Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Ακτή Καλαμίτσας. Ένα κοινωνικό, πολιτικό και νομικό ζήτημα

 

Ακτή Καλαμίτσας. Ένα κοινωνικό, πολιτικό και νομικό ζήτημα που απασχολεί έντονα την τοπική κοινωνία. Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της; Ποιος ο διαχειριστής της; Ποιοι μπορούν να τη χρησιμοποιούν και υπό ποιες προϋποθέσεις;

Εάν γυρνούσαμε τον χρόνο αρκετά πίσω, στις δεκαετίες μέχρι και αυτή του ’80 θα αντιλαμβανόμασταν ότι αυτά τα ζητήματα δεν μας απασχολούσαν καθόλου. Από τη δεκαετία του ’90 όμως και μετά (1981-1990) το ζήτημα άρχισε να αποκτά έντονα τον νομικό του χαρακτήρα.

Τι εννοούμε όμως με την έννοια «παραλία»; Την άμμο και τη θάλασσα; Τις εγκαταστάσεις πέρα από αυτά που εξυπηρετούν όσους τα χρησιμοποιούν; Και τα δύο; Κι εδώ πλέον το νομικό ζήτημα είναι το μόνο που δίνει απαντήσεις.

Σύμφωνα με το ν. 2971/2001 (ΦΕΚ Α΄285) η έννοια της παραλίας είναι νομικά προσδιορισμένη και διακριτή από αυτήν του αιγιαλού. Αιγιαλός είναι η ζώνη ξηράς (πχ η άμμος) που βρέχεται από τη θάλασσα μέχρι εκεί που «σκάει» το κύμα κατά τη μεγαλύτερη έκτασή του (πχ τον χειμώνα). Παραλία είναι η ξηρά που προστίθεται στον αιγιαλό και πέραν αυτού για την εξυπηρέτηση της επικοινωνίας της ξηράς με τη θάλασσα. Η παραλία είναι ένα διοικητικό-τεχνητό όριο που καθορίζεται (οριοθετείται) με διοικητική πράξη. Σύμφωνα δε με τον ίδιο νόμο (Αρ. 1-3) τόσο ο αιγιαλός όσο και η παραλία ανήκουν κατά κυριότητα στο δημόσιο, η δε πρόσβαση και χρήση τους είναι ελεύθερη και ακώλυτη από όλους.

Τι γίνεται όμως με εγκαταστάσεις που έχουν χτιστεί στην παραλία;

Αρχικά και από τη στιγμή που η πρόσβαση και η χρήση της είναι ελεύθερη και ακώλυτη, οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή σε αυτή απαγορεύεται. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ιδιωτική ή εμπορική μόνιμη εγκατάσταση (πχ εστιατόριο, καφετέρια κλπ) είναι παράνομη και πρέπει να κατεδαφιστεί. Το δημόσιο μπορεί όμως να παραχωρήσει προσωρινά, με αντάλλαγμα και με αυστηρούς όρους τη χρήση του αιγιαλού και της παραλίας σε ιδιώτες για την τοποθέτηση μη μόνιμων κατασκευών όπως ομπρέλες, ξαπλώστρες, καντίνες κλπ. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση απαγορεύεται η περίφραξή τους έτσι ώστε να διατηρείται το καθεστώς της ελεύθερης και ακώλυτης χρήσης τους από όλους.

Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν μόνιμες κατασκευές, όπως πχ αποδυτήρια, τουαλέτες αλλά και αναψυκτήρια που έχουν ανεγερθεί με άδεια. Εδώ το δημόσιο -το οποία σε αρκετές περιπτώσεις είναι αυτό που τις ανεγείρει- απλά «ανέχεται» αυτές τις κατασκευές καθώς θεωρείται ότι εξυπηρετούν κοινωφελείς σκοπούς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω, προσαρμοσμένων στην ελληνική πραγματικότητα, αποτελεί η ακτή της Καλαμίτσας, καθώς ο ΕΟΤ ήταν αυτός που στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 (1971-1980) ανήγειρε αποδυτήρια, καταστήματα εστίασης και αναψυκτήρια, τοποθέτησε ομπρέλες και καθίσματα, ταυτόχρονα όμως έβαλε και εισιτήριο για την πρόσβαση αφήνοντας ένα μικρό μέρος της ακτής προς ελεύθερη χρήση στην ανατολική της πλευρά (προς το γνωστό ξενοδοχείο) οριοθετώντας το μάλιστα με… συρματόπλεγμα το οποίο έφτανε (και έμπαινε) στη θάλασσα.

Και κάπου εδώ ξεκινούν (αν και υπαρκτά διαχρονικά) το κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα της περίπτωσης.

Μία πολιτική απόφαση υπό το πρίσμα ενός οράματος για την τουριστική ανάπτυξη της χώρας που ξεκίνησε έντονα στις δεκαετίες του ΄60 και του ’70 (1951-1970), επέβαλε την αξιοποίηση και ανάπτυξη των προς εκμετάλλευση παραλιών της χώρας. Η (δεύτερη) δημιουργία του ΕΟΤ το 1951, η έντονη δραστηριοποίησή του στον τομέα αλλά και οι εξαιρετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας (κυμαίνονταν από 7%-10% τότε) αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την αξιοποίηση και της ακτής της Καλαμίτσας. Η μη κοινωνικά αποδεκτή όμως κατάσταση που είχε δημιουργηθεί (με την επιβολή εισιτηρίου) αλλά και η αλλαγή του πολιτικού κλίματος της εποχής, εξομαλύνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν ο ΕΟΤ με μία σύμβαση το 1985 παραχώρησε προς χρήση και για 30 χρόνια την ακτή στον δήμο Καβάλας, ο οποίος κατήργησε το εισιτήριο και παρέδωσε την ακτή και τις κοινόχρηστες εγκαταστάσεις της προς ελεύθερη χρήση στους πολίτες.

Τα τελευταία όμως χρόνια της σύμβασης όπως και η λήξη της το 2015 συνέπεσαν με τη δύσκολη περίοδο της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα. Έτσι η ΕΤΑΔ, ως διάδοχος του ΕΟΤ στα δικαιώματα κυριότητας και διαχείρισης της ακτής, απέφευγε (και αποφεύγει) συστηματικά την ανανέωση της σύμβασης. Ως Ανώνυμη Εταιρία, λειτουργώντας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και θυγατρική της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερταμείο), επιδιώκει τη «βέλτιστη αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται ή περιέρχονται στο χαρτοφυλάκιό της». Με δυο λόγια οι επικεφαλής της  ελέγχονται για τα οικονομικά τους αποτελέσματα και όχι για τις κοινωνικές τους ευαισθησίες. Κατά συνέπεια, η «γλώσσα» που καταλαβαίνουν έχει καθαρά οικονομοτεχνικές έννοιες όπως «μίσθωμα» και «ανάπτυξη». Και αυτό ήταν ήδη γνωστό από το 2015.

Πέρα λοιπόν από το (ξεκαθαρισμένο κατά τη γνώμη μου) ιδιοκτησιακό καθεστώς της ακτής, αλλά και τη δεδομένη ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση των πολιτών σε αυτή, την πάντα υπαρκτή πολιτική διάσταση στο ζήτημα των αποφάσεων που την αφορούν αλλά και την κοινωνική οπτική που θα έπρεπε να τις επηρεάζει, αυτό που έλειψε την δεκαετία από το 2015 μέχρι και σήμερα είναι η συνεννόηση σε μία κοινή γλώσσα που κατανοούν και οι δύο πλευρές. Της ΕΤΑΔ και του δήμου. Και η γλώσσα αυτή, πέραν των παραπάνω εννοιών, περιλαμβάνει και εργαλεία όπως πχ το «master plan» και οι «οικονομοτεχνικές μελέτες». Αμέσως όμως προκύπτουν επιπλέον παράγοντες προς εξέταση όπως: Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτά, χωρίς να είναι βέβαια η αίσια κατάληξη των ενεργειών; Πόσο νόμιμο είναι να εγκριθούν δαπάνες για εκτάσεις που δεν ανήκουν -καθ’ οιονδήποτε τρόπο- στον δήμο; Ποιο το πολιτικό κόστος της παράταξης που ηγείται και θα αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία κλπ

Πόσο πιο γρήγορη και εύκολη όμως θα ήταν μια συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών εάν υπήρχαν πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης οι μελέτες που θα διαμόρφωναν ένα στρατηγικό μεσο-μακροπρόθεσμο σχέδιο εκμετάλλευσης της ακτής; Γιατί σήμερα να εξαντλούμαστε αποκλειστικά και μόνο στο ποιο θα είναι το μίσθωμά της; Και με ποια κριτήρια αυτό προτείνεται ή γίνεται αποδεκτό και είναι σίγουρο ότι θα μπορεί να καταβάλλεται;

Καταληκτικά και ορθολογικά εκφραζόμενοι, ο αιγιαλός και η παραλία της Καλαμίτσας ανήκε και ανήκει στους πολίτες που μπορούν να την χρησιμοποιούν ελεύθερα. Οι όποιες εγκαταστάσεις πάνω σε αυτή διατηρηθούν και όσες άλλες γίνουν, κοινωφελείς ή όχι, θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε ένα ολιστικό και συγκεκριμένο σχέδιο αξιοποίησής τους, με στόχο τόσο την επίτευξη ενός κοινωνικά αλλά και οικονομικά θετικού αποτελέσματος, που όχι μόνο θα προσφέρει θέσεις εργασίας, αλλά θα συμβάλλει και στην περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής αλλά και του δήμου γενικά. Ίσως δε αυτή η προοπτική να δίνει και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που προηγήθηκαν.

Το ίδιο ακριβώς «μοντέλο» προσέγγισης θα πρέπει φυσικά να ακολουθηθεί και για το σύνολο των άλλων κτιρίων ή/και εγκαταστάσεων που διεκδικεί ο δήμος. Οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια στα περιοριστικά πλαίσια ενός αποδεκτού ή όχι μισθώματος, χωρίς την επιβαλλόμενη ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων αλλά και ευκαιριών που παρουσιάζουν τα συγκεκριμένα ζητήματα, είναι κατά τη γνώμη μου καταδικασμένη να αποτύχει σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

 

Πηγές

https://www.kavalanews.gr/52147-akti-kalamitsa-otan-eot-egkainiaze-plaz-miso-aiona-prin.html

https://www.kavalapost.gr/apopseis/279725/12-erotiseis-kai-apantiseis-gia-tin-kalamitsa-apo-ton-kosti-simitsi/

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%B8%CE%B1%CF%8D%CE%BC%CE%B1

https://hppc.gr/

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Μια κοινωνία των ατόμων

 

  Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που η φράση «έχουμε χάσει πλέον κάθε μέτρο» έχει γραφεί και ακουστεί στην καθημερινότητα όλων μας. Επειδή όμως η επανάληψη είναι η «μητέρα πάσης μαθήσεως» και οι αφορμές πολλές ας την ξαναθυμηθούμε, προσπαθώντας παράλληλα να εξηγήσουμε τα «γιατί».

  Ωράριο κοινής ησυχίας και τήρησή του λοιπόν.

  Αρχικά, η τήρηση του ωραρίου κοινής ησυχίας ρυθμίζεται από την αστυνομική διάταξη 3/1995 (ΦΕΚ Β 15/1996), η οποία και διαχωρίζει αυτό το ωράριο σε ώρες μεσημβρινής και νυχτερινής κοινής ησυχίας, κατά τη θερινή και τη χειμερινή περίοδο (από 15:00 έως 17:30 και 23:00 έως 07:00, και από 15:30 έως 17:30 και 22:00 έως 07:30 αντίστοιχα). Οι παραβάτες -κατόπιν καταγγελίας- διώκονται με τη διαδικασία του αυτόφωρου και τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 § 6 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ Α 152/1984) με φυλάκιση ή χρηματική ποινή.

  Η κανονιστική ρύθμιση δηλαδή ισχύει εδώ και δεκαετίες. Τι άλλαξε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και ξαφνικά δημιουργείται θέμα σχεδόν κάθε φορά που υπάρχει παραβίαση του ωραρίου, κυρίως τις νυχτερινές ώρες;

  Δυστυχώς αρκετά και όχι προς το καλύτερο. Θα ξεκινήσω από το γεγονός του σεβασμού. Του σεβασμού γενικά και όχι μόνο προς τα δικαιώματα των άλλων. Μία έλλειψη σεβασμού η «διδαχή» του οποίου ξεκινά από τα σχολικά ακόμη χρόνια με την ανοχή, αν όχι καθοδήγηση, των γονέων. Μια έλλειψη σεβασμού που σε συνδυασμό με έναν άκρατο δικαιωματισμό τείνει να καταλάβει κάθε πτυχή του κοινωνικού μας βίου. Από το ντύσιμο και τη συμπεριφορά στο σχολείο, μέχρι τη λεκτική και όχι μόνο βία έναντι όλων.

  Με την εδραίωση δε των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως… αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινότητάς μας, το φαινόμενο της λεκτικής βίας πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Και μάλιστα επί παντός επιστητού. Πώς αλλιώς άλλωστε εφόσον η «μαθητεία» μας στις τηλεοπτικές οθόνες, όπου κάθε δημοσιογράφος ή απλός εκφωνητής γίνεται σεισμολόγος, χημικός μηχανικός, ιατροδικαστής ή ότι άλλο, μας έμαθε πως αυτό που μετρά είναι η γνώμη μας, ανεξάρτητα από το εάν μπορούμε να την τεκμηριώσουμε ή όχι. Ποιος ασχολείται άλλωστε; Αρκεί να ακουστεί. Κι όποιος διαφωνεί -επιεικώς- «ας πάει να κουρεύεται»!

  Δικαίως; Για κάποιον εξωφρενικό ίσως λόγο, ναι!

  Γιατί αυτή η γνώμη δεν είναι τίποτε άλλο από το «προϊόν» ενός θυμού. Ενός θυμού που «γεννήθηκε» στα χρόνια των διαδοχικών κρίσεων από το 2010 και μετά. Ενός θυμού που «ανδρωνόταν» παράλληλα με ένα κύμα δικαιωματισμού που διαδέχθηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης (τουλάχιστον στη χώρα μας) και ξέσπασε ως αντίδραση ενάντια στις απαγορεύσεις, τους εξαναγκασμούς και τις ανάγκες της μεταναστευτικής, της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης.

  Και σαν να μην έφταναν αυτά, για να επανέρθουμε στο έναυσμα αυτού του κειμένου, ήρθε η έκρηξη των αφίξεων τουριστών στη χώρα. Από τα 12,4 εκ. το 2000, φτάσαμε στα 30,6 εκ. το 2024!

  Μία χώρα και οι πολίτες της δηλαδή που από το 2010 επιβιώνουν εν μέσω διαδοχικών κρίσεων, που διαμορφώνουν τελικά και την ψυχολογία, αν όχι τον χαρακτήρα τους, καλείται να καλύψει και τις ανάγκες διασκέδασης ή/και χαλάρωσης 31 -περίπου- εκατομμυρίων επισκεπτών, με εμφανώς ελλιπείς υποδομές και κάκιστη οργάνωση, αλλά με άκρατη διάθεση για κριτική και σχεδόν πάντα υπό την επήρεια μιας «ευκαιρίας για αρπαχτή».

  Εάν προσθέσετε σε όλα τα παραπάνω και την από ανέκαθεν ροπή μας προς τη διασκέδαση με κάθε αφορμή, που μετά τις διαδοχικές κρίσεις γίνεται ακόμη εντονότερη, αλλά και την πληθώρα των πολιτιστικών, εξωραϊστικών, ποδοσφαιρικών ή άλλων συλλόγων που τους θερινούς μήνες διοργανώνουν τις εκδηλώσεις τους σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους, το μείγμα δεν μπορεί παρά μοιάζει με τις δραστηριότητες του μάγματος λίγο πριν την έκρηξη του ηφαιστείου.

  Ναι λοιπόν. Έχουμε χάσει κάθε «αίσθηση του μέτρου». Λόγω έλλειψης σεβασμού προς τον ίδιο μας -τελικά- τον εαυτό. Λόγω των στριμωγμένων δικαιωμάτων μας που μας κάνουν να ξεχνάμε εντελώς τις υποχρεώσεις μας. Και θυμώνουμε. Και θυμωμένοι εκφράζουμε τη γνώμη μας, όποια κι αν είναι, ό,τι κι αν αφορά. Μάθαμε πως τα δικαιώματά μας υπερισχύουν έναντι όλων. Φωνασκώντας διασκεδάζουμε κι όταν χαλαρώνουμε κανείς δεν έχει δικαίωμα να μας ενοχλήσει. Ανεξάρτητα από κάθε νόμο, από κάθε κοινωνική -βρε αδερφέ- υποχρέωση.

  Κι έτσι πορευόμαστε. Σε μια κοινωνία των ατόμων που δεν αποτελούν σύνολο, αλλά ξεχωριστές μονάδες. Χωρίς καθήκοντα, χωρίς υποχρεώσεις.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Εντός, Εκτός και… επί του πεδίου

 

  Έχουν περάσει είκοσι περίπου μήνες από την υπογραφή της “Διακήρυξης των Αθηνών” από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και τον πρόεδρο της Τουρκίας. Μιας Διακήρυξης που -με κάθε ευκαιρία- η Τουρκία φρόντισε να αποδείξει πως σέβεται μόνο εκείνα τα σημεία της που δεν αποδυναμώνουν τις αναθεωρητικές και επεκτατικές της βλέψεις. Όπως πχ η αναφορά στο προοίμιο πως «οι σχέσεις καλής γειτονίας» και το «πνεύμα αλληλεγγύης», δεν θίγουν τις «νομικές θέσεις» της. Όσο μπορεί να χαρακτηριστεί δηλαδή ως «νομική θέση» της η… «Γαλάζια πατρίδα». Ένα επικοινωνιακού χαρακτήρα «πυροτέχνημα» λοιπόν που δεν έχει καμία νομική ισχύ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην καταληκτική της παράγραφο.

  Θα μπορούσε κανείς σε αυτό το σημείο να σκεφτεί πως τίποτε δεν άλλαξε. Η Τουρκία εξακολουθεί να υποστηρίζει με κάθε μέσο και τρόπο τις αναθεωρητικές και επεκτατικές της βλέψεις, ενώ η χώρα μας διολισθαίνει όλο και περισσότερο σε μία απόλυτα εξαρτώμενη από τα συμμαχικά συμφέροντα εξωτερική πολιτική.

  Το ζήτημα όμως αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον αν συνδυαστεί με τις τρέχουσες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.

  Αν το -με σχετική βεβαιότητα- απολυταρχικό καθεστώς της Τουρκίας μπορεί με ευκολία να φυλακίζει πολιτικούς αντιπάλους, να περιορίζει τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να «απορροφά» τους πολιτικούς κραδασμούς από την κριτική της αντιπολίτευσης, η κατάσταση στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδας δεν είναι η ίδια.

  Η ελληνική κυβέρνηση μαστίζεται από αλλεπάλληλα σκάνδαλα, τα οποία ξεπερνούν πλέον τις περιπτώσεις της κακοδιαχείρισης ή της παράβασης καθήκοντος. Με τα μάτια της ευρωπαϊκής εισαγγελίας -και όχι μόνο- καρφωμένα στη χώρα, ο μόνος λόγος παραμονής της στην εξουσία παραμένει η κατακερματισμένη κι επίσης αναξιόπιστη αντιπολίτευση. Παράλληλα, η απαξίωση -το λιγότερο- των θεσμών στους οποίους στηρίζεται η δημοκρατική λειτουργία και το κράτος δικαίου, τείνουν να ομοιάσουν με την κατάσταση στην Τουρκία.

  Οι εσωτερικοί πολιτικοί κραδασμοί, όχι τόσο έντονοι στη γείτονα όσο στην Ελλάδα, δεν δείχνουν -προς το παρόν- σημάδια αποσταθεροποίησης. Οι διαφορές τους όμως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, επηρεάζουν άμεσα τόσο την εσωτερική τους κατάσταση, όσο -και ίσως κυρίως- τα συμφέροντα διεθνών παικτών στην ευρύτερη περιοχή.

  Οι σχεδιασμοί με επίκεντρο τη Νότια και Ανατολική Μεσόγειο (EuroAsia Interconnector, IMEC κλπ), εμπλέκουν στο παίγνιο ισχυρά συμφέροντα, που έχει έρθει πλέον ο καιρός να υλοποιήσουν τις επενδύσεις τους. Κάτι που ίσως εξηγεί και την ταυτόχρονη έναρξη συγκρούσεων στην περιοχή που υπέβοσκαν εδώ και δεκαετίες. Κι εάν κάτι κρίνεται ως απολύτως απαραίτητο για την υλοποίησή τους, είναι μία ελεγχόμενη κατάσταση ηρεμίας και ασφάλειας που θα προκύψει «την επόμενη μέρα».

  Με βάση όλα τα παραπάνω λοιπόν, οι ελληνοτουρκικές διαφορές στην περιοχή έχουν τεθεί υπό το έντονο βλέμμα διεθνών παραγόντων, που δεν αποκλείεται να θέσουν σε εφαρμογή τους σχεδιασμούς τους για την εξασφάλιση και διατήρηση αυτής της κατάστασης.

  Κι εάν η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία, δείχνει να μπορεί να ελεγχθεί από το Ερντογανικό καθεστώς, οποιαδήποτε αποσταθεροποίηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, εάν από αυτή δεν προκύψει άμεσα μια αξιόπιστη, ισχυρή και με καθολική κοινωνική αποδοχή διάδοχη κατάσταση, μόνο εθνικές ήττες μπορεί να φέρει.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Δημόσια κριτική και μόνο;


   Μία από τις σημαντικότερες σε πολιτικό επίπεδο περιόδους διανύει η χώρα μας τους τελευταίους μήνες. Τόσο η εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, όσο και η αναζωπύρωση του κοινωνικού ενδιαφέροντος για το δυστύχημα των Τεμπών, δημιουργούν μια κατάσταση ανησυχίας για τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, και ταυτόχρονα εν δυνάμει ανατροπών στην εσωτερική πολιτική σκηνή.

  Σε αυτές ακριβώς τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, όταν μάλιστα συνυπάρχουν με μία διάθεση απαξίωσης των πολιτών προς ουσιώδεις θεσμούς της Πολιτείας αλλά και ενός αισθήματος έλλειψης πολιτικής εκπροσώπησης, δημιουργούνται οι συνθήκες για τη γέννηση νέων πολιτικών δυνάμεων. Τέτοιων που θα είναι ικανές να εκφράσουν τόσο το λαϊκό αίσθημα δυσαρέσκειας προς τους θεσμούς και την υπάρχουσα πολιτική δομή της χώρας, όσο και να προσφέρουν ριζικές λύσεις που θα αναδιαμορφώσουν όχι μόνον αυτή τη δομή, αλλά θα είναι ικανές να αντιληφθούν, να συμβαδίσουν και να διαμορφώσουν τη μελλοντική πορεία της, αλλά και τη συμμετοχή της στις διεθνείς εξελίξεις. Κι εδώ ακριβώς είναι που γίνεται εμφανές το τεράστιο έλλειμμα θάρρους, αν όχι η επικράτηση ενός αισθήματος βολέματος στις επικρατούσες κοινωνικές ή/και εργασιακές συνθήκες γνωστών μέσω των δημόσιων εμφανίσεών τους Ελλήνων, που θα μπορούσαν να αναλάβουν δραστικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.

  Με άλλα λόγια, ποιος ο λόγος μιας διαρκούς, δημόσιας και μάλιστα έντονης κριτικής προς την υπάρχουσα κατάσταση, εάν αυτή δεν μεταφράζεται θεσμικά σε πολιτικές πράξεις από τους ίδιους που την ασκούν; Σταχυολογώντας, ποιο το αποτέλεσμα των αναφορών σε «διπλωματικό Βατερλό» του πρωθυπουργού στα ζητήματα «Τραμπ, Meteor και Ουκρανίας» ή σε «προβληματικές σχέσεις» της χώρας με τους ισχυρούς της γης; Τι εξυπηρετεί η δημόσια αναφορά σε «υπαρκτό και συχνά εξοργιστικό  πρόβλημα αξιοπιστίας τόσο στο πεδίο της διοικητικής όσο και στο πεδίο της πολιτικής Δικαιοσύνης» ή σε (ηπίως χαρακτηριζόμενη) «προβληματική εικόνα» του προϋπολογισμού σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, εάν οι ίδιοι που ασκούν αυτή την κριτική δεν αναλαμβάνουν θεσμικές πρωτοβουλίες εξόδου από αυτή την κατάσταση;

  Είναι άραγε «υποχρέωση» μόνον εκείνων που εμείς τους δώσαμε το δικαίωμα να προσδιορίζονται ως πολιτικοί να αναλάβουν αυτές τις πρωτοβουλίες; Απεκδύονται όλοι οι υπόλοιποι την Αριστοτελική έννοια του πολιτικού όντος; Δεν έχουν καμία άλλη υποχρέωση προς τους πολίτες που τους ακούν και εμπιστεύονται την κρίση τους, αλλά και προς τους εαυτούς τους; Δεν κατανοούν πως σε πλείστες όσες περιπτώσεις άσκησης της έντονης κριτικής τους, λειτουργούν απλά ως «βαλβίδες ασφαλείας» για την εκτόνωση του λαϊκού αισθήματος δυσαρέσκειας;

  Εάν αυτοί που με τις γνώσεις ή/και τις ικανότητές τους μπορούν στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής και ανεκτικής δημοκρατίας να ασκούν το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, παραμένοντας όμως απλά και μόνο σε αυτή τη διάσταση εκδήλωσης των δικαιωμάτων τους, ποιο το μέλλον τόσο των ίδιων όσο και των ακροατών τους, εάν είναι βέβαιοι για τους ισχυρισμούς τους;

  Μήπως τελικά όλοι όσοι -λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί- ασκούν δημόσια την κριτική τους θα πρέπει άμεσα να αναρωτηθούν εάν οι συνθήκες σήμερα ευνοούν την ανάδυσή τους από απλούς εκφραστές της δημόσιας δυσαρέσκειας, σε πολιτικά θεσμικούς εκπροσώπους εξαφάνισής της;

  Γιατί εάν ο ιδιότυπος εφησυχασμός του «καλά τους τα ‘πε» που δημιουργούν με τη δημόσια κριτική τους δεν εκφραστεί πολιτικά, το μερίδιο ευθύνης τους για την πορεία της χώρας, θα είναι ευθέως ανάλογο της δημόσιας προβολής και κριτικής τους.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

https://www.youtube.com/watch?v=d2MJ0Rwqi8w

https://www.youtube.com/watch?v=z61oDYZRB1c&list=PLLUn3vEwIL807Fo7of_Uzr56-i7DdME62&index=4

https://www.dnews.gr/eidhseis/politikes-eidhseis/512400/paremvasi-giorgou-x-sotirelli-empistevomaste-ti-dikaiosyni

https://www.youtube.com/watch?v=Hbal5AqIlfw