριν σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters, μία ημέρα μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας Γ. Βαρουφάκη, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν είχε προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση « …να μην προσπαθήσει να φέρει το Παρίσι αντιμέτωπο με το Βερολίνο με θέμα την κρίση χρέους της Ελλάδας», λέγοντας ότι «μία γαλλο-γερμανική συμφωνία αποτελεί κλειδί στην επίτευξη συμφωνίας που θα βοηθήσει τους Έλληνες και θα διασφαλίσει ότι θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους».
Όσο κι εάν ο Γκάλπμπρειθ επεσήμαινε ότι « …η Γερμανία, είχε κλείσει την πόρτα. Η Ελλάδα είχε διανύσει την επιπλέον απόσταση, καταθέτοντας επίσημο αίτημα για τη συνέχιση του μισητού σχεδίου διάσωσης, συζητώντας παράλληλα τις αναγκαίες αλλαγές, ο  πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπή, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σύμφωνος, αλλά η απάντηση από το Βερολίνο ήταν "όχι"», το στρατηγικό σχέδιο των δανειστών της Ελλάδας για τον εγκλωβισμό της χώρας σε έναν αδιέξοδο μονόδρομο, είχε ήδη μπει σε εφαρμογή.

Στα μέσα Φεβρουαρίου, κάνει την εμφάνισή του στο CNN money άρθρο με αφορμή τις δηλώσεις του προέδρου των Ανεξαρτητων Ελλήνων και υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Π. Καμμένου για δανεισμό από Κίνα, Ρωσία και ΗΠΑ. Το ρεπορτάζ φιλοξενεί απόψεις οικονομολόγων οι οποίοι τονίζουν ότι δεν πρόκειται οι χώρες αυτές να σώσουν την Ελλάδα. Επικαλείται την συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών κ. κ. Λαβρόφ και Κοτζιά, υπενθυμίζοντας ότι μπορεί Ελλάδα και Ρωσία να έχουν στενές εμπορικές σχέσεις, καθώς σχεδόν το 13% των ελληνικών εισαγωγών το 2013 προήλθαν από τη Ρωσία (σύμφωνα με το ΔΝΤ), τα βαθύτερα οικονομικά δεδομένα όμως είναι διαφορετικά.

Ο οικονομολόγος του «Berenberg» Ρ. Γουντ υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν είναι σε θέση να παράσχει αρκετή βοήθεια στην Ελλάδα, καθώς η οικονομία της δέχεται χτυπήματα από έναν συνδυασμό χαμηλών τιμών πετρελαίου και των κυρώσεων της Δύσης. «Αν η Ελλάδα γυρνούσε την πλάτη της στην Ευρώπη, ο τραπεζικός της τομέας -ο οποίος αντιμετωπίζει συρρίκνωση των πηγών χρηματοδότησής του- θα υφίστατο ακόμη μεγαλύτερη πίεση. Η Ρωσία δεν έχει τις οικονομικές πηγές για να κρατήσει τις τράπεζες να επιπλεύσουν» αναφέρει.
Όσον αφορά δε για την Κίνα, η μακρινή χώρα έχει μεγάλες επενδύσεις στα ελληνικά λιμάνια, έχει επίσης βασικά συναλλαγματικά αποθέματα γύρω στα 4 τρισ δολάρια με τα οποία θα μπορούσε εύκολα να «καθαρίσει» τα ευρωπαϊκά δάνεια στην Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχει κάποιο προφανές κέρδος για την Κίνα, να μεσολαβήσει σε ένα περιφερειακό πρόβλημα. «Γιατί αλήθεια η Κίνα να ήθελε να μπει στη μέση της Ευρωζώνης με ανταγωνιστικό τρόπο ;» διερωτάται ο οικονομολόγος.

Ο Τζ. Γκάλμπρεϊθ και πάλι, είχε επισημάνει ότι «Οι Κινέζοι θέλουν να κερδίσουν την καλή πρόθεση της κυβέρνησης μέσω της εμβάθυνσης της συνεργασίας σε τομείς όπως οι μεταφορές και ο τουρισμός, με απώτερο σκοπό να διασφαλίσουν την πρόσβασή τους στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον, τους ενδιαφέρει να διευρύνουν λίγο ακόμα το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων. Όμως δεν πιστεύω ότι αυτές οι επενδύσεις κατανοούνται ως αμιγώς οικονομικές από τους ίδιους. Σχεδόν καμία από τις διεθνείς επενδύσεις της Κίνας δεν έχει γίνει για αμιγώς οικονομικούς λόγους, αλλά μάλλον για πολιτικούς. Και γι’ αυτό, ξεκάθαρα, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν σχετίζονται καθόλου με το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας ή τη λιτότητα. Αντίθετα, παρουσιάζονται ως ευκαιρία για τους Κινέζους, που απορρέει από την αποτυχία της Ευρώπης να δημιουργήσει ανάλογες επενδύσεις – όπως θα μπορούσε για παράδειγμα να κάνει υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων»

Ο ίδιος ο πρώην υπουργός οικονομικών της Ελλάδας Γ. Βαρουφάκης, αποκάλυψε πως, εν μέσω της επτάμηνης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, απετράπη, με παρέμβαση της Γερμανίας, δάνειο στην Ελλάδα από την Κίνα. Ερωτηθείς από τον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά πόσο σίγουρος είναι για αυτή του την αποκάλυψη απάντησε: «Όσο σίγουρος μπορεί να είναι κάποιος σε τέτοια ζητήματα και όσο μπορεί να πιστέψει τον Κινέζο πρωθυπουργό».
Σε ερώτηση για το αν ισχύει η φημολογία για αντίστοιχη συμφωνία χρηματοδότησης από τη Ρωσία, που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ο κ. Βαρουφάκης είπε ότι ο ίδιος δεν έκανε ποτέ σχετικές επαφές με τη Μόσχα, προσθέτοντας μάλιστα ότι είχε εκφράσει εξαρχής την αντίθεσή του σε αυτή την προοπτική.

Τέλος, για τις ΗΠΑ, ο βοηθός καθηγητή στο London School of Economics Σπ. Οικονομίδης υποστηρίζει μιλώντας στο CNN money πως ο Λευκός Οίκος είναι απίθανο να κινηθεί για την διάσωση της Ελλάδας. «Μπορεί να ασκεί κάποιου είδους επιρροή σε ευρωπαϊκούς κύκλους για να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα μείνει έρμαιο. Αλλά δεν βλέπω ότι οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε ένα πακέτο διάσωσης ενός μέλους της Ευρωζώνης».

Όλα αυτά όμως δεν σταμάτησαν τις υποβόσκουσες ελπίδες.

«Παρά τις περιπλοκές που δημιουργεί η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η Μόσχα θα εξετάσει ενδεχόμενο αίτημα της Αθήνας για διμερές δάνειο», δήλωνε ο πρέσβης της Ρωσίας στη χώρα μας, Αντρέι Μάσλοβ, σε συνέντευξή του στην «Κ» στα τέλη Μαρτίου του 2015.
«Η Ρωσία ήδη συμμετέχει ενεργά στην οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα» ανέφερε τότε ο κ. Μασλόβ. «Σε εκείνο το σημαντικό ποσό (32 δισ. ευρώ), που έχει δοθεί στην ελληνική πλευρά από το ΔΝΤ, υπάρχει και το μερίδιο της Ρωσίας. Όσον αφορά την παροχή οικονομικής βοήθειας σε διμερή βάση, το θέμα χρήζει προσεκτικής μελέτης λόγω και του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΟΝΕ, όπου υπάρχει συντονισμός της χρηματοπιστωτικής πολιτικής και καθορίζονται σκληρά οι δανειακές ανάγκες των χωρών που βρίσκονται υπό καθεστώς διεθνούς οικονομικής βοήθειας. Εάν υποβληθεί αίτημα για δάνειο από την ελληνική κυβέρνηση, θα εξεταστεί, όπως είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ μετά τις συνομιλίες του με τον Έλληνα ομόλογό του Νίκο Κοτζιά και όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας Αντόν Σιλουάνοβ. Προς ποια ακριβώς κατεύθυνση θα κινηθεί η διαδικασία είναι θέμα προς συζήτηση για τα αρμόδια υπουργεία των δύο χωρών».

Το … μυστικό όμως, ίσως και η ουσία αυτών των δηλώσεων, ήταν πιο κάτω. «Όπως είναι γνωστό, η εταιρεία Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι σε κοινοπραξία με τον ελληνικό όμιλο ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ συμμετέχει στους διαγωνισμούς για την αγορά των μετοχών της ελληνικής εταιρείας παροχής σιδηροδρομικών μεταφορών TΡΑΙΝΟΣΕ, της εταιρείας συντήρησης σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού ROSCO και του ΟΛΘ» συνέχισε ο Ρώσος πρέσβης για να … καταλήξει «Για να εξασφαλιστεί η σταθερή προμήθεια φυσικού αερίου προς την Κεντρική και Νότια Ευρώπη και προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που προκύπτουν από την έγκριση του τρίτου ενεργειακού πακέτου της Ε.Ε., η ρωσική πλευρά προτίθεται να κατασκευάσει τον αγωγό φυσικού αερίου, οι δυνατότητες του οποίου είναι παρόμοιες με αυτές του South Stream, έως τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Οι χώρες της περιοχής, όπως και η Ελλάδα, που ενδιαφέρονται γι’ αυτό το έργο, θα πρέπει να πείσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλους φορείς της Ε.Ε. ότι χρειάζεται να κατασκευαστούν οι αναγκαίες υποδομές στο έδαφος των κρατών-μελών».

Τα «καμπανάκια» αυτά ανησύχησαν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ανησυχήσουν, τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Τουλάχιστον εκείνους για τους οποίους η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ήταν αδιαπραγμάτευτη. Κανείς δεν επρόκειτο να βοηθήσει τη χώρα, εάν δεν είχε να κερδίσει κάτι σημαντικό από αυτό.

Alea jacta est.
Το «παιχνίδι» πλέον ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των Ευρωπαίων δανειστών και των ντόπιων υποστηρικτών τους, οι οποίοι δεν έχασαν χρόνο.

Τον Απρίλιο του 2015, ένα από τα σημαίνοντα στελέχη, εκ των κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος -τότε- της ΝΔ, ο κ. Α. Γεωργιάδης, με αφορμή την έντονη φημολογία που από τότε είχε ξεκινήσει, δήλωνε « με το που θα προκηρυχτεί το δημοψήφισμα θα κλείσουν οι τράπεζες».Μιλώντας στο ραδιόφωνο «Παραπολιτικά» υποστήριξε πως « …δεν μπορεί να καταλάβει πως ο πρωθυπουργός δείχνει άγνοια κινδύνου μιλώντας για δημοψήφισμα». Παράλληλα τόνισε πως « …πρέπει να καταλάβουμε ότι ο λόγος που έχουν λεφτά οι τράπεζές μας και δεν έχουν κλείσει είναι γιατί μας δίνει λεφτά ο ELA».

Έναν μήνα αργότερα, στα τέλη Μαΐου, η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Ντ. Μπακογιάννη μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, υποστήριζε πως « αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι την Παρασκευή, φοβάμαι ότι το Σαββατοκύριακο, που είναι και τριήμερο, θα υπάρξει έλεγχος κεφαλαίων στις τράπεζες, το λεγόμενο capital control», όπως συνέβη και στην Κύπρο», προσθέτοντας «Θα πηγαίνουμε στα ΑΤΜ των τραπεζών και δεν θα μπορούμε να κάνουμε ανάληψη παρά μέχρι ένα όριο. Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει τι ακολουθεί αν δεν υπάρξει συμφωνία έως την Παρασκευή».

Ήδη άλλωστε από τα πρώτα «βήματα» της νέας κυβέρνησης, τόσο Ευρωπαίοι  υπουργοί όσο και πρόσωπα με θεσμικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, συνεπικουρούμενα από κεντρικά ΜΜΕ της Ελλάδας, έχουν αναλάβει την αποδόμησή της. Καθώς άπαντες είχαν συνηθίσει στις πρακτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, με τους Έλληνες υπουργούς να «παίρνουν υπό μάλης» τα διάφορα νομοσχέδια που τους δίνονταν, με μοναδική τους ίσως «υποχρέωση» την … μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα, οι συζητήσεις, τα ταξίδια και οι πολύωρες συνεδριάσεις στα αλλεπάλληλα Eurogroups, (εκτός από τις … ενδυματολογικές επιλογές του Έλληνα υπουργού Οικονομικών) τους εκνευρίζουν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του κ. Ντάισελμπλουμ. «Ξοδέψαμε τον χρόνο μας, δύο εβδομάδες τώρα συζητάμε ποιος θα συναντήσει ποιον, πού και με ποιον τρόπο» αναφέρει με ελαφρύ εκνευρισμό στις αρχές Μαρτίου του 2015.
Άπαντες όμως γνώριζαν ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Κάθε άλλο παρά σύμπτωση αποτελεί η δήλωση του  υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας κ. Σαπέν όταν υποβάθμιζε δηλώσεις του ομολόγου του υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας Τζ. Οσμπορν ότι μία σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη για το ελληνικό χρέος θα εξελιχθεί γρήγορα στον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία, αναφέροντας πως « η Ευρωζώνη είναι πλέον καλύτερα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα από ό,τι όταν ξεκίνησε η ελληνική κρίση χρέους πριν από πέντε χρόνια».

Είναι όμως δυνατόν η στρατηγική της νέας ελληνικής κυβέρνησης κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μετά τις 25 Ιανουαρίου του 2015,να βασίσθηκε στους δύο προαναφερόμενους άξονες ; Αυτούς δηλαδή α) του ευνοϊκού κλίματος που είχε δημιουργηθεί από διεθνείς και απόλυτα αναγνωρισμένες στο αντικείμενό τους προσωπικότητες, υπέρ των δικαίων αιτημάτων της χώρας για χαλάρωση των σκληρών μέτρων των αποτυχημένων στην πράξη μνημονίων, και β) στην προοπτική της οικονομικής, επενδυτικής ή άλλης βοήθειας από τρίτες χώρες ;

Είναι πολύ πιθανό πως όχι.

Η τακτικές κινήσεις που έγιναν, μέχρι τουλάχιστον την παραίτηση-απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση του υπουργού Οικονομικών και βασικού διαπραγματευτή της χώρας, «δείχνουν» πως αρκετά μεγάλο βάρος δόθηκε επίσης και στην «μετάδοση» προς τους δανειστές μας του μηνύματος της υπαρκτής πιθανότητας μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις και των συνεπειών μιας τέτοιας έκβασης. Το σενάριο δηλαδή της «ρήξης».

Το πρόβλημα εδώ είχε να κάνει με δύο παράγοντες. Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο εάν  το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου, συμμερίζεται αυτή την ιδέα, ή (για να διατυπωθεί καλύτερα) εάν είχαν όλοι τις ίδιες απόψεις, τόσο για την πορεία της χώρας, όσο και για τον τελικό σκοπό αλλά και τον τρόπο των διαπραγματεύσεων. Δεύτερον, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, οι δανειστές της χώρας έχοντας τα τελευταία χρόνια άμεση πρόσβαση σε καίρια υπουργεία και θεσμικά όργανα της Ελλάδας α) γνωρίζουν λεπτομερέστατα την δεινή οικονομική της κατάσταση, κατά συνέπεια ο «χρόνος» δεν αποτελεί πλέον μονάδα διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά, και β) έχουν καταστρώσει από καιρό τις «γραμμές άμυνάς» τους απέναντι στις όποιες επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου Grexit.

Έτσι, στο πρώτο έκτακτο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου και ενώ ο κ. Βαρουφάκης έχει συμφωνήσει (όπως γράφει η «Καθημερινή») λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στη δήλωση που έλεγε ότι οι ελληνικές αρχές δέχονται «να ερευνήσουν τις δυνατότητες παράτασης και επιτυχούς ολοκλήρωσης του παρόντος προγράμματος», τουλάχιστον τέσσερις υπουργοί φεύγουν από το κτίριο με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει συμφωνία. Τότε, οι κ. Βαρουφάκης και Δραγασάκης αρχίζουν τα τηλέφωνα στην Αθήνα και λίγο αργότερα ο πρώτος ανακοινώνει, προς έκπληξη των εναπομεινάντων, ότι η Ελλάδα τελικά δεν δέχεται τη δήλωση.

Εάν αληθεύει το συγκεκριμένο δημοσίευμα, τι είχε αλλάξει ;
Ποιος ή ποιοι διαφώνησαν με την κοινή δήλωση του Eurogroup ; Και με ποιο τρόπο πίεσαν ώστε να αλλάξει η θέση του υπουργού Οικονομικών της χώρας ;

Στο δεύτερο έκτακτο Eurogroup, πέντε ημέρες αργότερα, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των κ.κ. Γιουνκέρ και Τσίπρα διατυπώνονται τα βασικά σημεία για μια συμφωνία. Η πρόταση παρουσιάζεται από τον κ. Μοσκοβισί και βρίσκει σύμφωνο και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών. Όμως, πριν μπει στην αίθουσα ο κ. Βαρουφάκης, ο πρόεδρος του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ του παρουσιάζει το τελικό κείμενο, που -σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό- δεν είναι αυτό που του είχε δείξει ο κ. Μοσκοβισί, αλλά κάτι παρόμοιο με την πρόταση του προηγούμενου Eurogroup (!). Όπως ήταν φυσικό … την απορρίπτει. Και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.

Στο επόμενο Εurogroup, στις 20 Φεβρουαρίου, όπου πλέον εγκρίνεται και η συμφωνία, είναι πλέον ξεκάθαρο στους «εταίρους» ότι τελικά ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Τσίπρας είναι αυτός που παίρνει τις τελικές αποφάσεις.
Σ’ εκείνο το Eurogroup οι πιέσεις προς την ελληνική πλευρά για να ζητήσει επέκταση του προγράμματος ήταν τεράστιες, καθώς ήταν πλέον σαφές στους εταίρους ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας.

Ήδη από τις αρχές Μαρτίου του 2015 ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις αποκτούν πλέον ο κ. Γ. Χουλιαράκης και ο Ε. Τσακαλώτος. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων όμως, το έχει ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Στα τέλη Μαΐου σε τηλεδιάσκεψη που είχαν η κα Μέρκελ, ο κ. Ολάντ και ο Α. Τσίπρας (η δεύτερη μέσα σε διάστημα τριών ημερών) συμφώνησαν ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα και να βρεθεί λύση.
Ο Γ. Βαρουφακης όμως συνέχιζε την «προσωπική» του πλέον στρατηγική.
Σε συνέντευξή του στο γερμανικό Der Taggespiegel με τίτλο «Οι πιστωτές δεν θέλουν συμφωνία με την Ελλάδα», ο κ. Βαρουφάκης δηλώνει ότι η πρόταση του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν δεν περιέχει λύση για την Ελλάδα, κατηγορώντας  τους δανειστές ότι τορπιλίζουν τις συνομιλίες για την εξεύρεση συμφωνίας με την Ελλάδα. Αναφερόμενος στην πρόταση των θεσμών, ο κ. Βαρουφάκης σημείωσε μάλιστα ότι « …μια τέτοια πρόταση γίνεται μόνο εάν κάποιος δεν θέλει συμφωνία» και συνέχισε προτείνοντας «Δεν θέλουμε ούτε ένα επιπλέον ευρώ για το ελληνικό κράτος. Όμως προτείνουμε να αναδιανεμηθούν τα χρέη μεταξύ των τριών θεσμών της Τρόικα». Ήταν όμως πραγματικά αυτή η θέση του συνόλου της ελληνικής κυβέρνησης στα τέλη Μαΐου, κι εάν ναι πώς αυτή θα μπορούσε να στηριχθεί-επιβληθεί στους δανειστές της χώρας ; Με ποια άλλα επιχειρήματα όταν είχαν σχεδόν χρησιμοποιηθεί όλα από τις αρχές Φεβρουαρίου και είχαν συναντήσει τη σθεναρή-ανυποχώρητη άρνηση των δανειστών μας ;
Το πρόβλημα δεν ήταν οι, με βάση την οικονομική λογική, προτάσεις του κ. Βαρουφάκη και όσων άλλων οικονομολόγων διεθνούς κύρους συμφωνούσαν μαζί του, και έχουν ήδη αναφερθεί στην εισαγωγή αυτού του κειμένου. Ήταν η δηλωμένη με κάθε τρόπο απροθυμία των δανειστών μας να τις δεχθούν, όσο καταφανώς λογικές κι εάν ήταν. Στις διεθνείς σχέσεις, η λογική δεν έχει κανέναν ρόλο. Τα συμφέροντα κυριαρχούν. Πόσο μάλλον αυτά των ισχυρών της γης.

Κάπως έτσι «φαντάζει λογικό» ότι θα φτάναμε στην « πρόταση- τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία και τον Ελληνικό λαό» όπως ανέφερε χαρακτηρίζοντας την  “take it or leave it” πρόταση του Eurogroup ο Α. Τσίπρας, στο διάγγελμά του στα τέλη Ιουνίου, με το οποίο ανακοίνωνε την εισήγησή του για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το οποίο έγινε τελικά στις 5 Ιουλίου.
Άλλωστε, όπως δημοσίευσαν οι Financial Times, ο πρωθυπουργός σε μυστική σύσκεψη με στενούς συνεργάτες του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στις Βρυξέλλες, τους άκουσε να υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ και η Γερμανία δεν ήθελαν συμφωνία, αλλά αντίθετα έσπρωχναν την Ελλάδα σε χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ.

Το σχέδιο των δανειστών μας όμως δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.

Ήδη μία εβδομάδα περίπου νωρίτερα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Focus Online ανέφερε «Θα ήταν καλύτερα τώρα να εισαχθεί έλεγχος κεφαλαίων και να αφήσουμε τη χώρα να χρεοκοπήσει και σε αυτή τη βάση, θα μπορούσαμε να πετύχουμε μια λογική συμφωνία με τους δανειστές». Μια … πρόταση που απευθυνόταν (αν μη τι άλλο) σε ένα πολιτικό και οικονομικό ακροατήριο που είχε δρομολογήσει ήδη τα capital controls και την ασφυξία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπως δημοσίευσε τότε «Η Αυγή».

Την ίδια περίοδο, το «κύμα» των παράνομων μεταναστών και προσφύγων που με τεράστια «άνεση» ξεκινούν από τα παράλια της Τουρκίας, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, κατακλύζει πια τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου.
Κι ενώ στους πρώτους τρεις μήνες του 2015, οι παράνομοι μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές, είναι 19.488, μόνο τον Ιούλιο «περνούν» στη χώρα μας πάνω από 54.000. Μία «ροή» που συνεχίσθηκε και τους επόμενους μήνες, προσθέτοντας ένα ακόμη τεράστιο πρόβλημα στην ήδη εδώ και χρόνια χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση και την ανέχεια, ελληνική κοινωνία.
Μόνο που αυτή τη φορά, τα προβλήματα που δημιουργούνται από το εν λόγω ζήτημα, δεν είναι μόνον οικονομικά. Επηρεάζουν άμεσα και παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κοινωνική συνοχή και -κυρίως- την Εθνική ασφάλεια της χώρας.

Το συντριπτικό «Όχι» του δημοψηφίσματος, ακολούθησε η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, η οποία κατέληξε σε μία κοινή δήλωση -με την επιφύλαξη της συνολικής διαφωνίας του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κ. Κουτσούμπα- στην πρώτη γραμμή της οποίας αναφερόταν ότι «Η πρόσφατη ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης …» ενώ το ότι στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών «συμμετείχαν» μέσω τηλεφωνικών συνομιλιών, του κ. Τσίπρα και του κ. Παυλόπουλου, τόσο ο Β. Πούτιν, όσο και η Α. Μέρκελ, ο Φ. Ολάντ και ο Μ. Ντράγκι, δεν έκανε εντύπωση σε … κανέναν. (!)

Σε αδρές γραμμές και αρκετά συμπυκνωμένα, αυτά είναι όσα προηγήθηκαν της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, που οδήγησε τη χώρα μας και την κυβέρνησή της στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το οποίο επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 14 Αυγούστου με ευρεία μάλιστα πλειοψηφία 222 θετικών ψήφων.

Κι εδώ, κλείνοντας το μακροσκελές -είναι η αλήθεια- αυτό κείμενο, το βασανιστικό ερώτημα παραμένει. (;)

Υπήρχε, ή υπάρχει ακόμη και σήμερα, εναλλακτικός «δρόμος» ;


Γνώμη μου είναι ότι, εάν δεν έχετε καταλήξει ακόμη σε μία απάντηση, πρέπει να ξαβαδιαβάσετε το κείμενο από την αρχή !