Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Τι να ψηφίσω;

 

Το κείμενο που ακολουθεί, δεν απευθύνεται σε μέλη και οπαδούς κομμάτων ή όσες και όσους επωφελούνται άμεσα ή έμμεσα από αυτά. Αποτελεί αντίθετα μία προσπάθεια απάντησης σε ερωτήματα φίλων και γνωστών, οι οποίοι -όπως και πολλοί άλλοι- αισθάνονται να μην τους αντιπροσωπεύει τίποτε από τη σημερινό κομματικό σύστημα.

Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν αποτελεί «προϊόν επιστημονικής προσπάθειας». Ο αναγνώστης του κειμένου δεν θα βρει σε αυτό ατράνταχτα στοιχεία που να υποστηρίζουν τα επιχειρήματα και τις προτάσεις. Θα μπορέσει όμως να εντοπίσει μία πρακτική «μέθοδο» που θα τον βοηθήσει να επιλέξει το κόμμα εκείνο που θα ικανοποιεί -τουλάχιστον- την προσπάθειά του να ξεφύγει από την αμφιβολία και τον «κυκεώνα» των εν δυνάμει επιλογών του. Ας μην περιμένει όμως στο τέλος του να βρει το όνομα κάποιου κόμματος. Κύριος σκοπός του κειμένου, είναι το να πείσει όσους λόγω του έντονου προβληματισμού τους, έχουν σχεδόν καταλήξει στην άποψη ότι θα πρέπει να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, απλώς και μόνο επειδή τίποτε και κανείς δεν ικανοποιεί στον απόλυτο βαθμό τις σκέψεις τους.

Το «κλειδί» λοιπόν που θ’ ανοίξει «την πόρτα» της επιλογής, κρύβεται ακριβώς στην έκφραση «δεν ικανοποιεί στον απόλυτο βαθμό». Εάν κανείς σκεφθεί ότι ακόμη και στις πιο απλές, καθημερινές μας αποφάσεις, σχεδόν τίποτε δεν ικανοποιεί «σε απόλυτο βαθμό» τις επιλογές μας, ίσως συμφωνήσει ότι το ίδιο ακριβώς -σε μεγαλύτερο σαφώς βαθμό- συμβαίνει και με την επιλογή της κομματικής εκείνης πρότασης που ικανοποιεί τις επιθυμίες μας. Στην ενδεχόμενη αμφιβολία έναντι της γενικής αυτής τοποθέτησης πως, η επιλογή του κόμματος που θα στηριχθεί, έχει μεγαλύτερες συνέπειες από το (πχ) ποια παπούτσια θα φορέσω σήμερα στη δουλειά, θα αντέτεινα πως «δεν τελείωσε ακόμη η σκέψη μου».

Βασική παράμετρο για την αποδοχή της παραπάνω γενικής τοποθέτησης, αποτελεί η συνειδητοποιημένη από τον κάθε ένα και κάθε μίας από εμάς, των απόλυτα (ναι, εδώ ισχύει) «εγκατεστημένων» μέσα μας αρχών και αξιών στις οποίες απαρέγκλιτα πιστεύουμε. Αρχές και αξίες τις με τις οποίες μεγαλώσαμε, μας χαρακτηρίζουν και δεν τις διαπραγματευόμαστε.

Πολύ απλή αλλά βασική αρχή που θα βοηθήσει όχι στην επιλογή αλλά στον αποκλεισμό κάποιων κομμάτων, αποτελεί (πχ) η πίστη στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η αποστροφή δηλαδή σε οποιασδήποτε μορφής βίαιη προσπάθεια επιβολής της γνώμης κάποιου. Όσο κι αν αποδεχόμαστε ότι το σημερινό κομματικό σύστημα είναι ανάξιο των περιστάσεων, «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» αποτελεί μεν μία πολύ καλή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, δεν μπορεί όμως -ως πολιτική πρακτική- να αποτελεί συνειδητή επιλογή ενός δημοκρατικού πολίτη.

Περαιτέρω έννοιες που χαρακτηρίζουν τις ιδεολογικές -κυρίως- κατευθύνσεις των κομμάτων και -κατά συνέπεια- τα διαχωρίζουν στις πολιτικές τους επιλογές, αποτελούν:

α) η προσήλωση στην νεοφιλελεύθερη άποψη για την οικονομία της αγοράς, όπου το κράτος αυτο-περιορίζεται σε πολιτικές που μεγεθύνουν την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, ορίζοντας το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου θα λειτουργεί ή -αντίθετα- στην ελεύθερη μεν οικονομία, στην οποία όμως το κράτος έχει τον έλεγχο των επιχειρήσεων που το ίδιο θεωρεί πως το «προϊόν» τους αποτελεί κοινωνικό αγαθό και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί στις κερδοσκοπικές πρακτικές του ιδιωτικού τομέα.

β) η ενδυνάμωση -στα πλαίσια πάντα των δημοσιονομικών περιορισμών- βασικών τομέων που το κόμμα θεωρεί ως πρωταρχικούς τομείς πολιτικής. Τέτοιοι είναι (πχ) ο τομέας της υγείας, της παιδείας, της ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης, της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (κ.λπ.) με ό,τι αυτό σημαίνει για τις αντίστοιχες πολιτικές επιλογές (πχ προσλήψεις προσωπικού έναντι αγορών οπλικών συστημάτων με όποιες συνέπειες στην άμυνα της χώρας)

γ) το αίσθημα του «ανήκειν» το οποίο συνδέεται άμεσα με αυτό της «υπερηφάνειας». Στον τομέα αυτό, μπορούν να ανήκουν οι πολιτικές επιλογές που αφορούν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνών σχέσεων, της μεταναστευτικής πολιτικής που κάθε κόμμα προτείνει ή/και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας

Αυτά μπορεί να είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία τα οποία -κάποια στιγμή- μας έχουν απασχολήσει, διαφωνώντας ή συμφωνώντας με τις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές ή αντιπολιτευτικές τοποθετήσεις. Η σειρά αναφοράς τους είναι εντελώς τυχαία και δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε σκέψη ιεράρχησης από πλευράς μου.

Η ιεράρχηση αυτών των επιλογών, αποτελεί προσωπική επιλογή του καθενός από εμάς. Επιλέξτε λοιπόν μία -και μόνον μία- βασική και αδιαπραγμάτευτη αρχή η οποία και θα αποτελεί τον οδηγό σας για τις επόμενες επιλογές σας. Αποκλείστε αυτόματα και χωρίς δεύτερη σκέψη τον κομματικό σχηματισμό που δεν την ικανοποιεί και -αφού ιεραρχήσετε τις επόμενες σκέψεις σας- προχωρήστε στην επιλογή εκείνη που θα έχει τα χαρακτηριστικά των λιγότερων συμβιβασμών που δέχεστε να κάνετε. Γιατί θα υποχρεωθείτε να κάνετε συμβιβασμούς. Το «φαινόμενο της απόλυτης επιλογής», δεν ισχύει στην πολιτική.

Μην σας απασχολήσει το γεγονός πως σκέφτεστε πρακτικά και ατομικά. Η ατομική δημοκρατική έκφραση, αποτελεί τη βάση της δημοκρατικής αρχής. Είναι η κοινή συνισταμένη αυτής ακριβώς της δημοκρατικής έκφρασης μέσω των εκλογών, που οδηγεί στην πλειοψηφική επιλογή της κρατούσας άποψης, με καταγεγραμμένες τις μειοψηφικές επιλογές που -ελπίζουμε να- ελέγχουν την πλειοψηφία.

Με την ελπίδα πως το κείμενο αυτό θα σας βάλει στη διαδικασία της σκέψης να εντοπίσετε και να ιεραρχήσετε της προσωπικές σας αρχές και αξίες, όσο κοπιαστική κι εάν μοιάζει η διαδικασία, εύχομαι ειλικρινά να σας οδηγήσει -τουλάχιστον- στις κάλπες.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ένα KAV INTEC στην Καβάλα;

 

  Από καιρού εις καιρόν, ανοίγει και κλείνει -σχεδόν άμεσα- η δημόσια συζήτηση για τον τρόπο αξιοποίησης του παλιού «κάτω» νοσοκομείου Καβάλας. Ο λόγος δε που οι μέχρι σήμερα δημόσιες συζητήσεις-προτάσεις αξιοποίησής του σταματούν όπως ακριβώς άρχισαν, δεν είναι άλλος από το κόστος αποκατάστασης και επαναχρησιμοποίησής του, είτε ως χώρος εκμετάλλευσης τουριστικού τύπου, είτε ως φοιτητικές εστίες.

  Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι, εάν αληθεύει πως το κόστος αυτό αγγίζει ή και ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια ευρώ, όπως πρόσφατα ο πρώην δήμαρχος κ. Σιμιτσής ανέφερε, κανείς δημόσιος φορέας, πόσο μάλλον κάποιος ιδιώτης, δεν πρόκειται να δαπανήσει αυτό το ποσό. Τόσο οι εποχές των δημοσιονομικά «ισχνών αγελάδων» που διανύουμε, όσο και η πιθανότατα εξαιρετικά μακρά χρονική περίοδος απόσβεσης της οποιασδήποτε ιδιωτικής επένδυσης, δεν αποτελούν απλά τροχοπέδη, αλλά καθιστούν τις πιο πάνω προτάσεις εντελώς ανεφάρμοστες.

  Στόχος αυτού του κειμένου, δεν είναι άλλος από το να φέρει στη δημόσια συζήτηση μία πρόταση που ίσως να αποτελεί και τη μοναδική -κατά τη γνώμη μου- που μπορεί να έχει ελπίδες υλοποίησης.

  Τη μετατροπή του χώρου σε ένα Πάρκο Καινοτομίας και Τεχνολογίας.

  Είτε αυτόνομου (κάτι αρκετά δύσκολο είναι η αλήθεια), είτε ως διασυνδεδεμένου περιφερειακού κόμβου με αυτόν της Thess INTEC στη Θεσσαλονίκη, στον οποίο ήδη συμμετέχει ως μέτοχος και το Διεθνές Πανεπιστήμιο, με εξασφαλισμένους και τους χρηματοδοτικούς πόρους.

  Στα 8.500 τ.μ. του κτιρίου, θα μπορούσαν -ως πρόταση- να στεγαστούν νεοφυείς εξειδικευμένες ερευνητικές και καινοτόμες δραστηριότητες στους τομείς των ορυκτών πόρων, των αυτοματισμών της αγροτικής, κτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής, του ψηφιακού τουρισμού και (γιατί όχι) της εθνικής άμυνας. Παράλληλα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν χώροι διαμονής των ερευνητών, αλλά και συνεδριακό κέντρο.

  Βασική παράμετρος υλοποίησης της πρότασης, αποτελεί -δίχως άλλο- η συστράτευση του συνόλου των θεσμικών φορέων της πόλης προς την επίτευξη του στόχου. Τόσο ο Δήμος, η Αντιπεριφέρεια και οι τοπικοί βουλευτές, όσο και το παράρτημα του Διεθνούς Πανεπιστημίου της πόλης αλλά και το Επιμελητήριο Καβάλας, θα πρέπει να εξετάσουν το θέμα με ευνοϊκή ματιά και -συμφωνώντας άμεσα- να επιδιώξουν τις απαραίτητες συναντήσεις που θα θέσουν την πρόταση σε τροχιά υλοποίησης.

  Ίσως η ανάγνωση αυτών των γραμμών προκαλέσουν κάποιο μειδίαμα. Ίσως και αυτή η πρόταση να ξεχαστεί ως ανεφάρμοστη.

  Το σίγουρο όμως είναι ότι, όσο περνά ο καιρός κι εάν δεν συμφωνήσουμε, ένα ακόμη «κτιριακό κουφάρι» θα προστεθεί στα τόσα άλλα που «πάνω» τους κλαίμε τη μοίρα μας.

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Προς μία νέα ή μετά-ψυχροπολεμική εποχή;

 

Η επίθεση-εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου 2022, άνοιξε -πέραν των καθαρά στρατιωτικών αναλύσεων- ένα αρκετά αναλυτικό πεδίο συζητήσεων όσον αφορά τόσο στους ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους-επιδιώξεις των επιτιθέμενων και τον τρόπο ή/και χρόνο επίτευξής τους (ή όχι), όσο και στις διεθνείς επιπτώσεις -πέραν των κοινωνικοοικονομικών- που η ενέργεια αυτή της Ρωσίας θα επέφερε, σχεδόν σε πρώτο χρόνο, όσον αφορά στις συσχετίσεις ισχύος και επιρροής των (πάλαι ποτέ) «μονομάχων» της ψυχροπολεμικής εποχής.

Προσπαθώντας κανείς να ιχνηλατήσει τους ευρύτερους στόχους της Ρωσίας, πέραν αυτών που μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτοί και αφορούν αυτή καθεαυτή την (γεω-πολιτική) Ουκρανία της «επόμενης ημέρας», θα μπορούσε να αναφερθεί σε μία σειρά επιδιώξεων, από τις οποίες κάποιες έχουν ήδη επιτευχθεί. Η κυριότερη εξ αυτών αφορά την επαναφορά της Ρωσίας ως εμφανώς υπολογίσιμης και δρώσας (ακόμη και στρατιωτικής) δύναμης στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Κι εάν κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί ότι δεν αποτελεί έκπληξη, δεν ήταν καθόλου δεδομένο ως μέρος της (υπό διαμόρφωση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ) νέας ρωσικής ταυτότητας, στη συνείδηση του κοινωνικού, πολιτικού αλλά και στρατιωτικού δυναμικού της χώρας.

Η Ρωσία των πρώτων ετών της δεκαετίας του ’90, έχοντας υποστεί ένα -ταυτόσημο με αυτό της σοβιετικής επανάστασης των αρχών του 20ου αι.- σοκ από την πτώση της ιδεολογικής (ως συνεκτικού ιστού της κοινωνίας), πολιτικής και στρατιωτικής της ταυτότητας, παρακολουθούσε χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης τους μέχρι πρότινος αντιπάλους να πλησιάζουν -και όχι μόνο στον αμυντικό τομέα- στα σύνορά της. Έχοντας χάσει μεγάλο μέρος (ή/και ολοκληρωτικά) από τη δύναμη επιβολής-επιρροής της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά και στα κράτη «ανάσχεσης κινδύνου» (ή «πρώην ανατολικού μπλοκ», όπως τα γνωρίζουμε), ένιωθε μία όλο και πιο αυξημένη πίεση, ακριβώς από την κατεύθυνση που κατ’ επανάληψη στο παρελθόν είχε δεχτεί σφοδρές στρατιωτικές επιθέσεις. Τα δυτικά της σύνορα.

Η ανασφάλεια που δημιουργήθηκε στο πολιτικό (κυρίως) δυναμικό της χώρας, παράλληλα με την (υποχθόνια) ελπίδα «αναβίωσης» του «παλαιού μεγαλείου», είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή της πολιτικής έκφρασης της κοινωνίας στην αναζήτηση ηγέτη που θα εξέφραζε αυτήν ακριβώς την προοπτική. Και καθώς οι -διαχρονικά- αυταρχικές μορφές διοίκησης δεν ήταν κάτι που ξένιζε το συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας, ενώ ταυτόχρονα «απολάμβανε» τις ελευθερίες του «δυτικού τρόπου ζωής», δεν άργησε να «λάμψει το άστρο» του Βλαδίμηρου Πούτιν.

Αργά αλλά σταθερά, η νέα Ρωσία ξεκίνησε να χτίζεται πάνω στα «ερείπια» της πρώην σοβιετικής ένωσης, έχοντας ενσωματώσει (χωρίς να αφομοιώσει) τις δυτικές συνήθειες και εκμεταλλευόμενη κάθε ιστορικό, πολιτικό και γεωγραφικό της πλεονέκτημα. Με το βλέμμα στραμμένο -αρχικά- στην εδραίωση (και επέκταση) της οικονομικής της επιρροής και χρησιμοποιώντας καθαρά «δυτικού τύπου» τακτικές, η ανάδυσή της στο διεθνές (και όχι απλά περιφερειακό) γεωπολιτικό στερέωμα ως σημαντικής και υπολογίσιμης δύναμης, δεν άργησε να συμβεί.

Με απλά λόγια, η Ρωσία του 1970, σε σχέση με αυτή του 2000, αλλά και αυτή του 2022, είναι τρία διαφορετικά πράγματα.

Κι εάν στις αρχές του 21ου αι. αυτό που τη διαφοροποιούσε από το ιστορικό και πολιτικό παρελθόν της ήταν η οικονομική της ανάπτυξη και οι (εξ αυτής κυρίως  κατευθυνόμενες) διεθνείς της σχέσεις, είκοσι χρόνια μετά είναι η επαναφορά της στο αμυντικό δόγμα του σοβιετικού παρελθόντος της. Η γεωπολιτική σημασία της επίθεσης-εισβολής της Ρωσίας στη γειτονική Ουκρανία, αποτελεί ιστορικό ορόσημο αλλαγής πολιτικής, παρόμοιο (όχι ταυτόσημο) με αυτά της σοβιετικής επανάστασης και της μετέπειτα κατάρρευσης της σοβιετικής ένωσης.

Αυτό όμως που πιθανόν να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό από τη σημερινή ρωσική ηγεσία, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι γεωπολιτικές διαμορφώσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων του σήμερα, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτές της ψυχροπολεμικής εποχής.

Ο διπολικός κόσμος των ετών μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, έχει πλέον παραχωρήσει τη θέση του σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με ανεξάρτητους και ημι-ανεξάρτητους δρώντες, οι οποίοι διεκδικούν τη θέση και την αναγνώριση της ισχύος τους, σε μία νέα πολύ-πολική εποχή. Είναι το ίδιο ακριβώς πλαίσιο εντός και στο οποίο στηρίχθηκε και αναδύθηκε η νέα Ρωσία.

Έχοντας διδαχθεί και κατανοήσει τη δύναμη της οικονομίας, η οποία αντικατέστησε τις κανονιοφόρους για την επιβολή της αρχής της αποτελεσματικότητας, όπου η Ισχύς δημιουργεί το Δίκαιο, προσπαθεί να κερδίσει πλέον και στο πεδίο της αμυντικής-στρατιωτικής ικανότητας, μέσω της επέκτασης και της αμυντικής της επιρροής, διεκδικώντας δυναμικά την επαναδημιουργία μιας (ιδιότυπης πλέον) «ζώνη ανάσχεσης» στα Νότια και Δυτικά της σύνορα.

Η λάθος εκτίμηση, εάν υπάρχει τέτοια, βρίσκεται στη μη σωστή ίσως εκτίμηση από πλευράς της ηγεσίας της, μίας παράλληλα και διαρκώς ανερχόμενης δύναμης. Της Κίνας. Κι ενώ οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις των δύο (τεράστιων από κάθε άποψη) χωρών, δείχνουν να βρίσκονται στο καλύτερό τους σημείο, εν τούτοις είναι η Κίνα αυτή που ήδη έχει και θα «έχει το πάνω χέρι» και την επόμενη ημέρα στις μεταξύ τους σχέσεις.

Η ανάδυση λοιπόν της νέας Ρωσίας του 21ου αι., και η δυναμική της επανεμφάνιση με την επίθεση-εισβολή της στην Ουκρανία, στο αμυντικό-στρατιωτικό γίγνεσθαι του σήμερα, ενώ έχει στοιχεία μιας «νέο-ψυχροπολεμικής εποχής», με την έννοια μιας αναβίωσης-συνέχειας των ετών μετά το τέλος του Β’ΠΠ, ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη μίας μετά-ψυχροπολεμικής εποχής. Μία ρήξη με το παρελθόν και όχι μία συνέχειά του.

Και αυτό, πρόκειται πλέον να επηρεάσει κάθε πτυχή της ζωής στον πλανήτη τα επόμενα χρόνια.


(photo από SLpress)