Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Δ’ : Αλβανία


Με τον χρόνο πλέον να πιέζει ασφυκτικά και τα γεγονότα να διαδέχονται το ένα το άλλο σε ρυθμούς -ακόμη και για τα Βαλκάνια- ασύλληπτα γρήγορους, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρουσιάσει κανείς τα δεδομένα μίας ανάλυσης που θα οδηγούσε σε άκρως απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις, που πρέπει να ληφθούν άμεσα, μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη.

Ωστόσο, το θέμα της Αλβανίας, ως μίας αναθεωρητικής δύναμης των Δυτικών Βαλκανίων, ανάλογη αυτής της Τουρκίας για την ευρύτερη περιοχή της Νότιας και Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί η σημασία που του αρμόζει.

Ως απλή ιστορική αναφορά, ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19ου αιώνα και άμεση σχέση με την, καταρρέουσα τότε, Οθωμανική αυτοκρατορία.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντγος ε.α. και πρώην Γεν. Δ/ντης του ΕΛΕΣΜΕ (νυν ΕΛΙΣΜΕ) Χρ. Αγγελόπουλος, «… λίγο πριν από την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, η Οθωμανική εξωτερική πολιτική διαβλέπουσα την αδυναμία της να διατηρήσει στο μέλλον τις Βαλκανικές κατακτήσεις της και προκειμένου να εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών, επιδίωξε την δημιουργία του Αλβανικού έθνους, δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον αλβανικό παράγοντα της περιοχής. Όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες ένα είδος «προτεκτοράτου» ελεγχόμενο από εκτουρκισθέντες “μουσουλμάνους Αλβανούς αδελφούς”, ήταν ότι το καλύτερο μπορούσε να επιδιώξει . Έτσι, τις παραμονές του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), με την ενθάρρυνση και ανοχή των Τούρκων αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας, συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η οργάνωση "Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα του Αλβανικού Έθνους" γνωστή ως "Λίγκα του Πρίζρεν" με έδρα την… Κωνσταντινούπολη. Κατά την διάρκεια δε του Συνεδρίου, παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά οι αντιπρόσωποι της Λίγκας ως παρατηρητές, ζητώντας την ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα Βιλαέτια Σκόδρας (περιελάμβανε αυτό των Σκοπίων), Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ένα "αυτόνομο" Βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Πύλης. Είναι φανερό ότι η περιοχή που καλύπτει το επιδιωκόμενο τότε να δημιουργηθεί αυτόνομο Βιλαέτι, στην ουσία οριοθετεί την, μέχρι και σήμερα, διεκδικούμενη Μεγάλη Αλβανία . Την περίοδο αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συγκεκριμενοποιήθηκε και ο Αλβανικός Αλυτρωτισμός και Μεγαλοϊδεατισμός, αφού η οριστικοποίηση των συνόρων με την Συνθήκη του Λονδίνου (το 1913), άφησε έξω τις περιοχές των “Αλβανών αδελφών” που κατά την αλβανική αντίληψη δικαιωματικά τους ανήκαν, δηλαδή Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Σκόπια και προς νότο την Ήπειρο, που έμειναν εκτός του νέου αλβανικού κράτους.
Έκτοτε οι Αλβανοί ουδέποτε συμβιβάσθηκαν με τα όρια που διεθνώς αναγνωρίσθηκαν με την σύσταση του Αλβανικού κράτους, υποστηρίζοντας ότι σε αυτά έπρεπε να συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα “αλβανικά εδάφη” όπως αυτά είχαν προβλεφθεί από την Λίγκα του Πρίζρεν το 1878
»

Στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι απόλυτα βέβαιο πως τα κεφάλαια της Ιστορίας που αφορούν στην οριοθέτηση συνόρων, παραμένουν όχι απλά ανοιχτά στα Βαλκάνια, ώστε αυτά να διατηρούν την «φήμη» τους, αλλά παράγουν διαρκώς γεγονότα που την επιβεβαιώνουν.

Και αν η εθνικιστική ρητορική -απ’ όλες τις πλευρές- στην πρώην Γιουγκοσλαβία, παρείχε το «τέλειο έδαφος» πάνω στο οποίο «στήθηκε» ο διαμελισμός της, είναι η Αλβανία εκείνη που, εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται έκτοτε, προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο τους αλυτρωτισμούς του παρελθόντος. Οι ανεξαρτησίες που ανακηρύχθηκαν από κράτη των Δυτικών Βαλκανίων με συμπαγείς Αλβανικούς πληθυσμούς στα εδάφη τους, ιδιαίτερα του Κοσόβου, «άνοιξαν -ξανά- τον ασκό του Αιόλου».

Η προσέγγιση δε, από πλευράς του επίσημου κράτους, είναι αρκετά προσεκτική, σε βαθμό… διάψευσης των «σεναρίων».

Ο σημερινός πρωθυπουργός Ε. Ράμα, σουνίτης μουσουλμάνος ο ίδιος (αν αυτό έχει κάποια σημασία), δεν χάνει ευκαιρία να διαψεύδει τα σενάρια περί «Μεγάλης» ή «Φυσικής Αλβανίας», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, παράλληλα όμως και με την ίδια άνεση, προχωρά σε κάθε δυνατή ενέργεια ώστε να τα ενισχύει.

«Η Αλβανία και το Κόσοβο θα έχουν κοινή εξωτερική πολιτική και όχι μόνο κοινές πρεσβείες και διπλωματικές αποστολές. Γιατί να μην έχουν και έναν πρόεδρο, ως σύμβολο της εθνικής ενότητας και της κοινής πολιτικής στην εθνική ασφάλεια; […]Το Κόσοβο και η Αλβανία, αν και τυπικά είναι δύο ξεχωριστές διοικητικές οντότητες, αποτελούν μέρος της ίδιας ιστορικής αφήγησης, ενός κοινού εθνικού συναισθήματος και εγγενούς πολιτικού συμφέροντος»

Η παραπάνω δήλωση, δεν ανήκει σε κάποιο μέλος ενός εθνικιστικού, με αλυτρωτικές βλέψεις, συλλόγου της Αλβανίας. Είναι δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα τον Φεβρουάριο του 2018, κατά την εορταστική συνεδρίαση της Βουλής του Κοσόβου, για την επέτειο των δέκα ετών από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Παραδέχθηκε όμως ότι «… για την ώρα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί η ιδέα αυτή, ωστόσο -πρόσθεσε- κάθε όνειρο είναι πραγματοποιήσιμο».

Έναν χρόνο περίπου αργότερα, τον Μάϊο του 2019, σε συνάντηση που είχαν στο περιθώριο της «Διαδικασίας Μπρντο-Μπριούνι» ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Ε. Ράμα και ο πρόεδρος του Κοσόβου Χ. Θάτσι (σουνίτης μουσουλμάνος επίσης), αποφάσισαν  να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες προς την κατεύθυνση της κατάργησης των συνόρων των δύο χωρών.
Το αντικείμενο της συζήτησης Ράμα-Θάτσι, αποκάλυψε με ανάρτηση του στο Facebook ο ίδιος ο πρόεδρος του Κοσόβου, αναφέροντας ότι «κατά τη συνάντηση εκφράστηκε η αναγκαιότητα πλήρους κατάργησης των συνόρων και η δημιουργία ενιαίου αλβανικού χώρου χωρίς σύνορα υπό την ευρώατλαντική ομπρέλα» (!).

Κάτι που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προέδρου της Σερβίας Α. Βούτσιτς, που συμμετείχε στις διαδικασίες του ίδιου διαλόγου «Μπρντο-Μπριούνι», ο οποίος χαρακτήρισε «ιδιαίτερα επικίνδυνη την ιδέα για ένωση όλων των Αλβανών», προειδοποιώντας παράλληλα πως κάθε ενέργεια προς την κατεύθυνση της εθνικής ενοποίησης των Αλβανών, θα αποτελούσε απειλή για την σταθερότητα στην περιοχή, με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας Ι. Ντάτσιτς να προχωρά ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας «Μπορεί να είμαστε μικροί ως λαός, αλλά δεν είμαστε ηλίθιοι»

Στον ίδιο κίνδυνο είχε αναφερθεί και ο πρόεδρος της αμέσως πιο ενδιαφερόμενης χώρας, μετά το Κόσοβο. «Τα σύνορα στα Βαλκάνια πρέπει να παραμείνουν ως έχουν. Κάθε διαπραγμάτευση για αλλαγή συνόρων ή -να μην δώσει ο Θεός- ανταλλαγή εδαφών και πληθυσμών, θα προκαλούσε φαινόμενο ντόμινο» είχε δηλώσει ο διάδοχος του Ιβάνοφ στην προεδρία των Σκοπίων, Στ. Πενταρόφσκι.

Οι δηλώσεις αυτές, ήταν αρκετές για να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά του Βερολίνου, έστω και προσχηματικά. Σε ψήφισμα των κυβερνητικών κομμάτων CDU/CSU και SPD τον Σεπτέμβριο του 2019, έθεταν σειρά προϋποθέσεων για να ανοίξει το πρώτο κεφάλαιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία, με ρητή μάλιστα αναφορά για άμεση παύση των αναφορών σε «πολιτικές δηλώσεις και φιλοδοξίες» στα Τίρανα για την δημιουργία μιας «Μεγάλης Αλβανίας» που θα συμπεριλαμβάνει τους αλβανικούς πληθυσμούς των γύρω χωρών. Αν αυτά δεν σταματήσουν «άμεσα», προειδοποιούσε το ψήφισμα, τότε θα διακόπτονταν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Ήταν ο Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν όμως (μαζί με την Ολλανδία και την Δανία) που «πάγωσε» τις ενταξιακές διεργασίες με την Αλβανία στην σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών έναν μήνα περίπου αργότερα, εκφράζοντας τις ανησυχίες του για το γεγονός πως «η Αλβανία είναι η δεύτερη σε κατάταξη χώρα από όπου έρχονται εκείνοι που ζητούν άσυλο στη Γαλλία», καταθέτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση της Γαλλίας για την αναμόρφωση της διαδικασίας εισδοχής νέων κρατών μελών, την οποία χαρακτήρισε «αναποτελεσματική» και «απογοητευτική».

Η αντίδραση των ΗΠΑ, αν και (επιφανειακά) ήπια, δεν άργησε να έρθει, αυτήν την φορά από τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα Τζ. Πάιατ, ο οποίος και χαρακτήρισε ως «ιστορικό λάθος» αυτήν την απόφαση, μιλώντας στην 4η Σύνοδο του Thessaloniki Summit, στις αρχές Νοεμβρίου και αφού είχε μεσολαβήσει η επίσημη επίσκεψη του Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα στην Ελλάδα και η συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, κρατώντας χαμηλούς τόνους για το θέμα και συμμεριζόμενος την άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, τόνισε ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, «εφόσον οι χώρες αυτές πληρούν τις ενταξιακές προϋποθέσεις».

Μία στάση όμως που «γκρίζαρε» έναν περίπου μήνα μετά, όταν σε συνέντευξή του στους Financial Times ο Έλληνας πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τη φράση «Ελπίζω πως το λάθος αυτό θα διορθωθεί» για το ζήτημα, αποκαλύπτοντας παράλληλα τις (όχι μόνον προσωπικές φυσικά) ανησυχίες του, αναφέροντας πως «… είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να μείνει ανοικτό το ευρωπαϊκό μονοπάτι για όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις απαιτήσεις…» για να συμπληρώσει εμφατικά πως «… αυτό δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, διαφορετικά αυτό το κενό θα καλυφθεί», αναφερόμενος σαφώς στην ρωσική παρέμβαση στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η αλήθεια είναι πως τα προβλήματα για τον Ε. Ράμα, είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά την επανεκλογή του το 2017 στην θέση του πρωθυπουργού. Προβλήματα που εντάθηκαν  στις αρχές του 2019, όταν ο Ράμα απέλυσε τον υπουργό εξωτερικών της χώρας Ντμίτιρ Μπουσάτι και προσπάθησε να διορίσει στην θέση του τον 28χρονο Γκέντ Τσακάι, Αλβανό από το Κόσοβο. Το διάταγμα διορισμού του Τσακάι αρνήθηκε να υπογράψει ο Πρόεδρος της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα, ισχυριζόμενος πως ο Τσακάι δεν είχε την απαραίτητη εμπειρία και ότι οι δημόσιες δηλώσεις του σχετικά με τα σύνορα του Κοσόβου ήταν απαράδεκτες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ράμα να αποφασίσει να αναλάβει ο ίδιος και το υπουργείο εξωτερικών της χώρας. Η σύγκρουση μεταξύ του πρωθυπουργού Ράμα και του Προέδρου Μέτα, πρώην συνοδοιπόρων στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αλβανίας, ήταν πλέον γεγονός.

Μία σύγκρουση που βρήκε την έκφρασή της και στην πολιτική αντιπαράθεση, όταν στα μέσα Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου ο Λουλζίμ Μπάσα, ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, δήλωσε ότι «οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος και των συμμάχων τους, αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις έδρες τους» για να προσθέσει ότι «η κυβέρνηση έχει νοθεύσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2017 και εμπλέκεται σε ποινικές υποθέσεις και υποθέσεις διαφθοράς», κατηγορώντας παράλληλα τον Ράμα για «συνέργεια με το οργανωμένο έγκλημα» και ότι «βύθισε τη χώρα στη διαφθορά και τη φτώχεια».

Έκτοτε, η Αλβανία εισήλθε σε μία περίοδο πολιτικής αναταραχής και ακραίας πόλωσης, με βίαιες διαδηλώσεις, κλείσιμο δρόμων και εθνικών οδών με οδοφράγματα, την διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών (τον περασμένο Ιούνιο) στις οποίες δεν συμμετείχε η αντιπολίτευση, είχε ακυρώσει ο Πρόεδρος της χώρας αλλά αυτές διεξήχθησαν κανονικά, με ποσοστό συμμετοχής όμως που κυμάνθηκε στο… 15%, την προσπάθεια καθαίρεσης του Προέδρου με την υπερψήφιση πρότασης μομφής εναντίον του από το κοινοβούλιο και την σύσταση ανακριτικής επιτροπής για την εξέταση της συνταγματικά νόμιμης συμπεριφοράς του, με την πλειοψηφία των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας (το οποίο δεν λειτουργεί) που θα εγκρίνει οποιαδήποτε απόφαση αυτής της επιτροπής, να ελέγχονται για εμπλοκή σε υποθέσεις διαφθοράς και την συνέχιση των εκατέρωθεν κατηγοριών μεταξύ του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης από την μία πλευρά και της ενωμένης αντιπολίτευσης και του Προέδρου από την άλλη, ενόψει μάλιστα των προσεχών βουλευτικών εκλογών του 2021, αλλά και της εκλογής νέου Προέδρου της χώρας έναν χρόνο αργότερα, από την Βουλή η οποία θα προκύψει.

Η μόνη ευχάριστη για την κυβέρνηση είδηση, ήρθε τον περασμένο Μάρτιο με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής (μέσω τηλεδιάσκεψης λόγω κορωνοϊού) των ηγετών της ΕΕ για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την χώρα, κάτι που προκάλεσε όχι μόνον την έκφραση… ευαρέσκειας εκ μέρους των ΗΠΑ, αλλά και την σύμφωνη γνώμη της Αλβανίας όσον αφορά στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας για τις παράνομες γεωτρήσεις της στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Γρήγορα όμως το χαμόγελο έδωσε και πάλι την θέση του στην απογοήτευση, όταν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, με μια τροπολογία που πρότεινε το Λαϊκό Ευρωπαϊκό Κόμμα, το Ευρωκοινοβούλιο μπλόκαρε και πάλι την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Η συγκεκριμένη τροπολογία απαιτεί να μην ξεκινήσουν οι συνομιλίες με τα όργανα της ΕΕ και την Αλβανική Κυβέρνηση, πριν εκπληρωθούν στην πράξη οι 15 όροι της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ του Μαρτίου. Όροι που βασικά είχαν απαιτηθεί απ’ τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Δανίας και της Ισπανίας, αλλά και την επιτυχή επιμονή της Ελλάδας ώστε στους όρους αυτούς να συμπεριλαμβάνονται και αυτοί που άμεσα αφορούν στην Ελληνική εθνική μειονότητα της Αλβανίας και τη βελτίωση του καθεστώτος της με την νομική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μελών της (αν και αυτό το σημείο θέλει πολύ μεγάλη προσοχή από την χώρα μας), κυρίως όμως αφορούν στην εξυγίανση του πολιτικού και δημοσίου βίου στην Αλβανία, διοικητική μεταρρύθμιση, αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, καταδίκη πολιτικών εμπλεκομένων σε αγοραπωλησία ψήφων, καταδίκη δικαστικών που φέρονται ως εμπλεκόμενοι σε ζητήματα διαφθοράς, εγγύηση της ελευθερίες λόγου και τύπου κ.α.

Αντανακλούν δηλαδή ως επί το πλείστον τα κριτήρια διεύρυνσης της Κοπεγχάγης, η στάθμη των οποίων είναι καταφανώς απροσπέλαστη -με τα σημερινά δεδομένα- από την Αλβανία.

Είχε προηγηθεί βέβαια τον Μάϊο η επικύρωση από το Αλβανικό κοινοβούλιο μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με την Τουρκία, ταυτόχρονα με ένα πρωτόκολλο οικονομικής βοήθειας από την Άγκυρα προς τα Τίρανα, με τον Ε. Ράμα έτοιμο πλέον να παραχωρήσει στον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την βάση Πασά Λιμάνι στον Αυλώνα για να την μετατρέψει σε ναύσταθμο το τουρκικό ναυτικό (όπως τουλάχιστον ανέφερε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εστία»), κάτι που ουσιαστικά δημιουργεί μία στενή σχέση εξάρτησης μεταξύ των δύο χωρών.

Οι σχέσεις όμως αυτές, θα αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου, πέμπτου μέρους αυτού του άρθρου.


Πηγές

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Γ΄: Το τετράγωνο Τίρανα-Πρίστινα-Ποντγκόριτσα-Σκόπια


Μία από τις συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία ίσως δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε, είναι η ενίσχυση του Αλβανικού εθνικισμού στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.

Πριν ακόμη την υπογραφή της Συμφωνίας, ήταν γνωστό ότι η κυβέρνηση Ζάεφ, δεν θα υπήρχε εάν δεν είχε τη στήριξη των αλβανικών κομμάτων της χώρας. Μετά τη Συμφωνία, η στήριξή τους (όχι χωρίς σημαντικά ανταλλάγματα), τόσο κατά την διάρκεια του δημοψηφίσματος, όσο και -κυρίως- κατά την κρίσιμη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, μετατράπηκε σε λόγο ύπαρξης του πολιτικού μέλλοντος του ίδιου του Ζάεφ, αλλά και παράγοντας σταθερότητας (ή όχι) της ίδιας της χώρας. Τα γεγονότα άλλωστε που οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας της Οχρίδας το 2001, δεν άφηναν καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Σύμφωνα δε με κάποια δημοσιεύματα, όταν ήρθε στην εξουσία ο Ζάεφ, ιδρύθηκε στην χώρα η Αλβανική Πλατφόρμα, με ένα κείμενο το οποίο υπογράφηκε το 2017 και έθεσε τα θεμέλια ενός συνασπισμού των αλβανικών κομμάτων, με σκοπό την ένταξή τους στη νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, και στόχο την σημαντική αύξηση των, ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένων, δικαιωμάτων τους.

Σήμερα, λίγα μόλις χρόνια μετά, η αλβανική μειονότητα στην γειτονική χώρα («κοινότητα» κατά το Σύνταγμά της), ουσιαστικά λαμβάνει τις πιο καθοριστικές γεωπολιτικές αποφάσεις, όσον αφορά στη θέση και το μέλλον της στην ευρύτερη περιοχή.

Ο Αλβανός πρωθυπουργός, και όσοι τον στηρίζουν, είχαν και έχουν κάθε λόγο να νιώθουν απόλυτα ικανοποιημένοι.

Και πώς όχι! Λίγους μόλις μήνες μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, τον Δεκέμβριο του 2018, Αλβανία και Κόσοβο υπέγραφαν συμφωνία για κοινό σημείο ελέγχου στα σύνορά τους, με τον Αλβανό υπουργό Εσωτερικών να δηλώνει, μεταξύ άλλων, πως «… εργαζόμαστε για την πλήρη εξάλειψη των συνόρων», τον πρωθυπουργό του Κοσόβου Ρ. Χαραντινάι να απαντά  πως «… ξεκινήσαμε την από κοινού διαχείριση των συνόρων της Αλβανίας με το Κόσοβο, οπότε δεν έχουμε ακόμη καταργήσει τα σύνορα μας» και τον Αλβανό πρωθυπουργό, που δεν είχε παραστεί στην εκδήλωση, να στέλνει το μήνυμά του αναφέροντας  «…μόνο όταν καταργήσουμε εξολοκλήρου τα σύνορα μεταξύ μας θα έχουμε πετύχει τον στόχο μας».

Ο αλβανικός τύπος και ειδικότερα η εφημερίδα Koha Ditore, τον Φεβρουάριο του 2019, δημοσίευσε αντίγραφο του (λεγόμενου) τελικού σχεδίου της συμφωνίας Κοσόβου-Αλβανίας, το οποίο ονομάστηκε «μινι Σένγκεν». Το έγγραφο, που περιείχε περισσότερες από 50 σελίδες, άρχιζε με ένα προοίμιο που ασχολείται  με την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων και την εισαγωγή των θεωρήσεων για λογαριασμό τρίτων, καθώς και  διατάξεις που αφορούν στην εμπορευματική κίνηση.

Μία… ανάλογη «μίνι Σένγκεν» άλλωστε μεταξύ των χωρών των δυτικών Βαλκανίων, με σκοπό την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και αγαθών, και στόχο να δοθεί ώθηση στο εμπόριο και τις επενδύσεις, συζητείται ήδη μεταξύ των χωρών της περιοχής (έχουν υπάρξει ήδη τρεις συναντήσεις κορυφής μεταξύ των ηγετών αυτών των χωρών, με την πιο πρόσφατη τον Δεκέμβριο του 2019) και, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έ. Ράμα, η ΕΕ στηρίζει αυτό το σχέδιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει να χορηγήσει 1,2 δις. ευρώ στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ώστε να τις βοηθήσει να εφαρμόσουν τις μεταξύ τους συμφωνίες. Να προέκυψε άραγε αυτή η «ανάγκη» λόγω των ισχυρών ενδείξεων για την «επιχειρηματική εισβολή» της Κίνας στην περιοχή, μέσω του «One road, One belt»;

Σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση συζήτησης συνόρων στην ευρύτερη περιοχή μας.

Μία μακρά συζήτηση (από το 2012) μεταξύ Κοσόβου και Μαυροβουνίου για το θέμα, ολοκληρώθηκε επεισοδιακά στην Βουλή του Κοσόβου, τον Μάρτιο του 2018.
Το Μαυροβούνιο είχε επικυρώσει την εισήγηση-συμφωνία μιας κοινής διακρατικής επιτροπής από Μαυροβούνιους και Κοσοβάρους, με την συμμετοχή και Αμερικανών εμπειρογνωμόνων, ήδη από το 2015. Ρόλο σε αυτό, έπαιξε το γεγονός της στήριξης αυτής της συμφωνίας από την μικρή (μόλις 5% του συνολικού πληθυσμού) αλλά πολύ ισχυρή αλβανική κοινότητα του Μαυροβουνίου, η οποία, μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων της, είναι παρούσα σε όλες τις κυβερνητικές δομές, από την κυβέρνηση μέχρι τις δημοτικές αρχές, κατέχοντας διάφορες υπουργικές θέσεις και επηρεάζοντας σημαντικά την εξωτερική πολιτική του Μαυροβουνίου.

Άλλωστε το Αλβανικό Φόρουμ , ένας συνασπισμός από τα κορυφαία αλβανικά κόμματα στο Μαυροβούνιο, δε χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίζει στην κυβέρνηση της Ποντγκόριτσα, πως χρωστάει στους Αλβανούς την ανεξαρτησία της χώρας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Στο Κόσοβο όμως, η συμφωνία παρέμενε «στο συρτάρι» καθώς, δεν υπήρχε περίπτωση να «περάσει» από το κοινοβούλιο της χώρας μιας και, μια διαφιλονικούμενη έκταση 80.000 στρεμμάτων στα σύνορα των δύο χωρών, που ανήκει στο Μαυροβούνιο, προκαλούσε εξάρσεις εθνικισμού από συγκεκριμένα κόμματα του Κοσόβου, τόσο της συμπολίτευσης, όσο και της αντιπολίτευσης. Στη συμφωνία δε, αντιδρούσε και ο ίδιος ο (μέχρι πρότινος) πρωθυπουργός Ρ. Χαραντινάι.

Κι όταν τον Νοέμβριο του 2017, έγινε εμφανές το αδιέξοδο, μία ανακοίνωση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Πρίστινα, η οποία ανέφερε ότι «Η καθυστέρηση στην διαδικασία επικύρωσης θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις του Κοσόβου με τις γειτονικές χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση και οδηγεί στην απομόνωση», αλλά και οι πιέσεις από την Ε.Ε. για την σημαντική καθυστέρηση στο καθεστώς θεωρήσεων visa των Κοσοβάρων πολιτών, ήταν αρκετές για να «περάσει» τελικά η συμφωνία από την Βουλή του Κοσόβου, έστω και εν μέσω… δακρυγόνων!

Και οι συνοριακές διαφορές του, μη αναγνωρισμένου ακόμη από την Ελλάδα, Κοσόβου, δεν σταματούν εδώ.

Όπως ανέφερε δημοσίευμα της Deutsche Welle το 2018, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας, διήρκεσαν πάνω από 7 χρόνια. Και μάλιστα όχι στο Βελιγράδι ή στην Πρίστινα, αλλά στις Βρυξέλλες. Στόχος, η ειρηνική λύση μιας διαφοράς που κρατά εδώ και δεκαετίες. Δέλεαρ, η αναγνώριση του Κοσόβου από το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών και η επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων για την είσοδο του συνόλου (πλέον) των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ιδέα είναι τμήμα του Βόρειου Κοσόβου, που κατοικείται από Σέρβους, να συνδεθεί με τη Σερβία, με αντάλλαγμα την κοιλάδα του Πρέσεβο της νότιας Σερβίας, που κατοικείται κυρίως από Αλβανούς, η οποία θα ενσωματωθεί στο Κόσοβο. Μία… ανταλλαγή εδαφών δηλαδή.

Συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές βάσεις τους στο Κόσοβο, υποστηρίζουν αυτήν την ιδέα εδώ και χρόνια.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν μιλάμε για τα Βαλκάνια;
Η ανταλλαγή εδαφών μεταξύ δύο κρατών με εκατέρωθεν συμπαγείς εθνικές πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούν σε αυτές, είναι μόνο το ένα κριτήριο. Στα εδάφη αυτά, περιλαμβάνονται βιομηχανικοί πόροι και πολιτιστικά μνημεία. Το Κόσοβο αποτελεί «το λίκνο των ιερών και οσίων» του σερβικού λαού, κάτι που προκαλεί τα εθνικά αισθήματα των Σέρβων και τον, δικαιολογημένο ως έναν βαθμό, φόβο τους για πιθανή απώλεια ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών. Για να υπάρξει δε αυτή η ανταλλαγή, θα πρέπει πρώτα η Σερβία να αναγνωρίσει (και) νομικά ως κρατική οντότητα το Κόσοβο. 
Κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο, είναι οι Κοσοβάροι ηγέτες που κατά καιρούς έχουν εκφράσει τις έντονες αντιρρήσεις τους.

Μία τέτοια δε λύση, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, θα μπορούσε να δυναμιτίσει την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή, ξυπνώντας εφιάλτες από το παρελθόν. Σέρβοι σκληροπυρηνικοί στη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας (μία από τις δύο πολιτικές οντότητες που αποτελούν το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης), δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα προσάρτησής τους στην Σερβία. Το ίδιο ισχύει και για τους Κροάτες εθνικιστές στη δυτική Ερζεγοβίνη, που θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο με την Κροατία. Οι δε κυβερνήσεις στα Σκόπια και την Ποντγκόριτσα, παρακολουθούν τις εξελίξεις με έκδηλη αγωνία για τα δικά τους πολυεθνικά κράτη.

Η γερμανική κυβέρνηση και κυρίως η Άγκελα Μέρκελ, αντιδρούν με σκεπτικισμό. Όπως και πολλές από τις χώρες της Ε.Ε. στις οποίες κατοικούν μειονότητες και δεν έχουν αναγνωρίσει (ακόμη) το Κόσοβο ως κρατική οντότητα.

Το όλο ζήτημα, ήλθε να περιπλέξει η κλήση τόσο του προέδρου του Κοσόβου Χ. Θάτσι, όσο και του πρωθυπουργού Ρ. Χαραντινάι, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ως κατηγορουμένων για εγκλήματα του UCK εναντίον του σερβικού πληθυσμού στον εμφύλιο του Κοσόβου. Η παραίτηση του Χαραντινάι από την πρωθυπουργία, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο (έστω και… προσχηματική), και η αναβολή (και τελικά ακύρωση) των συνομιλιών που επρόκειτο να γίνουν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου (μάλιστα στις… ΗΠΑ), μεταξύ των ηγετών Σερβίας και Κοσόβου (Βούτσιτς και Θάτσι ο οποίος συνοδευόταν από τον νέο πρωθυπουργό Α. Χότι), υπογραμμίζουν όχι απλά την δυσκολία επίλυσης ενός ζητήματος που (κανονικά θα έπρεπε να) απασχολεί το σύνολο των χωρών της Βαλκανικής, αλλά αναδεικνύουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, τόσο το εξαιρετικά αυξημένο ενδιαφέρον του «Διεθνούς παράγοντα» για την περιοχή (από Ουάσιγκτον και Μόσχα, μέχρι το Πεκίνο), όσο και τα, εντός ή και (κυρίως) εκτός προσκηνίου, «παιχνίδια» όσων έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν. Και δεν πτοούνται από την όποια υπογραφή, της όποιας Συμφωνίας, που παρουσιάσθηκε ως «καταλυτικός παράγοντας για την εξάλειψη των σχεδίων τους».

Έχει εκφραστεί και υποστηριχθεί άλλωστε η άποψη πως, με την σχεδιαζόμενη ανταλλαγή εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, διευκολύνεται η δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.

Αλλά αυτό, είναι ένα θέμα το οποίο θα απασχολήσει την επόμενη συνέχεια αυτού του άρθρου.


Πηγές