Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Η σημασία των προηγούμενων τροποποιήσεων στο Σύνταγμα της πΓΔΜ


Σε συνέχεια προηγούμενου κειμένου, στο οποίο αναλύθηκε ο πραγματικός λόγος της αποδεκτής από την κυβέρνηση Ζάεφ τροπολογίας, με βάση την οποία η (λεγόμενη) «Μακεδονική ιθαγένεια», δεν καθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν στο σύνολό τους οι πολίτες της γειτονικής χώρας, είναι -έχω τη γνώμη- σκόπιμο, να αναλύσουμε λίγο περισσότερο συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος της πΓΔΜ, αλλά και το Προοίμιό του, ώστε να γίνει όσο το δυνατό πιο κατανοητή η προσπάθεια αλλά και ο σκοπός της άρχουσας πολιτικής τάξης των Βορείων γειτόνων μας.

Στο προοίμιο του πρώτου Συντάγματος λοιπόν της πΓΔΜ, διαβάζουμε :
«Λαμβάνοντας ως σημεία εκκίνησης την ιστορική, πολιτιστική, πνευματική και κρατική κληρονομιά του μακεδονικού λαού και τον αγώνα τους για αιώνες για εθνική και κοινωνική ελευθερία, καθώς και για τη δημιουργία του δικού τους κράτους (…) καθώς και το ιστορικό γεγονός ότι η Μακεδονία είναι εγκατεστημένη ως εθνικό κράτος του μακεδονικού λαού, όπου η πλήρης ισότητα ως πολίτες και η μόνιμη συνύπαρξη με τον μακεδονικό λαό παρέχεται στους Αλβανούς, τους Τούρκους, τους Βλάχους, τους Ρομά και άλλες εθνικότητες που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και έχουν ως στόχο (…) μεταξύ άλλων και :
- την εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των πολιτών, των ελευθεριών και της εθνικής ισότητας ·
- Παροχή ειρήνης και κοινής κατοικίας για τον λαό της πΓΔΜ με τις εθνότητες που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας»

Αυτό που αμέσως παρατηρούμε, είναι η ευθεία αναφορά στον «αγώνα του μακεδονικού λαού για εθνική ελευθερία», για το «ιστορικό γεγονός ότι η Μακεδονία είναι εγκατεστημένη ως εθνικό κράτος του μακεδονικού λαού» αλλά και το ότι το νέο κράτος εγγυάται την «εθνική ισότητα» καθώς και την «ειρήνη και κοινή κατοικία στις εθνότητες» που ζουν στο νεοσύστατο αυτό κράτος.

Λίγα χρόνια όμως αργότερα, και ουσιαστικά αμέσως μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία με την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1995, μία σειρά τροπολογιών έρχεται να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα.
Στην Τροπολογία IV, το Προοίμιο του Συντάγματος αλλάζει. Πλέον, οποιαδήποτε αναφορά σε «εθνική ελευθερία», «εθνικότητες» και «εθνικό κράτος», εξαφανίζεται. Τα μόνα που παραμένουν ως έχουν, είναι οι «στόχοι» του Συντάγματος, με τις αναφορές σε αυτούς να κάνουν λόγο για «εθνότητες» που ζουν στη (λεγόμενη) «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Διαβάζουμε :
«1. Οι πολίτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ο λαός της πΓΔΜ, καθώς και οι πολίτες που ζουν στα σύνορά της και είναι μέλη του αλβανικού λαού, του τουρκικού λαού, του βλάχικου λαού, του σερβικού λαού, του λαού των Ρομά, του Βόσνιου λαού και άλλων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας τους, γνωρίζοντας και ευχαριστώντας τους προκατόχους τους για τη θυσία και την αφοσίωσή τους στις προσπάθειές τους (…) αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας ως ανεξάρτητο κράτος, (…) και την ευημερία στη ζωή του ατόμου και της κοινότητας και ,μέσω των εκπροσώπων τους, στη Συνέλευση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που εκλέγονται με ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές, να υιοθετήσουν. . . .
2. Το σημείο 1 της τροπολογίας αντικαθιστά το Προοίμιο του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας»

Αξιοσημείωτο είναι πως εδώ, για πρώτη φορά, η λέξη «εθνότητα» στο Προοίμιο, αντικαθίσταται από τη λέξη «κοινότητα». Κάτι που θα συναντήσουμε στις τροποποιήσεις και άλλων Άρθρων που ακολουθούν.

Διαβάζουμε στο αρχικό Άρθρο 7 :
«Η μακεδονική γλώσσα, γραμμένη με το κυριλλικό της αλφάβητο, είναι η επίσημη γλώσσα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Στις μονάδες τοπικής αυτοδιοίκησης όπου η πλειονότητα των κατοίκων ανήκουν σε εθνικότητα, εκτός από τη μακεδονική γλώσσα και το κυριλλικό αλφάβητο, η γλώσσα και το αλφάβητο τους είναι επίσης σε επίσημη χρήση, κατά τρόπο που καθορίζεται από το νόμο. Στις μονάδες τοπικής αυτοδιοίκησης όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός κατοίκων που ανήκουν σε εθνικότητα, η γλώσσα και το αλφάβητο τους χρησιμοποιούνται επίσης επίσημα, εκτός από τη μακεδονική γλώσσα και το κυριλλικό αλφάβητο, υπό συνθήκες και κατά τρόπο που καθορίζεται από το νόμο»

Στην τροποποίηση με αριθμό V, το Άρθρο 7 αλλάζει ως εξής :
 «1. Η μακεδονική γλώσσα, γραμμένη με το κυριλλικό της αλφάβητο, είναι η επίσημη γλώσσα σε όλη τη Δημοκρατία της Μακεδονίας και στις διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Οποιαδήποτε άλλη γλώσσα που ομιλείται τουλάχιστον από το 20 τοις εκατό του πληθυσμού είναι επίσης μια επίσημη γλώσσα, γραμμένη με το αλφάβητο της, όπως καθορίζεται παρακάτω (…)
2. Η τροπολογία αυτή αντικαθιστά το άρθρο 7 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας»
Οποιαδήποτε αναφορά σε «εθνικότητα» έχει επίσης εξαφανιστεί.
Συνεχίζοντας στο αρχικό Άρθρο 8 :
«Οι θεμελιώδεις αξίες της συνταγματικής τάξης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι:
- οι βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα του ατόμου και του πολίτη, που αναγνωρίζονται στο διεθνές δίκαιο και ορίζονται στο Σύνταγμα,
- η ελεύθερη έκφραση της εθνικής ταυτότητας ·
(…)
»

Η τροπολογία με αριθμό VI, αλλάζει την 2η γραμμή του Άρθρου, ως εξής :
«1. Η δίκαιη εκπροσώπηση των προσώπων που ανήκουν σε όλες τις κοινότητες σε δημόσιους φορείς σε όλα τα επίπεδα και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής.
2. Το σημείο 1 της τροπολογίας αυτής αποτελεί προσθήκη στη γραμμή 2 του άρθρου 8 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας
»

Συνεχίζουμε στο αρχικό Άρθρο 48, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της προσπάθειας «αποεθνικοποίησης» του Συντάγματος της πΓΔΜ. 

Διαβάζουμε :
«Τα μέλη των εθνοτήτων έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα, να προωθούν και να αναπτύσσουν την ταυτότητά τους και τα εθνικά χαρακτηριστικά τους. Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία της εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εθνοτήτων. Τα μέλη των εθνοτήτων έχουν το δικαίωμα να ιδρύσουν ιδρύματα πολιτισμού και τέχνης, καθώς και επιστημονικούς και άλλους συλλόγους για την έκφραση, την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της ταυτότητάς τους. Τα μέλη των εθνοτήτων έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν στη γλώσσα τους στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως ορίζεται από το νόμο. Στα σχολεία όπου η εκπαίδευση εκτελείται στη γλώσσα της εθνικότητας, μελετάται επίσης η μακεδονική γλώσσα»

Η διατύπωση της τροπολογίας με αριθμό VIII, αξίζει τον κόπο να διαβαστεί :
«1. Τα μέλη των κοινοτήτων έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα, να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν την ταυτότητα και τις ιδιότητες της κοινότητας και να χρησιμοποιούν τα κοινοτικά τους σύμβολα. Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία της εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας όλων των κοινοτήτων. Τα μέλη των κοινοτήτων έχουν το δικαίωμα να δημιουργούν ιδρύματα για τον πολιτισμό, την τέχνη, την επιστήμη και την παιδεία, καθώς και επιστημονικές και άλλες ενώσεις για την έκφραση, την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της ταυτότητάς τους. Τα μέλη των κοινοτήτων έχουν το δικαίωμα να διδάσκουν στη γλώσσα τους στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως ορίζεται από το νόμο. Στα σχολεία όπου η εκπαίδευση εκτελείται σε άλλη γλώσσα, μελετάται επίσης η μακεδονική γλώσσα.
2. Η τροπολογία αυτή αντικαθιστά το άρθρο 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας»

Εδώ γίνεται πλέον εμφανής ο σκοπός όλων αυτών των τροποποιήσεων.
Στην προσπάθειά τους για την δημιουργία μιας ασφαλούς και χωρίς εθνοτικές τριβές κρατικής οντότητας, τα μέλη του κοινοβουλίου της πΓΔΜ, «αποδομούν» τις Συνταγματικές άμεσες αναφορές στην ύπαρξη ξεχωριστών εθνοτήτων οι οποίες απαρτίζουν και συνιστούν την ίδια την ύπαρξη αυτού του κράτους, αντικαθιστώντας όρους που σηματοδοτούν και ορίζουν αυτή την πραγματικότητα.

Στόχος τους, η δημιουργία μιας κρατικής οντότητας στην οποία διαβιούν μεν πολίτες με ξεχωριστή εθνική ταυτότητα, εξ ου και η διατήρηση της πρότασης  «Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία της εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εθνοτήτων"», με την ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ όμως αυτή, με την διατύπωση η οποία υιοθετήθηκε στην τροποποίηση που έγινε, να αφορά πλέον μία ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ των χαρακτηριστικών στοιχείων που μοιράζονται μεταξύ τους οι διαφορετικές ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ  των πολιτών του κράτους, και ΟΧΙ οι διαφορετικές ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ του, τροποποιώντας αυτόν ακριβώς τον όρο ως εξής : «Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία της εθνικής, πολιτιστικής, γλωσσικής και θρησκευτικής ταυτότητας όλων των κοινοτήτων».

Αξίζει δε να σημειωθεί πως οι τροποποιήσεις αυτές έγιναν από προηγούμενες κυβερνήσεις, όχι τόσο… «διαλλακτικές», όσο αυτή του κ. Ζάεφ.

Στην προσπάθειά τους αυτή, δεν άφησαν ούτε ένα σημείο του Συντάγματός τους, το οποίο θα μπορούσε να αφήσει έστω κάποια υπόνοια για το σκοπό αυτών των τροποποιήσεων.

Έτσι, στο αρχικό Άρθρο 56 διαβάζουμε :
«Όλοι οι φυσικοί πόροι της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η χλωρίδα και πανίδα (…).
Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία, την προώθηση και την αξιοποίηση της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς του Μακεδονικού λαού και των εθνοτήτων και των θησαυρών εκ των οποίων απαρτίζεται, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς (…)»

Στην τροπολογία με αριθμό IX διαβάζουμε :
«1. Η Δημοκρατία εγγυάται την προστασία, την προώθηση και την ενίσχυση της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της Μακεδονίας και όλων των κοινοτήτων της Μακεδονίας και των θησαυρών από τους οποίους αποτελείται, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς.
2. Το σημείο 1 της τροπολογίας αντικαθιστά την παράγραφο 2 του άρθρου 56 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας»

Αλλά και στα αρχικά Άρθρα 78 και 84, έχουμε :
«Άρθρο 84
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας
- ορίζει έναν εκπρόσωπο για την σύσταση της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
(…)
- προτείνει τα μέλη του Συμβουλίου για τις Διεθνικές Σχέσεις
(…)

Άρθρο 78
Η Συνέλευση ιδρύει Συμβούλιο για τις Διεθνοτικές Σχέσεις. Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο της Συνέλευσης και δύο μέλη από κάθε μία από τις τάξεις των Μακεδόνων, των Αλβανών, των Τούρκων, των Βλάχων και των Ρομά, καθώς και δύο μέλη από τις τάξεις άλλων εθνικοτήτων της Μακεδονίας. Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης είναι Πρόεδρος του Συμβουλίου. Η Συνέλευση εκλέγει τα μέλη του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο εξετάζει θέματα διεθνοτικών σχέσεων στη Δημοκρατία και κάνει εκτιμήσεις και προτάσεις για την επίλυσή τους. Η Συνέλευση είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη τις εκτιμήσεις και προτάσεις του Συμβουλίου και να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με αυτές.»

Στην τροπολογία με αριθμό XII, διαβάζουμε :
«1. Η συνέλευση συνιστά επιτροπή για τις ενδοκοινοτικές σχέσεις.
Η επιτροπή απαρτίζεται από 19 μέλη, εκ των οποίων 7 μέλη είναι από κάθε μία από τις τάξεις των Μακεδόνων και Αλβανών στην Συνέλευση, καθώς και ένα μέλος από τους Τούρκους, τους Βλάχους, τους Ρομά, τους Σέρβους και τους Βόσνιους. Εάν μία από τις κοινότητες δεν έχει εκπροσώπους, ο Δημόσιος Εισαγγελέας, μετά από διαβούλευση με τους αρμόδιους εκπροσώπους αυτών των κοινοτήτων, προτείνει τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής.
(…)
2. Το σημείο 1 της παρούσας τροποποίησης αντικαθιστά το άρθρο 78 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και η γραμμή 7 του άρθρου 84 διαγράφεται.»

Αν και κουραστική ίσως η ανάγνωση όλων αυτών των Άρθρων και των τροποποιήσεών τους, ήταν νομίζω απαραίτητη η αναφορά τους, ώστε να γίνουν απόλυτα κατανοητά από τον αναγνώστη τα εξής :

Α) στο αρχικό Σύνταγμα της πΓΔΜ, υπήρχαν από το Προοίμιό του ακόμη, αναφορές στις ξεχωριστές εθνότητες οι οποίες απαρτίζουν το νεοσύστατο τότε κράτος

Β) λόγω αυτής ακριβώς της αναγνώρισης, συγκεκριμένα Άρθρα του Συντάγματος κατοχυρώνουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνουν οι ξεχωριστές αυτές εθνότητες

Γ) η άρχουσα πολιτική τάξη της πΓΔΜ, ίσως και με την απαραίτητη «βοήθεια» παραγόντων που «κατεύθυναν» αυτή την αλλαγή, αντιλαμβανόμενη πως η ύπαρξη ενός νεοσύστατου κράτους, το οποίο απαρτίζουν αναγνωρισμένες από το Σύνταγμα ξεχωριστές εθνότητες, είναι εξαιρετικά επισφαλής, ειδικά σε μία περιοχή όπως τα Βαλκάνια, αποφασίζουν να υιοθετήσουν μία διατύπωση που θα εξαλείφει αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο

Δ) η ιδέα είναι να τροποποιήσουν το Σύνταγμά τους, έτσι ώστε να αναγνωρίζεται μεν η ύπαρξη ξεχωριστών εθνικών χαρακτηριστικών τα οποία όμως μοιράζονται μεταξύ τους οι ξεχωριστές (πλέον) κοινότητες, οι οποίες διαβιούν εντός της νέας κρατικής οντότητας

Γιατί, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι είναι ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικό ένα κράτος το οποίο αποτελείται από αναγνωρισμένες Συνταγματικά ξεχωριστές εθνότητες, από ένα κράτος στο οποίο απλά οι κοινότητες που το απαρτίζουν, μοιράζονται ξεχωριστά εθνικά χαρακτηριστικά.

Έτσι, μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητή και η τελευταία τροποποίηση η οποία έγινε δεκτή από την κυβέρνηση Ζάεφ, με βάση την οποία η (λεγόμενη) «Μακεδονική ιθαγένεια» ΔΕΝ καθορίζει την εθνότητα του συνόλου των πολιτών της πΓΔΜ.

Εκτός όλων των άλλων λόγων που αναλύθηκαν σε προηγούμενο κείμενο, οποιαδήποτε άλλη διατύπωση, θα ήταν «αντίθετη» με το γενικό «πνεύμα» του εν ισχύ Συντάγματος της γειτονικής χώρας.

Εάν όμως η διατύπωση εννοιών και όρων στο Σύνταγμα μιας χώρας, μπορεί μεν να εγγυάται τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους, αλλά και των ίδιων με τον κρατικό μηχανισμό, είναι -κατά τη γνώμη μου- αμφίβολο πώς κάτι τέτοιο μπορεί να έχει την ίδια προοπτική, σε μία κρατική οντότητα όπως αυτή της πΓΔΜ.

Κυρίως δε, τόσο ως προς τις σχέσεις της με την Διεθνή κοινότητα, κυρίως όμως ως προς αυτές με το σύνολο των γειτονικών προς αυτή χωρών.

Και αυτό, είναι κάτι που μένει να φανεί.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ πΓΔΜ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ


Είναι άξιο απορίας πώς, πριν καν «αλέκτωρ λαλήσει τρις», το σύνολο εκείνων που διάκεινται θετικά προς τη Συμφωνία των Πρεσπών, εξήραν κι έσπευσαν να «ράνουν με ροδοπέταλα» την πρωτοβουλία κάποιων εκ των βουλευτών της πΓΔΜ, να καταθέσουν τροπολογία σύμφωνα με την οποία η ιθαγένεια των πολιτών του γειτονικού κράτους, έτσι όπως αυτή αναφέρεται στη Συμφωνία, δε θα καθορίζει την εθνικότητά τους.
Κι ούτε που μπήκαν καν στον «κόπο», να διαπιστώσουν ποιοι και για ποιο λόγο κατέθεσαν αυτές τις τροπολογίες.

Θα πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινιστεί ότι από τις επτά τροπολογίες οι οποίες κατατέθηκαν, οι τέσσερις σημαντικότερες αφορούν το Άρ. 2 παρ. 2 της πρότασης Συνταγματικού Νόμου που ορίζει ότι «Από την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η τροπολογία ΧΧΧΙΙΙ, η υπηκοότητα θα είναι μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας».

Διαβάζουμε σε σχετικό άρθρο του ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι : Ο βουλευτής του κυβερνώντος SDSM Μουχαμέντ Ζεκίρι προτείνει στο τέλος της παραγράφου 2 του Άρθρου 2 να προστεθεί η φράση «το οποίο δεν καθορίζει ούτε προδικάζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες» (…)

Οι βουλευτές της «Συμμαχίας για τους Αλβανούς» Ζιγιαντίν Σέλα και Σουρία Ρασίντι προτείνουν οι λέξεις «μακεδονική/πολίτης» να αντικατασταθούν από την λέξη «πολίτης», δηλαδή η παρ. 2 του Άρ. 2 του Συνταγματικού Νόμου να ορίζει ότι «Από την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η τροπολογία ΧΧΧΙΙΙ, η υπηκοότητα θα είναι πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» (…)

Οι βουλευτές του κινήματος BESA Φαζίλ Ζεντέλι και Τεούτα Μπιλάλι ζητούν η παρ. 2 του Άρ. 2 του Συνταγματικού Νόμου να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Από την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η τροπολογία ΧΧΧΙΙΙ, οι πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας θα έχουν την υπηκοότητα της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας».

Στο ίδιο πνεύμα, οι βουλευτές της ομάδας των «οχτώ» Ελιζαμπέτα Κάντσεσκα-Μίλεφσκα, Νόλα Ισμαλόσκα-Σταρόβα, Βλάντανκα Αβίροβιτς, Εμίλια Αλεξαντρόβα και Ζέκιρ Ραμτσίλοβιτς προτείνουν να προστεθεί στο τέλος της παρ. 2 του Άρ. 2 του Συνταγματικού Νόμου η φράση «το οποίο δεν προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες» (…)

Οι υπόλοιπες τροπολογίες αφορούν σε αιτήματα για την ενίσχυση της αλβανικής ταυτότητας καθώς και για τη θέση σε ισχύ των τροπολογιών.

Το πρώτο που παρατηρεί κάποιος αμέσως, είναι πως μπορεί να υποθέσει με σχετική βεβαιότητα την εθνική καταγωγή των βουλευτών που κατέθεσαν τις τρεις πρώτες τροπολογίες, οι οποίοι (κατά πάσα πιθανότητα) ανήκουν στην αλβανική μειονότητα-κοινότητα της γειτονικής χώρας.
Κοινό δε σημείο ΚΑΙ στις τρεις πρώτες τροπολογίες, είναι είτε η απουσία, είτε η «μείωση» της σημασίας της λέξης «Μακεδονική».

Ο λόγος ;
Νομίζω προφανής.

Σε καμία περίπτωση, όσοι/ες ανήκουν στην αλβανική μειονότητα-κοινότητα της πΓΔΜ, δεν επιθυμούν να έχουν κάποια σχέση με την (λεγόμενη) «Μακεδονική ταυτότητα», ούτε καν ως πολίτες του κράτους, πόσο μάλλον με την ανάλογη (ανύπαρκτη) εθνικότητα.

Στην προσπάθειά τους αυτή λοιπόν, είτε μειώνουν, είτε εξαφανίζουν ακόμη και ότι ρητά προβλέπει η περ.(β) της παρ. 3 του Άρ. 1 της Συμφωνίας, ότι δηλαδή «Η ιθαγένεια του Δεύτερου Μέρους θα είναι Μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας, όπως αυτή θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα»

Το πλέον ενδιαφέρον, είναι ότι στο ίδιο ακριβώς πνεύμα με τους ανωτέρω, «κινείται» και η τροπολογία η οποία κατατέθηκε από την «ομάδα των οκτώ».

Ποια είναι αυτή η ομάδα ;

Είναι οι οκτώ βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO/DMPNE του πρώην πρωθυπουργού κ. Γκρούεφσκι, οι οποίοι στήριξαν «όταν έπρεπε» με την ψήφο τους την έναρξη της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης στην πΓΔΜ. Στα μέσα δε του περασμένου Οκτωβρίου, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου της γειτονικής χώρας κ. Tζαφέρι, ανακοίνωσε ότι οι οκτώ αυτοί βουλευτές σχημάτισαν μια νέα κοινοβουλευτική ομάδα, συντονίστρια της οποίας θα είναι η κα Μιλέφσκα, πρώην υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Γκρούεφσκι.

Τι προτείνεται ΚΑΙ σε αυτήν την τροπολογία ;

Ότι η αναφερόμενη ιθαγένεια των πολιτών ως «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», ΔΕ προκαθορίζει την εθνότητα στην οποία ανήκουν οι πολίτες.
Σχεδόν πανομοιότυπη (ακόμη και η) διατύπωση της τροπολογίας, σε σχέση με αυτή του βουλευτής του κυβερνώντος SDSM κ. Ζεκίρι !

Τι κοινό μπορεί να έχουν ; Ποιος μπορεί να είναι ο σκοπός αυτών των, ταυτόσημων εννοιολογικά, τροπολογιών ;

Κατά τη γνώμη μου, κανένας άλλος από τον πλήρη διαχωρισμό της έννοιας της «ιθαγένειας» από αυτήν της «εθνικότητας».

Και θα σκεφτεί κάποιος. Μα αυτό είναι καλό. Άρα, απορρίπτουν την (λεγόμενη) «Μακεδονική» ιθαγένεια, άρα ΚΑΙ την εθνικότητα (!!)

Κι εδώ είναι η «παγίδα»

Με τη συζήτηση όλου του προηγούμενου χρονικού διαστήματος στην Ελλάδα, για το εάν η Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζει ή όχι (την λεγόμενη) «Μακεδονική» εθνότητα στο γειτονικό κράτος, με την αναφορά του όρου «Nationality» σε αυτήν, πίστεψαν κάποιοι ότι θα καταφέρουν να αποπροσανατολίσουν και να… «μπερδέψουν» τους ακροατές τους, με τους «διθυράμβους» περί «τροπολογιών που ξεκαθαρίζουν μια και καλή το ζήτημα».

Κάθε άλλο λοιπόν.

Είναι ακριβώς αυτές οι τροπολογίες, ιδίως δε η πρώτη του κ. Ζεκίρι και η τέταρτη των πρώην βουλευτών του VMRO/DMPNE, οι οποίες αφήνουν «ορθάνοιχτο» το ζήτημα, αν δεν το επιβεβαιώνουν κιόλας.

Ας αναρωτηθεί ο απλός αναγνώστης.

Ποιος ο σκοπός, ποιος ο λόγος της ταυτόσημης άποψης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικά βουλευτών, σ’ ένα τέτοιας ζωτικής σημασίας ζήτημα, τη στιγμή μάλιστα που προέρχονται και από δύο εντελώς διαφορετικές εθνικές κοινότητες ;

Μα… αυτός ακριβώς.
Η έμμεση αναγνώριση της διαφορετικής εθνικής ταυτότητας μεταξύ τους.

Κι εάν ο κ. Ζεκίρι ανήκει στην αλβανική μειονότητα (ή «κοινότητα» όπως αναφέρει και το Σύνταγμα της πΓΔΜ) ΣΕ ΠΟΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ, ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ (ή ό,τι άλλο) ανήκουν εκείνοι που συμφωνούν μαζί του, υιοθετώντας ακόμη και την ίδια σχεδόν διατύπωση, ως προς την «απαραίτητη» διευκρίνηση-τροποποίηση της σχετικής παραγράφου του Συντάγματός τους ;

Ως… «βοήθεια», αν δεν το έχετε ήδη καταλάβει, είναι οι ίδιοι που δεχόμενοι να στηρίξουν με την ψήφο τους την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης του Συντάγματος, ζήτησαν και δέσμευσαν τον κ. Ζάεφ να παραμείνει αναλλοίωτο «για ιστορικούς λόγους» το Άρθρο 36 που κάνει λόγο για τον (αποκαλούμενο) «Μακεδονικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» και για την «ξεχωριστή μακεδονική ταυτότητα των πολιτών του μακεδονικού κράτους».

Κάτι που φυσικά ο κ. Ζάεφ, δεν είχε κανένα πρόβλημα να υποσχεθεί και να υλοποιήσει.

Όσον αφορά δε το ίδιο το Σύνταγμα της πΓΔΜ, σε κείμενο που πρόκειται ν’ ακολουθήσει θα γίνει γνωστή, μέσω της ανάλυσης Άρθρων και των τροποποιήσεων που αυτά «υπέστησαν», η διαχρονική προσπάθεια των γειτόνων μας για την εμφάνιση μιας ομοιογενούς κρατικής οντότητας, με διαφορετικές… «κοινότητες», των οποίων όμως τα δικαιώματα γίνονται απόλυτα αποδεκτά, προστατεύονται και διασφαλίζονται.

Αυτό όμως που είναι πιθανό να έχει ήδη καταλάβει ο κ. Ζάεφ, είναι ότι η διαχείριση της ίδιας της Συμφωνίας των Πρεσπών στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας του, είναι κάτι που θα πρέπει να γίνει με πολύ μεγάλη προσοχή, ιδίως όσον αφορά την αλβανική «κοινότητα» και τους εκπροσώπους της.

Σε διαφορετική περίπτωση, είναι επίσης πιθανό σχετικά σύντομα να διαπιστώσει πως «οι πρόσκαιρες συμμαχίες, εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς»

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ


Έχουν περάσει λίγες μόλις ημέρες από την ολοκλήρωση της έγκρισης από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της Βουλής της πΓΔΜ, των τεσσάρων συνταγματικών τροποποιήσεων που πρότεινε η κυβέρνηση Ζάεφ.

Είναι γνωστό πλέον πως, τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (πολύ δε περισσότερο οι πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών), δεν είναι ικανοποιημένοι ούτε με την διατύπωσή τους, ούτε με την ΜΗ απαλοιφή του συνόλου των αλυτρωτικών αναφορών που συνεχίζουν να υπάρχουν στο Σύνταγμα της γείτονος (Άρθρο 36 του Συντάγματος της πΓΔΜ που παραμένει αναλλοίωτο).

Κάτι που σημαίνει πως ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος κριτής της Συμφωνίας, αναγνωρίζει πλέον ότι η κυβέρνηση των Βόρειων γειτόνων μας, δεν τηρεί ούτε καν το «πνεύμα» της, το οποίο κινούνταν προς την κατεύθυνση του «έντιμου συμβιβασμού», όπως κατ’ επανάληψη είχαμε ακούσει από τους υποστηρικτές της.

Δε θα έπρεπε δε να ξαφνιάζει κανέναν μία τέτοια εξέλιξη, καθώς οι κυβερνήσεις της πΓΔΜ, έχουν αποδείξει διαχρονικά πως οποιαδήποτε κίνησή τους, είτε στο εσωτερικό της χώρας, είτε στις Διεθνείς τους σχέσεις, απέβλεπαν και συνεχίζουν να αποβλέπουν σε έναν και μόνο στόχο. Την αναγνώριση μακεδονικής εθνότητας και (κατ’ επέκταση) την ύπαρξη ζωτικού χώρου στον οποίο αυτή μπορεί (ή θα μπορεί) να αναπτυχθεί και (πιθανόν στο μέλλον) να διεκδικήσει.

Είναι πλείστα όσα τα παραδείγματα αυτής της πρακτικής. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στα όσα έγιναν αμέσως μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995.

Αν ανατρέξει κανείς στην επίσημη ιστοσελίδα του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, θα διαπιστώσει ότι (κατά γράμμα) αναφέρεται :
«Κατά το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραβιάζει συστηματικά το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας και, βεβαίως, τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από αυτήν:
• προβάλλοντας μεγαλοϊδεατικές εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, μέσω της απεικόνισης σε χάρτες, σχολικά εγχειρίδια, βιβλία ιστορίας κλπ. ελληνικών εδαφών στην εδαφική επικράτεια μιας «μεγάλης» Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 και 7.1,
• ενισχύοντας αλυτρωτικές διεκδικήσεις και υποδαυλίζοντας εθνικιστικά αισθήματα εντός της ελληνικής επικράτειας, κατά παράβαση του άρθρου 6.2,
• χρησιμοποιώντας την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Εθνών, στους οποίους έχει προσχωρήσει υπό την προϋπόθεση να χρησιμοποιεί την προσωρινή ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, κατά παράβαση της σχετικής δεσμεύσεως που προβλέπει το άρθρο 11.1 (ακόμα και από το βήμα της 62ης Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, ο τότε Πρόεδρος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Branko Crvenkovski, είχε δηλώσει ότι «το όνομα της χώρας μου είναι και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας»),
• χρησιμοποιώντας σύμβολα, όπως ο Ήλιος της Βεργίνας, η χρήση των οποίων απαγορεύεται από την Ενδιάμεση Συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 7.2, καθώς και άλλα σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά (….),
• προβαίνοντας ή ανεχόμενη προκλητικές ενέργειες, οι οποίες υποδαυλίζουν εχθρότητα και φανατισμό, όπως η παραποίηση της ελληνικής σημαίας και η αντικατάσταση του χριστιανικού σταυρού με τη ναζιστική σβάστικα, οι προπηλακισμοί κατά ελληνικών επιχειρήσεων, επιχειρηματιών και τουριστών, αλυτρωτικά συνθήματα από σκοπιανούς οπαδούς σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, προκλητικές και προσβλητικές σε βάρος της Ελλάδας ενέργειες στο καρναβάλι της πόλης Βέβτσανι, το οποίο επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας κ.ά.

Έχοντας ήδη αυτού του είδους την συμπεριφορά, η οποία -μέχρις ενός σημείου- επαναλαμβάνεται και σήμερα, με τις παλινωδίες του κ. Ζάεφ μεταξύ των ακραίων εθνικιστών της χώρας του, της ισχυρής αλβανικής μειονότητας και των διαλλακτικών της κυβέρνησής του, πώς μπορεί να είναι σίγουρος κανείς για το πότε ο ίδιος εννοεί αυτά που κάθε φορά λέει ;!

Πώς είναι δυνατό να μην εννοεί αυτά που από το βήμα της Βουλής δηλώνει -εκτός όλων των άλλων που έχουν προηγηθεί- «Μιλάτε για τους Μακεδόνες στην Ελλάδα με τόσο πάθος και αυτό είναι θαυμάσιο. Ας αναρωτηθούμε τι κάνουμε για αυτούς εδώ και 27 χρόνια» απαντώντας σε βουλευτές του αντιπολιτευόμενου VMRO που ρωτούσαν τι θα γίνει με την υποτιθέμενη «μακεδονική» μειονότητα σε Βουλγαρία και Ελλάδα ;

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το «Η ελληνική γλώσσα ήδη διδάσκεται στην «Μακεδονία». Τώρα έχουμε την ευκαιρία να τους βοηθήσουμε πραγματικά αφαιρώντας τα σύνορα», που είπε κατά την διάρκεια την ίδιας -ως άνω- τοποθέτησής του, αναφερόμενος στο ίδιο ακριβώς θέμα ;!
Αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, καμία από τις προκλητικές κατά καιρούς δηλώσεις του, δεν έχει διαψεύσει δημόσια ο ίδιος.

Είναι λοιπόν καιρός, πριν οι ψηφισμένες τροπολογίες φθάσουν στο τελικό στάδιο έγκρισής τους από την πλειοψηφία των 3/5ων του όλου αριθμού των μελών της Βουλής της πΓΔΜ, η Ελλάς να ενεργοποιήσει τις προβλέψεις του Άρθρου 19 της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, άμεσα να αποσταλεί επίσημη επιστολή προς την κυβέρνηση της πΓΔΜ, με την οποία θα της γνωστοποιούνται οι «ανησυχίες» της χώρας όσον αφορά τις τροποποιήσεις του Συντάγματός τους, σε ποια συγκεκριμένα σημεία αυτές δεν ανταποκρίνονται στο γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας, και να ζητήσει την επανάληψη των διαπραγματεύσεων (παρ.2 Άρθρου 19), ώστε να μην υπάρχει καμία «σκιά» στην ερμηνεία των προβλέψεών της.

Εάν η Ελλάς διεκδικεί την αναγνώρισή της ως «πόλου σταθερότητας και ειρήνης στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο», θα πρέπει άμεσα να επιδείξει πως μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο.
Κι εάν δεχθούμε πως η ειρήνη και η σταθερότητα επιτυγχάνεται με αμοιβαίους συμβιβασμούς, ώστε να μην γίνεται επίκληση του δόγματος του ισχυρού που επιβάλει την άποψή του, οι συμβιβασμοί αυτοί δεν μπορούν για κανέναν λόγο να υποβαθμίζουν το κύρος και τη σπουδαιότητα του κράτους που καλείται να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Το δικό μας μερίδιο ευθύνης


Η εντύπωση που έχουν οι πολίτες για τους θεσμικούς τους εκπροσώπους, είναι πως στην πλειονότητά τους, αντί πραγματικά να εκπροσωπούν και να μάχονται για τα συμφέροντά τους, αποφασίζουν με γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον, θέτοντας ως πρώτιστο στόχο την επανεκλογή τους, «υποκύπτοντας» στις «σειρήνες» της εξουσίας, αγνοώντας τις «Ερινύες» της ηθικής τους κατάπτωσης.

Η σχεδόν βεβαιότητά τους για τα κεντρικά ΜΜΕ, είναι πως λειτουργούν ως φερέφωνα των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι κάθε φορά προσεταιρίζονται σ’ εκείνα τα συμφέροντα, πολιτικά ή οικονομικά, που τους εξασφαλίζουν ή θα τους εξασφαλίσουν περισσότερο κέρδος.

Η γνώμη τους δε για τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, τείνει πλέον να είναι πως αποφασίζουν με αποκλειστικό γνώμονα το γράμμα και όχι το πνεύμα των νόμων, δείχνοντας συχνά το σκληρό τους πρόσωπο απέναντι σ’ εκείνους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ώστε να διαθέτουν στρατιά δικηγόρων.

Κι ο ίδιος ο λαός, «βουτηγμένος» στα δυσεπίλυτα προβλήματα της καθημερινότητας, άγεται και φέρεται από του θεσμικούς ή όχι εκπροσώπους του, παρασύρεται από την καθημερινή «επίθεση» των ΜΜΕ στο συλλογικό του υποσυνείδητο, και τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί κάποια στιγμή να βρεθεί ενώπιον των ευθυνών του.

Κι έτσι, ο καθένας από εμάς, έρμαιο μεταξύ «σφύρας και άκμονος», ζαλισμένος από τις υποσχέσεις, έχοντας υποστεί την ανάλογη πλύση εγκεφάλου και μην αντέχοντας καν στην ιδέα πως κάποια πράξη ή λέξη του μπορεί να τον οδηγήσει στις δικαστικές αίθουσες, αναζητά την δική του κρυψώνα μέσα στη μάζα. Ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων, άβουλος ως ύπαρξη, μέσα σ’ έναν πολτό ομοειδών «προϊόντων».

Εάν οι ανωτέρω διαπιστώσεις φαντάζουν τραγικές, είναι το πλέον βέβαιο ότι είναι εξίσου αληθινές, με τις εξαιρέσεις απλά να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Κι εάν εμείς, όσο το δυνατό συντομότερα, ξεχωριστά ο καθένας κι όλοι μαζί, δε συνειδητοποιήσουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα, τόσο περισσότερο συντομεύουμε την έλευσή του επερχόμενου «αποκαλυπτικού» τέλους της Δημοκρατίας μας.

Στα εξαιρετικά δύσκολα χρόνια που πέρασαν και στα επίσης δύσκολα χρόνια που μας περιμένουν, αποτελεί αδήριτη υποχρέωση όλων μας ν’ αναλάβουμε το μέρος των ευθυνών που μας αναλογούσαν και μας αναλογούν.

Η αποχή από το εκλογικό μας δικαίωμα, κι όχι υποχρέωση, καθώς και η αποχή από το δικαίωμα της ενεργής ενασχόλησής μας με τα κοινά, δεν μπορούν πλέον ν’ αποτελούν δικαιολογίες.

Μόνο η μαζική, έλλογη και ειρηνική συμμετοχή μας, μπορεί ν’ ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα.

Κι όσο εμείς δεν αναλαμβάνουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης, εκείνοι που επιλέγουν να το κάνουν, θα συνεχίσουν ν’ αποφασίζουν για όλους μας.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Συμπεράσματα δημοψηφίσματος πΓΔΜ


Πολλαπλές οι «αναγνώσεις» του δημοψηφίσματος στην πΓΔΜ. Σε πρώτο χρόνο, διακρίνω τις εξής τέσσερις :

Α) Το ποσοστό της αποχής, όσο μεγάλο κι αν ήταν, δεν επηρεάζει κατά κανέναν τρόπο τα όσα προβλέπονται γι’ αυτό το ζήτημα στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η μόνη πρόβλεψη που υπάρχει στο σχετικό κείμενο, βρίσκεται στην παρ.4 (β, ii) του Άρθρου 2, όπου περιγράφονται οι προϋποθέσεις-όροι που πρέπει να εκπληρωθούν από την πΓΔΜ, ώστε η Ελλάδα να κυρώσει το πρωτόκολλο εισδοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Ένας εξ αυτών των (δύο) όρων, προβλέπει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πρέπει απλά να συνάδει με τα όσα προβλέπονται στη Συμφωνία, να είναι δηλαδή θετικό (ο άλλος είναι η ολοκλήρωση των Συνταγματικών αλλαγών στην πΓΔΜ). Καμία αναφορά δηλαδή σε εγκυρότητα ή μη του δημοψηφίσματος.

Β) Η καθαρά πολιτική ανάγνωση του δημοψηφίσματος όπου άνετα μπορεί να διακρίνει κανείς την δύσκολη (τουλάχιστον) θέση στην οποία από σήμερα κιόλας βρίσκεται η κυβέρνηση Ζάεφ, τόσο έναντι του προέδρου της χώρας κ. Ιβάνοφ ο οποίος πρόσφατα, ακόμη και από το βήμα του ΟΗΕ, είχε καλέσει τους πολίτες της χώρας του να απέχουν, όσο και έναντι των ίδιων των πολιτών της πΓΔΜ, οι οποίοι είτε από αδιαφορία, είτε κατά συνείδηση απείχαν από την πολύ σημαντική αυτή διαδικασία.

Γ) Η εθνοτική προέλευση των ψηφοφόρων που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα, παίζει τεράστιο ρόλο στην ανάγνωση του αποτελέσματός του. Διότι εάν αληθεύουν οι πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες στην πλειονότητά τους όσοι προσήλθαν στις κάλπες προέρχονται από την αλβανική μειονότητα, εκτός του ότι αυτό θα σήμαινε πως οι ψηφοφόροι αυτοί υπακούν «τυφλά» στις "παραινέσεις" του πρωθυπουργού της Αλβανίας κ. Ράμα, ο οποίος επέλεξε την ημέρα διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για να παρέμβει καταλυτικά, όχι απλά προτρέποντας τους ομοεθνείς του να συμμετέχουν σε αυτό αλλά, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, να επισημάνει πως «…όποιος δεν λάβει μέρος ουσιαστικά απειλεί τις επόμενες γενεές», ταυτόχρονα όμως προοικονομεί, επισημαίνει ή και δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε πολιτική (και όχι μόνο) αποσταθεροποίηση της χώρας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή (Αλβανία, Κόσσοβο, Σερβία), σε χρόνο που οι κατευθυνόμενοι αυτοί ψηφοφόροι θα επιλέξουν, κατόπιν σχετικών «παραινέσεων», όπως αυτή του κ. Ράμα.

Δ) Η διπλή ήττα. Τόσο οι επιλογές του κ. Ζάεφ και του ΥΠΕΞ του κ. Δημητρώφ, αλλά και της κυβέρνησης γενικότερα (η οποία στηρίζεται στη συμμετοχή των Αλβανικών κομμάτων σε αυτή), όσο και της Ε.Ε. αλλά και των Η.Π.Α., κορυφαίοι εκπρόσωποι των οποίων επισκέφθηκαν τη γειτονική χώρα για να στηρίξουν και να προωθήσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, προτρέποντας ουσιαστικά τους πολίτες της χώρας, όχι απλά να συμμετέχουν αλλά και να στηρίξουν με τη θετική τους ψήφο το ερώτημα του δημοψηφίσματος, ηττήθηκαν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι που δεν πρόκειται να «ξεχαστεί» από τους Δυτικούς συμμάχους, όσον αφορά το πολιτικό μέλλον του κ. Ζάεφ.

Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι η ύπαρξη και μόνο αυτού του κειμένου της «Συμφωνίας», δημιουργεί καταστάσεις στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, από τις οποίες η χώρας μας δε μένει ανεπηρέαστη.

(photo από την ιστοσελίδα newpost.gr)

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Πολιτικές ακροβασίες

Εάν οι ΑΝ.ΕΛΛ. υλοποιήσουν την υπόσχεση για απόσυρση της εμπιστοσύνης τους προς την κυβέρνηση, πριν το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών έρθει προς κύρωση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, και δεν προκηρυχθούν άμεσα εθνικές εκλογές, αυτό θα σημαίνει πως ο κ. Τσίπρας έχει επιλέξει να συνεργασθεί με το κομμάτι εκείνο της πολιτικής και κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης της κατεστημένης και διαχρονικής διαφθοράς, που φέρει ακέραια την ευθύνη για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική πτώχευση της χώρας.

Αυτή όμως η (πιθανή) επιλογή, ακυρώνει στην πράξη έναν εκ των βασικών πυλώνων συνεργασίας του με τους ΑΝ.ΕΛΛ., αλλά και διακαή πόθο της πλειονότητας των Ελλήνων, για την πλήρη διερεύνηση των σκανδάλων και την κάθαρση του πολιτικού (και όχι μόνο) συστήματος της χώρας, από το τμήμα εκείνο της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ που την οδήγησαν στη σημερινή της κατάσταση, υποθηκεύοντας ουσιαστικά το μέλλον των επόμενων γενεών των Ελλήνων.

Μοναδικός σκοπός, η -με κάθε τρόπο- κύρωση της Συμφωνίας, αλλά και η παραμονή του στην εξουσία για λίγους ακόμη μήνες, με την ελπίδα ότι θα καταφέρει να ανατρέψει τις σημερινές δυσμενείς προβλέψεις, προβάλλοντας το «κοινωνικό» του «πρόσωπο», εις βάρος όμως της εθνικής αξιοπρέπειας χάριν της μελλοντικής οικονομικής «ευρωστίας».

Θα έχει θέσει όμως παράλληλα τις βάσεις, για την αμφισβήτηση της ιστορικής συνέχειας και συνοχής της χώρας, υποθηκεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έστω και ένα τμήμα της αέναης πολιτιστικής και πολιτισμικής της κληρονομιάς.

Η τελική επιλογή, ήταν και παραμένει πάντα στους πολίτες.

(photo από δημοσίευμα της ιστοσελίδας kathimerini.gr)

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Επί του πρακτέου

 Η σχετική ελευθερία κινήσεων στις πολιτικές αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, μετά την τυπική έξοδο της χώρας με την ολοκλήρωση των προβλέψεων του 3ου μνημονίου, έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την δημοσιονομική πολιτική και τις παρεμβάσεις της στην αγορά εργασίας. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Κι εάν το «όπλο» για την εφαρμογή των προβλέψεων του (των) μνημονίου, ήταν οι δανειακές συμβάσεις, η έξοδός μας από αυτό δε σημαίνει ότι εκείνοι που ακόμη επιθυμούν τη συνέχιση της ασφυκτικής εποπτείας της χώρας, με σκοπό το δικό τους κέρδος, μένουν… «άοπλοι».
Τα «νέα όπλα» έχουν και αυτά όνομα και μάλιστα έχουν άμεση σχέση με το προηγούμενο. Λέγονται «Οίκοι Αξιολόγησης» και «Αγορές».
Κι εάν , λόγω ευρώ, δεν ασκούμε κρατική νομισματική πολιτική, εν τούτοις συνεχίζουμε να εκδίδουμε κρατικά ομόλογα.
Η τυπική (λοιπόν) έξοδος της Ελλάδας από την εποχή των μνημονίων, δίνει μεν ένα κίνητρο για μία καινούργια αρχή, αυτό όμως δεν παύει να είναι -κατ’ αρχήν- ψυχολογικό και με καθαρά συμβολικό χαρακτήρα.
Από την άμεση κατάρτιση, κοινή αποδοχή και την -όσο το δυνατόν- ταχύτερη εφαρμογή ενός Ορθολογικού και με μακρόπνοο Στρατηγικό Σχεδιασμό πλάνου πραγματικής και σε στέρεες βάσεις Ανάπτυξης της χώρας, θα μπορέσουμε κάποια στιγμή, στο μέλλον, ν’ αποκτήσουμε και πάλι την Αξιοπρέπεια που δικαιούται να έχει κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας πολίτης αυτής της χώρας.
Μέχρι τότε… καλόν αγώνα.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Στη Δημοκρατία των χαρακτηρισμών


Αρκεί ένα εξαιρετικά τραγικό γεγονός για να φέρει στην επιφάνεια σκέψεις, λέξεις,  συναισθήματα και πράξεις που η κάθε μία και ο καθένας από εμάς κρύβει καλά μέσα του. Έτσι και με την πρόσφατη πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική. Εκεί όπου το αρχικό σοκ διαδέχθηκε ο θρήνος κι αμέσως μετά -όπως παλιά και με την ίδια ταχύτητα- μια ανενδοίαστη πολιτική κόντρα που διεκδικεί τους ακροατές της μόνο ανάμεσα στους κομματικούς οπαδούς. Αφήνοντας αδιάφορη, εάν όχι εξοργισμένη, τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.

Διάλογοι που θα διεκδικούσαν άνετα τη θέση τους σ’ ένα ιδιότυπο Θέατρο του Παραλόγου, ζωντανεύουν ξανά μπροστά στα έκπληκτα μάτια, όσων δεν έχουν συνηθίσει στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που διεξάγεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα. Διάλογοι που θα μπορούσαν επίσης άνετα, να αλλάξουν αντικείμενο ενδιαφέροντος κι από το τραγικό γεγονός του θανάτου δεκάδων συνανθρώπων μας, να αφορούν, αλλάζοντας κάποιες λέξεις, την οικονομία, την εκπαίδευση, την εξωτερική πολιτική ή οποιαδήποτε άλλη έκφανση  πολιτικής κατεύθυνσης, ιδεολογίας και πρακτικής.

Το μόνο όμως που μένει πλέον ανέπαφο, είναι οι χαρακτηρισμοί.

Όχι εκείνοι που χρησιμοποιούνται στη συνήθη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά αυτοί που απευθύνονται ευθέως στο θυμικό των ακροατών της αντιπαράθεσης. Όχι τόσο στον πολιτικό αντίπαλο, αλλά κυρίως στον ψηφοφόρο. Αυτήν ή αυτόν που πρέπει να φοβηθεί, να τρομάξει, να έρθει στην ψυχολογική εκείνη κατάσταση που η λογική του θα δώσει τη θέση της στο συναίσθημα. Και με βάση αυτό το τελευταίο, να επιλέξει και τον δυνάστη του.

Επικίνδυνος, λαϊκιστής, φασίστας, ναζιστής, ακροδεξιός, εθνικιστής και τόσα άλλα, περιοδεύουν στη φρασεολογία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Κι αν για μία μερίδα της πρόσφατης πολιτικής πραγματικότητας της χώρας, αυτοί οι χαρακτηρισμοί θα μπορούσαν να έχουν κάποιο νόημα (αν όχι μια σίγουρη τοποθέτηση), στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούνται χωρίς φειδώ, απλά και μόνο για να ενεργοποιήσουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, του φόβου και της αποστροφής προς εκείνον ή εκείνους εναντίον των οποίων χρησιμοποιούνται.

Κάπως έτσι, η καθεστηκυία τάξη των διαχρονικά κερδίζοντας τα προς το (ευ) ζην από τη,          -θεσμική πλέον- θέση τους, όχι μόνο στο ελληνικό κοινοβούλιο, αλλά σε όλες τις βαθμίδες εφαρμογής ή/και προώθησης οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής, διαχειρίζονται με εκπληκτική επιτυχία τη μάζα (έτσι ίσως μας θεωρούν) των πολιτών. Εκείνων ακριβώς που με περισσή αφέλεια αλλά και οίστρο, όταν κληθούν, θα επιλέξουν και πάλι να στηρίξουν με την ψήφο τους, αυτές και αυτούς που θα τους δώσουν (πχ) την άδεια να χτίσουν στην παραλία.

Κι εάν για κάποιους η επιδίωξη για την κατάληψη (με την πλήρη έννοια του όρου) της εξουσίας, είναι αυτοσκοπός, θα υπάρχουν πάντα κι εκείνοι που η απλή επαφή τους με αυτή, λειτουργεί ως αφροδισιακός ορός που διαχέεται στις φλέβες τους, καταλαμβάνοντας κάθε μόριο της σκέψης τους. 

Κι έτσι, μιμούμενοι τους προέδρους κι αρχηγούς τους, χρησιμοποιούν το ίδιο λεξιλόγιο των χαρακτηρισμών, για να απευθυνθούν προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους (αν όχι εχθρούς!).

Ήταν φυσικό επακόλουθο το σύνολο πλέον του πολιτικού διαλόγου στην Ελλάδα, να περιστρέφεται γύρω από το ποιος ή ποιοι θα βρουν και θα χρησιμοποιήσουν το χειρότερο χαρακτηρισμό εναντίον του κατέχοντος τη θέση εξουσίας που ο ίδιος ή οι ίδιοι διεκδικούν.

Κρατώντας για τους εαυτούς τους την ιδέα του δημοκράτη, του προοδευτικού, εκείνου που γνωρίζει τα πώς, πότε και γιατί, εκείνου που -εντέλει- αν δε σου (πχ) βγάλει την άδεια για την οικοδομή στην παραλία, θα είναι «λιγότερο επικίνδυνος» για την δική σου Δημοκρατία.

Κι ίσως αυτό τελικά να είναι το ζήτημα.

Η «δική μας» Δημοκρατία. Η συλλογική εκείνη έννοια που δημιουργείται από τη σύνθεση των μικρών και απόλυτα διαστρεβλωμένων σκέψεων, ιδεών κι επιδιώξεων που έχει η κάθε μία κι ο καθένας από εμάς, για τον τρόπο λειτουργίας αυτού του πολιτεύματος.
Και κάπου εδώ, ο φαύλος κύκλος της ευθύνης ξεκινά.

Γιατί, ποιος ή ποιοι άλλοι μπορούν να είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία μιας ορθά νοούμενης και λειτουργούσας Δημοκρατίας, εάν όχι εκείνοι που με τις αποφάσεις τους, κυρίως σε θέματα Παιδείας, από την βρεφική ακόμη ηλικία, σφυρηλατούν τους αυριανούς εκλέκτορές τους; Και ποιος ή ποιοι αλήθεια θα θυσιάσουν στον βωμό της λογικής, το δικό τους προσωπικό συμφέρον, απεμπολώντας δια παντός το στρεβλά εννοούμενο δικαίωμά τους να χαρακτηρίζουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τροφοδοτώντας το θυμικό των κομματικών τους οπαδών;

Φοβάμαι ότι στη σημερινή Δημοκρατία των χαρακτηρισμών, οι Ιφιγένειες έχουν ήδη θυσιαστεί, και κανένας ούριος άνεμος δεν πρόκειται ποτέ να φυσήξει.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Επί της Συμφωνίας Ελλάδας – πΓΔΜ (Μέρος 3ο)

Το Δεύτερο Μέρος της Συμφωνίας και τα περισσότερα ίσως από τα Άρθρα που ακολουθούν μέχρι το τέλος της, είναι μία αντιγραφή με περισσότερες ή λιγότερες προσθήκες ή/και παραλείψεις, των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95.

Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 9, αποτελεί ουσιαστικά μία τυπική περιγραφή των όσων πρόκειται να ακολουθήσουν στη συνέχεια, ως εξειδικευμένες αναφορές στους τομείς «στρατηγικής συνεργασίας» που τα Μέρη πρόκειται να αναπτύξουν. Εντοπίζουμε εδώ, για πρώτη ίσως φορά τόσο ξεκάθαρα, την πρόβλεψη που υπάρχει στον τίτλο της Συμφωνίας, και αφορά την «εδραίωση στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των δύο Μερών».

Από την Ενδιάμεση Συμφωνία του ’95 ακόμη, κύριος στόχος και ξεκάθαρη επιδίωξη τόσο του ΟΗΕ, όσο και των άλλων φορέων (διεθνών, περιφερειακών ή άλλων) ήταν η προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός κλίματος αμοιβαίας συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ. Ενός κλίματος δηλαδή, που θα βοηθούσε, σε βάθος χρόνου, και στην επίλυση του -ή των- κύριων ζητημάτων που απασχολούσαν τις δύο χώρες.

Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η πρόταση που υπάρχει στην 3η παράγραφο του Άρθρου 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η οποία ανέφερε ότι τα Μέρη « … θα λάβουν πρακτικά μέτρα ώστε, η διαφορά τους για το όνομα του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), δε θα εμποδίζουν ή θα παρεμβαίνουν στις εμπορικές σχέσεις (όχι μόνο μεταξύ Ελλάδος και πΓΔΜ, που προβλέπεται στην αμέσως προηγούμενη πρόταση, αλλά και )του Δευτέρου Μέρους με τρίτες χώρες»

Με το σκεπτικό ότι α) η βασική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, ήταν -κυρίως- το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ,  β) τόσο η Ελλάδα όσο και η πΓΔΜ είχαν κάθε συμφέρον ( ; ) να ΜΗΝ εγείρουν άλλα ζητήματα, όπως (πχ) ασφάλειας, απειλής κατά της εδαφικής ακεραιότητας κλπ και γ) η ανάπτυξη διμερών σχέσεων, σε κάθε επίπεδο, ευνοούσε την εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης, το (ή τα) βασικά ζητήματα που έπρεπε εξ αρχής να αποτελέσουν τον βασικό πυρήνα κάθε περαιτέρω συζήτησης για την ανάπτυξη διμερών σχέσεων, μπήκαν στο περιθώριο και αφέθηκαν να χρονίζουν. Με την διεθνή δε ανάπτυξη της προπαγάνδας της πΓΔΜ, η οποία (για συγκεκριμένους λόγους σε κάποιους) έβρισκε «ευήκοα ώτα» και κέρδιζε την αποδοχή, η Ελλάδα αναγκαζόταν  συχνά να πέφτει στην «παγίδα» της υπεράσπισης ΜΟΝΟ του ονόματος της «Μακεδονίας», και όχι με τις συνέπειες της εδραίωσης μιας διεθνούς πεποίθησης, ότι το γειτονικό κράτος είχε κάθε δικαίωμα να φέρει το όνομα που επιθυμούσε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, ως  υποτιθέμενος «κληρονόμος» αυτού του ονόματος και όχι ως «δικαιούχος» του, δημιουργούσε πλείστα όσα ζητήματα ασφάλειας στην περιοχή.

Με λίγα λόγια, αν και δε μου ταιριάζει ο ρόλος της «Κασσάνδρας», τα υπαρκτά ζητήματα ασφαλείας που υπήρχαν και θα συνεχίσουν (δυστυχώς) να υπάρχουν, πλέον ΚΑΙ για τις δύο χώρες, γίνεται ή πρόκειται να γίνει πιο εντατική προσπάθεια να παρακαμφθούν, μέσω της ανάπτυξης διμερών (εμπορικών κυρίως) σχέσεων, μεταξύ των δύο χωρών.

Επιστρέφοντας στο Άρθρο 9, θα πρέπει να σημειώσω ότι για πρώτη φορά επίσης, συναντούμε τους όρους «Σχέδιο Δράσης» και «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), όπου τα «υφιστάμενα» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) ΜΟΕ, «θα ενσωματωθούν στο προαναφερόμενο Σχέδιο Δράσης» το οποίο «θα εμπλουτίζεται και θα αναπτύσσεται διαρκώς», όπως προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου Άρθρου.

Και ποια είναι αυτά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ;

Εάν εξαιρέσει κανείς τις εξαιρετικά σημαντικές προβλέψεις της Συμφωνίας οι οποίες έχουν προηγηθεί, και συνιστούν βασικές παραμέτρους σε κάθε Σχέδιο Δράσης για την εφαρμογή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ δύο χωρών, όπως είναι (πχ) η δημιουργία της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές στα σχολικά εγχειρίδια ΚΑΙ των δύο χωρών, ας δούμε τι άλλο προβλέπεται.

Στο Άρθρο 10, τα Γραφεία Συνδέσμου της Ελλάδας και της πΓΔΜ σε Σκόπια και Αθήνα αντίστοιχα, η δημιουργία των οποίων προβλεπόταν στην παρ. 2  του Άρθρου 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αναβαθμίζονται πλέον σε Πρεσβείες, ενώ τα υπάρχοντα (αν και δεν προβλεπόταν πουθενά) Γραφεία Προξενικών, Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στις πόλεις Μπίτολα (Μοναστήρι – ως δική μου παρέμβαση στη Συμφωνία, μιας και δεν αναφέρεται) και Θεσσαλονίκη, αναβαθμίζονται σε Γενικά Προξενεία.

Σημαντική διευκρίνιση, η αναβάθμιση αυτή θα πρέπει να γίνει ΜΕΤΑ την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας.

Στο Άρθρο 11, αν και συγκαλυμμένα, αφήνεται (κατά τη γνώμη μου) να διαφανεί, το υποκριτικό ενδιαφέρον των εμπνευστών της Συμφωνίας, για « … την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Αναφέρει συγκεκριμένα. «Τα μέρη θα συνεργάζονται στενά, διμερώς και στο πλαίσιο περιφερειακών Οργανισμών και πρωτοβουλιών, με σκοπό να διασφαλιστεί η εξέλιξη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε μία περιοχή ειρήνης, ανάπτυξης και ευημερίας για τους λαούς της». Αν καταλαβαίνω καλά δηλαδή, η περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μία ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει (εκτός της Ελλάδας και της πΓΔΜ) ένα σύνολο κρατών όπως η Αλβανία, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία, η Σερβία και εν μέρει η Τουρκία, η Ιταλία και η Σλοβενία, βρίσκεται σε αστάθεια και οι λαοί της δεν απολαμβάνουν την ειρήνη, την ανάπτυξη και την ευημερία που τους αξίζει. Αποφεύγοντας το «καυτό»ερώτημα του ποιος ή ποιοι δημιούργησαν τις συνθήκες για κάτι τέτοιο (αν ισχύει), θα αρκεστώ απλά στο ερώτημα του ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτής της αναφοράς στο Άρθρο 11.

Μήπως η ειρήνη, η ανάπτυξη και η ευημερία όλων των προαναφερομένων χωρών, εξαρτάται από τις καλές σχέσεις γειτονίας της … Ελλάδας με την πΓΔΜ ;;!!

Κι αν είναι έτσι … μήπως τελικά το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας, δεν ήταν (και δεν είναι) το μόνο και το πιο σημαντικό ζήτημα μεταξύ των δύο χωρών, αλλά αυτό που ήδη έχω προαναφέρει ; Ένα ευρύτερο ζήτημα ασφάλειας που δημιουργεί προβλήματα αστάθειας σε όλη αυτή την περιοχή ;

Το μέλλον θα δείξει.

Το δεύτερο εδάφιο του Άρθρου 11, είναι μία «επανάληψη» της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 2 της Συμφωνίας, το οποίο αναφέρεται στην δέσμευση υποστήριξης από τη χώρα μας των αιτήσεων υποψηφιότητας της πΓΔΜ σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς Οργανισμούς. Μόνο που τώρα, αυτή η «δέσμευση» γίνεται … αμοιβαία. Και η πΓΔΜ δηλαδή, θα πρέπει να υποστηρίζει την υποψηφιότητα της Ελλάδας, σε Οργανισμούς όπου η ίδια είναι ήδη μέλος. Το ποιοι είναι αυτοί ( ;! )και γιατί (όπως έχω ήδη ρωτήσει) η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματός της να έχει ενστάσεις, οι οποίες ΔΕΝ έχουν να κάνουν με το όνομα της πΓΔΜ, για την υποψηφιότητα και ένταξη της γείτονος σε διεθνείς (κλπ) Οργανισμούς, δεν το γνωρίζω και δεν το έχω καταλάβει ακόμη.

Η σημαντικότητα του Άρθρου 12, υπό τον τίτλο «Πολιτική και Κοινωνική Συνεργασία», συνίσταται στην πρόβλεψή του για την δημιουργία (όπς έχει ήδη αναφερθεί) του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), το οποίο προβλέπεται στην παρ. 2 αυτού του Άρθρου. Ένα Συμβούλιο στο οποίο επικεφαλής θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ποιοι άλλοι θα το αποτελούν ως κύριο (φυσικά) Σώμα.

Αρμοδιότητα του Συμβουλίου, το οποίο αναφέρεται ότι θα συνεδριάζει ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ μία φορά το χρόνο, αναφέρεται ότι θα είναι « … η σωστή και αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της Συμφωνίας και του ΑΠΟΡΡΕΟΝΤΟΣ ΕΞ ΑΥΤΗΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ» (τα κεφαλαία δικά μου).

Το ποιο είναι αυτό το «Σχέδιο Δράσης», το οποίο «συναντήσαμε» για πρώτη φορά στο Άρθρο 9 της Συμφωνίας, ποιες οι συγκεκριμένες προβλέψεις του στο ΣΥΝΟΛΟ τους και ποια τα συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εντός των οποίων θα πρέπει αυτές ΣΥΝΟΛΙΚΑ να εφαρμοστούν, είναι κάτι που, μέσα στην γενικότερη αοριστία της Συμφωνίας, δεν πρόκειται ίσως να μάθουμε ποτέ.

Και αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του ίδιου Άρθρου, το οποίο αναφέρει ότι το ΑΣΣ « … ΘΑ ΛΑΜΒΆΝΕΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ, και θα προωθεί δράσεις και μέτρα για την βελτίωση και την αναβάθμιση της διμερούς συνεργασίας των δύο Μερών, και θα αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα που τυχόν προκύψουν κατά την εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και του απορρέοντος εξ αυτής Σχεδίου Δράσης, με στόχο την επίλυσή τους» (τα κεφαλαία δικά μου).

Αν και στα επόμενα Άρθρα της Συμφωνίας, γίνεται μία προσπάθεια καθορισμού των «δράσεων και ενεργειών» που πρέπει να αναλάβουν οι δύο χώρες, όπως θα δούμε παρακάτω, η αοριστία, η ασάφεια και η εμμονή στην απλή περιγραφή των «δράσεων και ενεργειών» και όχι η συγκεκριμενοποίησή τους, καθιστά οποιοδήποτε Σχέδιο Δράσης, εκ των προτέρων αποτυχημένο. Άλλωστε, εάν οι καλές προθέσεις και των δύο χωρών ήταν δεδομένες, όσον αφορά τη συνεργασίας τους σε όλους τους τομείς που τους ενδιαφέρουν, ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, στο οποίο μάλιστα επικεφαλείς θα είναι οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών, εάν δεν επρόκειτο για μία συγκαλυμμένη αναγνώριση  των υπαρκτών προβλημάτων, που όχι μόνο δεν επιλύει, αλλά επιτείνει η υπάρχουσα Συμφωνία ;

Οι παράγραφοι 4 & 5 του Άρθρου, αποτελούν μία (πιο αναλυτική) αντιγραφή του Άρθρου 10 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, και αναφέρονται « … στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση των επαφών μεταξύ των πολιτών των δύο χωρών» τις οποίες τα δύο κράτη δεσμεύονται να « … υποστηρίζουν και ενθαρρύνουν» σε όλα τα επίπεδα. Είμαι σίγουρος δε ότι διάφοροι Σύλλογοι και άλλες οντότητες και στις δύο χώρες, με κάθε επισημότητα και εντός των νόμιμων πλέον πλαισίων λειτουργίας τους ΚΑΙ εντός της Ελλάδας, πρόκειται πρόθυμα να αναλάβουν αυτό το έργο.

Το Άρθρο 13, στο οποίο έχει ήδη αναφερθεί μεγάλη μερίδα των σχολιαστών της Συμφωνίας, είναι αντιγραφή του (συμπτωματικά ; ) Άρθρου 13 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, και αναφέρεται στην ιδιότητα της πΓΔΜ ως «περίκλειστου κράτους» και των δικαιωμάτων που τα κράτη αυτἀ «απολαμβάνουν» με βάση τις προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντιναύαρχος ε.α. κ. Στ. Πολίτης «τον ορισμό των περίκλειστων κρατών (ή κρατών άνευ ακτών ή μεσογείων), μας τον δίνει το άρθρο 124 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 1α του παραπάνω άρθρου, “Περίκλειστο Κράτος σημαίνει το Κράτος που δεν έχει θαλάσσιες ακτές”. Τον ορισμό των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών μας τον δίνει το άρθρο 70 της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ο ορισμός αυτός περιορίζεται στα παράκτια κράτη που μπορεί να βρέχονται ακόμα και από κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες και ανήκουν σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες : Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται, τα κράτη που λόγω της γεωγραφικής μορφολογίας τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διατροφής σε ψάρια ενός μέρους ή και του συνόλου του πληθυσμού τους και γι’ αυτό κατ’ ανάγκη εξαρτώνται άμεσα από την αλιεία στις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες άλλων κρατών της περιοχής ή υπoπεριoχής τους. Στην δεύτερη κατηγορία, κατατάσσονται αυτά που δεν μπορούν να διεκδικήσουν δικές τους αποκλειστικές οικονομικές ζώνες.

«Θα πρέπει να διευκρινιστεί εδώ ότι βασική υποχρέωση του παράκτιου κράτους», συνεχίζει ο κ. Πολίτης, «είναι o προσδιορισμός των αλιευτικών δυνατοτήτων του σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη εντός της αποκλειστικής οικονομικής του ζώνης. Η νέα Σύμβαση παρέχει σε όλα τα περίκλειστα όπως και σε όλα τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη, τo δικαίωμα συμμετοχής σε ισότιμη βάση, στην εκμετάλλευση προσήκοντος μέρους του πλεονάσματος των ζωικής προέλευσης πόρων, από τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες των παρακτίων κρατών της ίδιας υπoπεριοχής ή περιοχής».

Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί εδώ, όπως αναφέρει ο κ. Πολίτης, ότι «η συμμετοχή των γεωγραφικώς μειονεκτούντων κρατών αλλά και των περίκλειστων, στην εκμετάλλευση των βιολογικών πόρων της Αποκλειστικής Oικονομικής Ζώνης των παράκτιων κρατών, βασίζεται σε διατάξεις τις νέας Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας μη αυτοδύναμης εφαρμογής. Γι' αυτό απαιτείται η σύναψη συμφωνιών για τον καθαρισμό των όρων και των τρόπων της συμμετοχής. Είναι αυτονόητο ότι μέχρι να τεθούν σε ισχύ αυτές οι εκτελεστικές συμφωνίες δεν θα μπορούν τα κράτη άνευ ακτών ούτε τα γεωγραφικώς μειονεκτούντα, να απολαμβάνουν το δικαίωμα που τους παρέχει η Σύμβαση.
Στις συμφωνίες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, inter alia (μεταξύ άλλων), και οι παρακάτω συντελεστές :

α. Η ανάγκη αποφυγής επιβλαβών συνεπειών στις αλιευτικές κοινότητες ή τις βιομηχανίες κατεργασίας αλιευμάτων του παρακτίου κράτους.

β. Η έκταση της συμμετοχής ή η έκταση του δικαιώματος συμμετοχής που μπορεί να έχει τo άνευ ακτών ή τo γεωγραφικώς μειονεκτούν κράτος στην εκμετάλλευση των ζωικής προέλευσης πόρων των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών άλλων παρακτίων κρατών, σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών άρθρων της νέας Σύμβασης, κάτω από τις υφιστάμενες διμερείς, υπoπεριφερειακές ή περιφερειακές συμφωνίες.

γ. Η έκταση με την οποία άλλα άνευ ακτών και γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη ήδη συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των ζώντων πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης του παράκτιου κράτους και τη συνακόλουθη ανάγκη αποφυγής συγκεκριμένης επιβάρυνσης ενός οποιουδήποτε παρακτίου κράτους ή μέρους αυτού.

δ. Οι ανάγκες διατροφής των πληθυσμών των αντίστοιχων κρατών.

Αυτό (ουσιαστικά και τυπικά) σημαίνει υποχρέωση συνομολόγησης υποχρεωτικής συμφωνίας μετά από τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργειες . Αφού οι συμφωνίες αυτές αφορούν στην ικανοποίηση δικαιώματος, δεν μπορεί να μην έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα. Τι θα συμβεί όμως αν οι διαπραγματεύσεις που θα πραγματοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της προπαρασκευής δεν μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία ; Σύμφωνα με γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης, μια υποχρέωση για διαπραγμάτευση δεν προϋποθέτει μια υποχρέωση τελικής συμφωνίας . Η υποχρέωση των μερών δηλαδή, εκπληρώνεται απλώς με την καλόπιστη προσπάθεια τους, εφόσον βέβαια αυτή απλώθηκε σε όλο το εύρος των διαφωνιών που προέκυψαν κατά τις διαπραγματεύσεις. Η ερμηνεία όμως αυτή δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το πνεύμα της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας» αναφέρει ο κ. Πολίτης.

Για να μη κουράσω με περισσότερους όρους και στοιχεία, αυτό που τυπικά και ουσιαστικά αναφέρει το Άρθρο 13 της παρούσας Συμφωνίας, είναι το ότι η πΓΔΜ, έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει από την Ελλάδα την έναρξη διαπραγματεύσεων για την πρόσβαση των επαγγελματιών αλιέων της στις θάλασσες της χώρας μας, με σκοπό τόσο τον βιοπορισμό τους, όσο και την κάλυψη των αναγκών της γειτονικής χώρας σε αλιεύματα. Αυτό βέβαια εφόσον η Ελλάδα έχει εκτελέσει την υποχρέωσή της για τον «προσδιορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων της, σε συνδυασμό με τον καθαρισμό του επιτρεπόμενου ορίου αλίευσης (καθώς) αυτά τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό του πλεονάσματος στο oπoίo θα έχουν πρόσβαση άλλα κράτη (η πΓΔΜ) εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης».

Με δυο λόγια, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας.

Έχει ενδιαφέρον πάντως, όπως αναφέρει ο Ν. Λυγερός σε άρθρο του, ότι μια χώρα που έχει ένα 25% πληθυσμό αλβανικής καταγωγής, δεν περιορίζεται στην Αλβανία για πρόσβαση στην Αδριατική, αλλά προσπαθεί να έχει ένα άνοιγμα μέσω της Ελλάδας.

Η «ανάγκη» για την εδραίωση και εμβάθυνση των οικονομικών (και άλλων) σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, σε απόλυτη συμφωνία και (εν πολλοίς) αντιγραφή των Άρθρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του ’95, συνεχίζεται και στα επόμενα άρθρα της Συμφωνίας.
Έτσι, στο Άρθρο 14, εντοπίζουμε (και πάλι) τις έννοιες «συνεργασία», «ενδυνάμωση», «αύξηση και εμβάθυνση», «ενθάρρυνση», «ιδιαίτερη έμφαση» κλπ, οι οποίες αναφέρονται στις σχέσεις των δύο χωρών.

Επαναλαμβάνονται δε και οι όροι «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» (ΜΟΕ), και «Σχέδιο Δράσης».

Οι όροι και οι έννοιες αναφέρονται πλέον σε αρκετά πιο συγκεκριμένη βάση, και αφορούν τους τομείς (σε αυτό το Άρθρο) της «γεωργίας, ενέργειας, περιβάλλοντος, βιομηχανίας, υποδομών, επενδύσεων, τουρισμού, εμπορίου και μεταφορών», αλλά και των «επενδύσεων» και της λήψης μέτρων κατά της υπερβολικής γραφειοκρατίας» και των «θεσμικών, διοικητικών και φορολογικών εμποδίων», με τη δέσμευση και των δύο χωρών για την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη «συνεργασία μεταξύ εκατέρωθεν εταιρειών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών».

Ίσως σκέφτηκαν πως έτσι, θα περιοριστούν τα φαινόμενα διεκδίκησης και χρήσης των όρων «Μακεδονικός/η/ο», μιας και … η σύμπραξη με σκοπό το «αμοιβαίο οικονομικό όφελος», θα υπερτερούσε έναντι των προβλημάτων. Μένει να το δούμε.

Ακόμη μεγαλύτερη «εξειδίκευση» των στόχων της «καλής συνεργασίας», έπρεπε μάλλον να δοθεί στους τομείς της «ενέργειας». των «υποδομών» και των «μεταφορών». Δεν δικαιολογείται αλλιώς η ύπαρξη δύο ξεχωριστών παραγράφων, εντός του ίδιου Άρθρου 14, για την περαιτέρω διευκρίνιση του «τι εννοούμε όταν λέμε συνεργασία» σε αυτούς τους, εξαιρετικά σημαντικούς και προσοδοφόρους, τομείς.

Στην παρ. 4 λοιπόν του Άρθρου, διαβάζουμε πως «τα Μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά στην ενέργεια, ιδίως δια της κατασκευής, συντήρησης και χρήσης διασυνδεόμενων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου (υφιστάμενων, υπό κατασκευή και σχεδιαζόμενων), και όσον αφορά στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, περιλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών, της αιολικής, της υδρο-ηλεκτρικής ενέργειας» για να γίνει ακόμη πιο επιτακτική στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου, το οποίο αναφέρει ότι «πιθανά εκκρεμή ζητήματα θα αντιμετωπισθούν χωρίς καθυστέρηση, με τη σύναψη αμοιβαίως επωφελών διακανονισμών, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο» ενώ ως Ελλάδα, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να «διευκολύνουμε» την πΓΔΜ «με κατάλληλη μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας».

Άριστα ! Μέσα σε «πέντε γραμμές» καταστήσαμε την γειτονική χώρα μέρος της «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής» πριν καν αυτή γίνει μέλος της Ε.Ε.

Θα σκεφτεί κανείς, «δεν υπάρχουν δηλαδή και άλλες χώρες εκτός ΕΕ που έχουν αυτό το ρόλο» ;
Σαφώς και ναι. Με ποια όμως από αυτές η Ελλάδα είχε και έχει (και φοβάμαι ότι θα συνεχίσει να έχει) ισχυρές διαφωνίες ουσίας, σε πολύ σημαντικά ζητήματα ;
Το πρόσφατο βέβαια «παράδειγμα» με τη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας - Αλβανίας (και Ιταλίας) για την διέλευση του αγωγού ΤΑΡ, ίσως να αποτελεί μία ενθαρρυντική παράμετρο για την ομαλή εξέλιξη αυτής της πρόβλεψης. Μένει να το δούμε (και αυτό)

Θα πρέπει όμως, για να εκφράσω πιο αναλυτικά τους «φόβους» μου, να θέσω το ερώτημα. Δηλαδή, σε όποιες μελλοντικές μας ενέργειες ως χώρα, εάν κατασκευάσουμε, σχεδιάσουμε ή συζητήσουμε την προοπτική να δεχθούμε οποιαδήποτε νέα διέλευση αγωγών φυσικού αερίου ή πετρελαίου, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν την δέσμευση μας για την υποστήριξη της πΓΔΜ όσον αφορά αυτόν το σχεδιασμό ;

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση, ο όρος «διασυνδεόμενων αγωγών» δεν αφορά τη διασύνδεση αγωγών μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, αλλά αγωγούς που διασυνδέονται μεταξύ τους για την μεταφορά φυσικού αερίου ή πετρελαίου, ανεξάρτητα από το εάν αυτοί αφορούν ή όχι ΚΑΙ το γειτονικό κράτος.

Στην παρ. 5 του Άρθρου που αφορά τις υποδομές και μεταφορές, διαβάζουμε ότι «τα Μέρη θα προωθούν, θα επεκτείνουν και θα βελτιώνουν συνέργειες στους τομείς των υποδομών και των μεταφορών, καθώς και, στη βάση της αμοιβαιότητας, στους τομείς των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, αεροπορικών και επικοινωνιακών διασυνδέσεων …». Εκείνο δε «στις αρχές της αμοιβαιότητας» όσον αφορά τη συνέργειά μας με την πΓΔΜ στον τομέα των … θαλάσσιων υποδομών και μεταφορών, μόνο ως … πλεονασμό (το λιγότερο) μπορώ να το χαρακτηρίσω.

Αμέσως μετά δε, στο επόμενο εδάφιο της παραγράφου, η … αλληλο-διευκόλυνση μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά τη μεταξύ τους «διαμετακόμιση αγαθών, φορτίων και προϊόντων μέσω των υποδομών, περιλαμβανομένων των λιμένων και αερολιμένων στο έδαφος καθενός εκ των Μερών» αρκεί για να απομακρύνει μεταξύ τους ακόμη περισσότερο τις άκρες των χειλιών, σχηματίζοντας πλέον ένα εμφανές χαμόγελο, με τη σκέψη και μόνο ότι η Ελλάδα θα διευκολυνθεί από τη … χρήση των λιμένων της πΓΔΜ, για τη μεταφορά αγαθών προς αυτή. Ποιος ξέρει όμως. Ίσως στο μέλλον … να γίνει και αυτό ! Μην πάει κάπου ο νους σας. Στην εκμετάλλευση του Αξιού ως πλωτό ποταμό αναφέρομαι. Και οι Συμφωνίες, πρέπει να τηρούνται.

Οι επόμενες παράγραφοι 6, 7 και 8 του Άρθρου, εξειδικεύουν λίγο περισσότερο τις επαναλαμβανόμενες (σε κουραστικό πλέον βαθμό αοριστίας) προβλέψεις για συνεργασία στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, του τουρισμού αλλά και την «βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των διασυνοριακών σημείων διέλευσης», ακόμη και με την κατασκευή «νέων σημείων» για την διευκόλυνση των ροών (ανθρώπων και … φυσικά προϊόντων).

Η παράγραφος 9 όμως, προβλέπει και κάτι παραπάνω. Την θέσπιση δηλαδή μιας «Κοινής Διυπουργικής Επιτροπής», με σκοπό την «καλύτερη δυνατή συνεργασία στους ανωτέρω τομείς της οικονομικής εταιρικής σχέσης». Όλο και περισσότερο, η Συμφωνία μοιάζει να μετατρέπεται σε … Εταιρικό Σύμφωνο !

Η Επιτροπή προβλέπεται ότι θα συνεδριάζει (και αυτή) τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο, έχοντας ως αρμοδιότητα να «καθοδηγεί την πορεία της διμερούς συνεργασίας, τη συνολική εφαρμογή των σχετικών τομεακών δράσεων …» κλπ.

Η «αγωνία» των συντακτών της παρούσας Συμφωνίας, όσο και εκείνων της Ενδιάμεσης μιας και -πάνω κάτω- προέβλεπε τα ίδια, και το πόσο νοιάζονται για την ευημερία των δύο λαών, μέσω της εδραίωσης των … εμπορικών τους σχέσεων, δε λέγεται !

Μέχρι και τα Εμπορικά Επιμελητήρια των δύο χωρών θα ενθαρρυνθούν να αποκτήσουν «στενότερη επικοινωνία» μεταξύ τους. Το ότι οι Πρόεδροι των περισσοτέρων Εμπορικών (και άλλων) Επιμελητηρίων, έχουν ταχθεί, εάν όχι κατά τότε, με μεγάλες επιφυλάξεις για τις προβλέψεις αυτής της Συμφωνίας, αποτελεί μία απλή λεπτομέρεια !

Το Άρθρο 15, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς της Εκπαίδευσης, της Επιστήμης, του Πολιτισμού, της Έρευνας, της Τεχνολογίας, της Υγείας και των Μεταφορών», με το «Μεταφορών» μάλλον να προέκυψε από τη βιασύνη του μεταφραστή, μιας και το αγγλικό κείμενο αναφέρει «Sports», δηλαδή «Αθλητισμού», θα περίμενε κανείς ότι θα «έπιανε» αρκετό μέρος της Συμφωνίας. Εν τούτοις, αποτελείται από μόλις 4 παραγράφους και περίπου (συνολικά) 25 γραμμές !

Θα μπορούσε (σκωπτικά) να πει κανείς ότι, είναι μεγαλύτερος ο τίτλος, παρά τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο.

Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς ότι η πρόβλεψη για τη συνεργασία στον τομέα της Υγείας, περιορίζεται στη φράση «θα πρέπει να προωθηθεί η διμερής συνεργασία στον τομέα της υγείας, περιλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης» ;!

Όσον αφορά δε τις προβλέψεις για την «ανάπτυξη και βελτίωση» των διμερών σχέσεων και στους τομείς της «επιστημονικής, τεχνολογικής και τεχνικής συνεργασίας …», στον τομέα «της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων …», της «έρευνας επί των νέων τεχνολογιών …» αλλά και των «πολιτιστικών σχέσεων και του αθλητισμού …», η επανάληψη στην καταγραφή ή/και αντιγραφή του «πνεύματος» της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, επαναλαμβάνεται.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο επόμενο Άρθρο 16, υπό τον τίτλο «Συνεργασία στους τομείς Αστυνομίας και Πολιτικής Προστασίας», με το «Αστυνομίας» να ΜΗΝ έχει προκύψει (αυτή τη φορά) από λάθος στη μετάφραση, αλλά … από την ακριβή μετάφραση του «Police» που υπάρχει και στο αγγλικό κείμενο. Κι έτσι μάθαμε ότι η «Αστυνομία» και όχι η «Δημόσια Τάξη», αποτελεί ΤΟΜΕΑ συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Ίσως το «Public Order» να φάνταζε … ακραίο (!)
Στις δύο παραγράφους του Άρθρου, γίνεται μία σχετικά εκτενής αναφορά στους τομείς συνεργασίας σε αυτούς τους δύο τομείς, που αφορούν (μεταξύ άλλων) το οργανωμένο έγκλημα, την τρομοκρατία, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, την εμπορία ή/και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, αλλά και στην πρόληψη και διαχείριση φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών. Εν πολλοίς, πρόκειται και πάλι για μία πιο αναλυτική περιγραφή των τομέων συνεργασίας, που προβλέπονταν ήδη στο Άρθρο 20 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.

Τα σχόλια γι’ αυτό το Άρθρο και τις προβλέψεις του, σε σχέση με τα όσα κατά καιρούς αναφέρουν δημοσιεύματα που έχουν να κάνουν, τόσο με την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην γειτονική χώρα, όσο και με ζητήματα τρομοκρατίας, είναι νομίζω περιττά.

Το Άρθρο 17 φέρει τον τίτλο «Αμυντική Συνεργασία» και αναφέρεται στην «ενίσχυση και επέκταση» της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, με (μεταξύ άλλων) τις εκατέρωθεν  επισκέψεις της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, τη μεταφορά τεχνογνωσίας αλλά και την εκπαίδευση του προσωπικού. Το σίγουρο είναι ότι, με τον νυν υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας κ. Π. Καμμένο, να έχει ταχθεί ανοιχτά και δημόσια εναντίον αυτής της Συμφωνίας, η πρόβλεψη για «εκατέρωθεν επισκέψεις της πολιτικής ηγεσίας» θα πέσει (μάλλον) «στους ώμους» του Αναπληρωτή Υπουργού κ. Φ. Κουβέλη.

Το Άρθρο 18 της Συμφωνίας, είναι μία αντιγραφή του Άρθρου 12 της Ενδιάμεσης, και αναφέρεται στις «Συμβατικές Σχέσεις» ή, ορθότερα, στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έτσι όπως αυτές έχουν καθοριστεί από προηγούμενες Συμφωνίες και Συμβάσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, όπως αναφέρεται στο κείμενο), και ειδικότερα της Συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ των δύο χωρών, τον Ιούνιο του 1959.

Το συγκεκριμένο Τεύχος Α’ του ΦΕΚ με αριθμό 238, το οποίο εκδόθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1959, ουσιαστικά και τυπικά, κυρώνει με το Νομοθετικό Διάταγμα 4009, τη «Συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων του Βασιλείου της Ελλάδας και της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, υπογραφείσης την 18ην Ιουνίου 1959, περί αμοιβαίων δικαστικών σχέσεων» όπως αναφέρεται στον τίτλο της. Πρόκειται δηλαδή για μία συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, στην προσπάθειά τους να συνεργαστούν με σκοπό την πιο εύρυθμη λειτουργία επί μιας σειράς ζητημάτων που αφορούν τη Δικαιοσύνη.

Όσον αφορά δε τον «ντόρο» που έγινε για την ΔΗΘΕΝ αναγνώριση από το 1959 ακόμη από την Ελλάδα, του γειτονικό κράτους με ονομασία που φέρει τον όρο «Μακεδονία», λόγω της σχετικής αναφοράς στο Άρθρο 7 αυτού του ΦΕΚ, γνώμη μου είναι ότι, από τη στιγμή που η Συμφωνία αυτή αφορούσε τη συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Δικαιοσύνης των δύο κρατών, και εφόσον η Γιουγκοσλαβία ως Ομόσπονδο κράτος αποτελούνταν από διαφορετικά κράτη με τις δικές τους (εν πολλοίς) κυβερνήσεις με τα δικά τους υπουργεία, πώς ήταν δυνατό να ΜΗΝ αναφερθεί η συνεργασία μεταξύ του ΣΥΝΟΛΟΥ των ομόσπονδων κρατών και της Ελλάδας ; Θα έπρεπε δηλαδή να … εξαιρεθεί το συγκεκριμένο ομόσπονδο κράτος από τη Συμφωνία, επειδή η ίδια η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας το ονόμαζε έτσι ; Στην περίπτωση δηλαδή που η Ελλάδα έχει υπογράψει μία ανάλογη Συμφωνία με την (πχ) Γερμανία, δε θα έπρεπε να αναφερθούν τα ανάλογα και αντίστοιχα υπουργεία των ομόσπονδων κρατών της ;

Επί της ουσίας των προβλέψεων του Άρθρου τώρα, αυτό που, κατά τη γνώμη μου, έχει σημασία, είναι η συμφωνία των δύο χωρών όσον αφορά την διάθεσή τους στο να εντοπίσουν και άλλες συμφωνίες μεταξύ της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, «οι οποίες θα θεωρηθούν κατάλληλες για εφαρμογή στις αμοιβαίες τους σχέσεις». Δηλαδή τρεις σχεδόν δεκαετίες τώρα, δεν είμαστε σίγουροι για το τι Συμφωνίες υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και η πρόβλεψη (στην παρ. 2 του Άρθρου) ότι «όλα τα διεθνή κείμενα που δεσμεύουν ΔΙΜΕΡΩΣ τα Μέρη, θα παραμείνουν σε ισχύ …» κλπ. (τα κεφαλαία δικά μου). Χωρίς να μπορώ να είμαι σίγουρος, πώς εξηγείται αυτό το «διμερώς» μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, όταν θεσμικοί εκπρόσωποί της σε καμία περίπτωση δεν είχαν συνάψει ΔΙΜΕΡΗ συμφωνία με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάς με θεσμικούς εκπροσώπους της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, ως ενιαία κρατική ομοσπονδιακή οντότητα ;

Πώς είναι νομικά δυνατό, μία υπογεγραμμένη Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της (πρώην) Γιουγκοσλαβίας, να μεταφράζεται ΑΥΤΟΜΑΤΑ και ως ΔΙΜΕΡΗΣ Συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ, χωρίς καμία εκ των προτέρων έρευνα και συγκεκριμένη καταγραφή της (όποιας) Συμφωνίας ;

Δεν το γνωρίζω και ελπίζω να μην δημιουργήσει (και αυτή) η πρόβλεψη, ζητήματα ερμηνείας της.

Πλησιάζοντας προς το τέλος αυτής της κριτικής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και την πΓΔΜ, το Άρθρο 19 αναφέρεται στην «Επίλυση των Διαφορών» μεταξύ των δύο χωρών και το πώς αυτές θα πρέπει να διαχειρίζονται.

Όπως είναι αναμενόμενο, και εδώ υπάρχει μία πιο εκτενής αναφορά, σε σχέση με το Άρθρο 21 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, στον τρόπο με τον οποίο οι δύο χώρες θα πρέπει να χειριστούν ζητήματα διαφωνίας, που αφορούν την εφαρμογή της Συμφωνίας. Εάν δηλαδή κάποια από τις δύο χώρες πιστεύει ότι η άλλη «δεν δρα σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας», θα πρέπει, κατ’ αρχήν να «γνωστοποιήσει τις ανησυχίες του στο άλλο Μέρος» και να αναζητήσει μία λύση «μέσω διαπραγματεύσεων». Εάν δεν προκύψει μία αμοιβαία αποδεκτή λύση με αυτόν το τρόπο, μπορούν, ΜΟΝΟ όμως κατόπιν κοινής τους συμφωνίας, να απευθυνθούν στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Εάν και αυτό «δεν πιάσει», τότε τόσο η Ελλάδα, όσο και η πΓΔΜ, έχουν το δικαίωμα να προσφύγουν, ακόμη και μονομερώς, στο Διεθνές Δικαστήριο, με μόνη την επιφύλαξη ενός χρονικού περιορισμού έξι (6) μηνών, (ή άλλου χρονικού διαστήματος που και οι δύο θα συμφωνήσουν), μέσα στο οποίο θα πρέπει να έχει γίνει προσπάθεια για συμφωνία επί του ζητήματος της διαφοράς. Στις διαφωνίες δε μεταξύ των χωρών, περιλαμβάνονται και τα ζητήματα ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ των προβλέψεων της παρούσας Συμφωνίας.

Τέλος, στις δέκα (10) παραγράφους του Άρθρου 20 της Συμφωνίας, περιλαμβάνονται κάποιες πολύ σημαντικές διευκρινίσεις.

Κατ’αρχήν ότι η Συμφωνία θα φέρει τις υπογραφές μόνο των δύο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Η διευκρίνιση αυτή, είναι πιθανό να σημαίνει ότι η κύρωσή της θα έρθει 
(όταν έρθει) στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, με την διαδικασία κύρωσης σχεδίου νόμου. Αυτό, σύμφωνα με τις προβλέψεις της παρ. 2 του Άρθρου 36 του Άρθρου 67 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής, τα οποία αντίστοιχα αναφέρουν ότι :

Παρ. 2 Άρθρου 36 του Συντάγματος «Οι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει»

Άρθρο 67 του Συντάγματος «Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών»(δηλαδή 75 βουλευτές). Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου)

Παρ. 1 Άρθρου 112 του Κανονισμού της Βουλής «Η Βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμων που κυρώνουν διεθνείς συνθήκες ή διεθνείς συμβάσεις, χωρίς μεταβολές του περιεχομένου των διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων»

Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε αναφορά στην παρ. 2 του Άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι «Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωριστούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών, αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία, απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή 180 βουλευτές) του όλου αριθμού των βουλευτών» (τα εντός παρενθέσεων δικά μου), δεν μπορεί να έχει καμία εφαρμογή στην περίπτωση κύρωσης της παρούσας Συμφωνίας από την Βουλή των Ελλήνων, μιας και δεν αφορά στην αναγνώριση αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά για απλή κύρωση συμφωνίας, η οποία μπορεί να γίνει με την απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών κατά τη συζήτησή της, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75 βουλευτών.

Αφού νομίζω ότι διευκρινίσαμε ξεκάθαρα και αυτό το ζήτημα, να αναφέρω ότι η παρ. 2 του Άρθρου 20 απλά επιβεβαιώνει ότι η Συμφωνία υπόκειται σε κύρωση και από τα δύο Κοινοβούλια (της Ελλάδας και της πΓΔΜ), ενώ η παρ. 3 αναφέρεται στην τυπική διαδικασία ολοκλήρωσης των διαδικασιών για την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, η οποία περιλαμβάνει ΚΑΙ την ανταλλαγή επιστολών γνωστοποίησης μεταξύ των δύο χωρών, εντός μάλιστα δύο εβδομάδων αμέσως μετά και την τελευταία κύρωση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Η παρ. 4, ουσιαστικά επιβεβαιώνει εμφατικά την εξαίρεση στην οποία «υπόκειται» η πρόβλεψη της παρ. 5 του Άρθρου 8 της Συμφωνίας, η οποία αφορά την δημιουργία και το έργο της Κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που θα εξετάσει με σκοπό να αναθεωρήσει (sic) τα σχολικά εγχειρίδια (κλπ) των δύο χωρών, η οποία προβλέπεται ότι μπορεί να λειτουργεί ... προσωρινά, «εκκρεμούσης της θέσης σε ισχύ της Συμφωνίας» (!). Στο δεύτερο εδάφιο αυτής της παραγράφου όμως, υπάρχει και η εξαιρετικά σημαντική πρόβλεψη ότι με«Εάν η Συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η ίδια, στο σύνολό της και ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα έχει περαιτέρω ισχύ ή εφαρμογή, προσωρινή ή άλλη, και δε θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα Μέρη οποιοδήποτε τρόπο». Πρόκειται ουσιαστικά για τις μόνες γραμμές στο σύνολο της Συμφωνίας, οι οποίες προβλέπουν κάτι τέτοιο. Για να μην τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία, θα πρέπει είτε η πΓΔΜ να μην ολοκληρώσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, έτσι όπως απορρέουν από αυτή (κύρωση στο κοινοβούλιο, δημοψήφισμα με θετικό αποτέλεσμα και ολοκλήρωση των Συνταγματικών αλλαγών), είτε η Ελλάδα να μην κυρώσει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο τη Συμφωνία, παρά την ολοκλήρωση των προβλεπόμενων «βημάτων» από την πΓΔΜ. Αυτό το τελευταίο βέβαια, θα σήμαινε απλά τον διεθνή διασυρμό της χώρας μας, η οποία δυστυχώς θα αντιμετωπιζόταν πλέον από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας ως «το μαύρο πρόβατο» και ο παρίας των Διεθνών Συμφωνιών. Σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν όμως, αυτή η περίπτωση (κατά τη γνώμη μου) δεν υπάρχει.

Οι παράγραφοι 5 έως και 8 του Άρθρου 20 έχουν καθαρά τυπικό περιεχόμενο σε όσα προβλέπουν, ενώ η παρ. 9  προβλέπει ότι «οι διατάξεις της Συμφωνίας θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ. Δεν επιτρέπεται (επίσης) ΚΑΜΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ των προβλέψεων που περιέχονται στο Άρθρο 1(3) και 1(4) της παρούσας Συμφωνίας» (τα κεφαλαία και εντός παρενθέσεων δικά μου). Ότι και να γίνει δηλαδή, τα πάντα μπορούν ίσως κάποια στιγμή ν’ αλλάξουν, η αναγνώριση του ονόματος, της ιθαγένειας και της γλώσσας όμως της πΓΔΜ … ποτέ.

Με την ολοκλήρωση της κριτικής αυτής ανάλυσης της Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, με τις ελάχιστες γνώσεις που μπορεί να διαθέτει ένας λάτρης της Ιστορίας και σχολαστικός (όταν μάλιστα απαιτείται) ερευνητής και αναγνώστης των πηγών και των κειμένων που την διαμορφώνουν, πρέπει για άλλη μία φορά να διατυπώσω τη γνώμη ότι, με την αοριστία και την ασάφεια να «βασιλεύουν» σε αυτή τη Συμφωνία, οι διαπραγματεύσεις και οι προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο προβλέπεται να είναι πολλες και να κρατήσουν χρόνια, συντηρώντας ουσιαστικά το κλίμα της ΜΗ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ και της ΜΗ ΟΡΘΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ μεταξύ των δύο χωρών.

Ένα «κλίμα» που τόσο πολύ πασχίζει να εδραιώσει η Συμφωνία.

Πολύ φοβάμαι όμως πως, τελικά, όχι απλά δεν το επιτυγχάνει, αντιθέτως, πρόκειται να ενεργοποιήσει αλλά και να ενισχύσει, ότι πιο αρνητικό υπάρχει στις συνειδήσεις των πολιτών και των δύο χωρών «για τον άλλο».

Και αυτό, μόνο καλός οιωνός για το μέλλον δεν μπορεί να είναι.

Ίσως ο Χρόνος, ο οποίος «δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις», όπως αναφέρει φράση η οποία αποδίδεται στον τραγικό ποιητή και ένας από τους τρεις μεγάλους διδάσκαλους του αττικού δράματος Ευριπίδη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Μακεδονία, προσκεκλημένος στην βασιλική αυλή της Πέλλας από τον ίδιο τον φιλόμουσο Βασιλιά Αρχέλαο, ίσως λοιπόν ο Χρόνος να δώσει και εδώ τις δικές του «απαντήσεις».

Εύχομαι μόνο, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να μην είναι αυτές που σήμερα φοβάμαι.