Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Από τη συνδιαχείριση στη συνεκμετάλλευση;


Ήταν στα μέσα Οκτωβρίου του 2017, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Α. Τσίπρας έφθανε μπροστά από την πύλη του Λευκού Οίκου, όπου τον περίμενε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ. 

Ακολούθησε η καθιερωμένη φωτογραφία, η σύντομη επίσημη δήλωση μπροστά στις κάμερες, το δείπνο εργασίας και οι δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού και του Αμερικανού Προέδρου στον Κήπο των Ρόδων.

Τα θέματα που συζητήθηκαν είχαν να κάνουν με τις μεγάλες δυνατότητες που έχει η Ελλάδα στον τομέα των επενδύσεων, ειδικά στο πεδίο της ενέργειας και ειδικότερα στα κοιτάσματα στα ανοικτά της νότιας Κρήτης, και στην αμυντική συνεργασία των δύο χωρών, κυρίως δε με την επέκταση της συμφωνίας για τη χρήση της αμερικανικής ναυτικής βάσης στη Σούδα αλλά και την αναβάθμιση των ελληνικών αεροσκαφών F-16.

Αυτά τουλάχιστον έγραφαν τα διεθνή μέσα, υπογραμμίζοντας ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε πολύ καλό κλίμα.

Κανείς τότε, ή ακόμη και σήμερα, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να υποστηρίξει, ότι ανάμεσα στα θέματα που συζητήθηκαν, δεν ήταν και η εντατικοποίηση του διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων.

Δύο μήνες αργότερα όμως, στα μέσα Δεκεμβρίου του 2017, στη συνάντηση του Μ. Νίμιτς με τους διαπραγματευτές των δύο χωρών, που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ είχε εκφράσει την αισιοδοξία ότι «…εντός του 2018 μπορεί να βρεθεί λύση στο ζήτημα της ονομασίας» και ανήγγειλε την εντατικοποίηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Μόλις έναν μήνα αργότερα, στις 17 Ιανουαρίου 2018 στη Νέα Υόρκη, και αφού είχε προηγηθεί μία μυστική συνάντηση μεταξύ των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών Ν. Κοτζιά και Ν. Δημητρωφ στη Θεσσαλονίκη, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ μετά τη συνάντηση με τους διαπραγματευτές των δύο χωρών, πρέσβεις Α. Βασιλάκη και Β. Ναουμόφσκι, έβγαινε από αυτή δηλώνοντας πολύ αισιόδοξος, εκτιμώντας μάλιστα πως το ζήτημα μπορεί να λυθεί εντός των προσεχών έξι μηνών.

Πέντε μόλις μήνες αργότερα, και αφού είχαν μεσολαβήσει αλλεπάλληλες συναντήσεις και επικοινωνίες μεταξύ των υπουργών εξωτερικών, αλλά και των πρωθυπουργών, των δύο χωρών, στις 17 Ιουνίου 2018 στο χωριό Ψαράδες της Φλώρινας, υπογράφηκε η Συμφωνία των Πρεσπών.

Μια συμφωνία η οποία -το λιγότερο- επέβαλε τη «συνδιαχείριση» του ονόματος (και της Ιστορίας και του Πολιτισμού; ) της «Μακεδονίας», και από της δύο χώρες.

Στα τέλη πια του 2019, με άλλη πλέον κυβέρνηση στην Ελλάδα, αυτή της Νέας Δημοκρατίας, είναι ήδη προγραμματισμένη η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, στις 7 Ιανουαρίου, για τη συνάντησή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τράμπ, με την ατζέντα των συζητήσεων να επικεντρώνεται, όπως έχει ανακοινωθεί, σε θέματα που άπτονται των διμερών σχέσεων και της οικονομίας.

Χωρίς τίποτε από τα παραπάνω να μπορεί να ερμηνευθεί απόλυτα ως ένα «κακό προηγούμενο», θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ένα από τα «ισχυρά» επιχειρήματα της κυβέρνησης Τσίπρα, όσον αφορά την αναγκαιότητα της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό της αυξανόμενης επιρροής της Τουρκίας στην γειτονική χώρα.

Μία φοβική δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, προσέγγιση, που δε λάμβανε όμως καθόλου υπόψιν της την ιδεολογική-θρησκευτική επιρροή, ταυτόχρονα με την οικονομική διείσδυση, της Τουρκίας, τόσο στον μουσουλμανικό πληθυσμό της γειτονικής χώρας, όσο και στην προσέλκυση-επιρροή στο σημαντικό μειονοτικό στοιχείο του αλβανικής καταγωγής πληθυσμού της, μέσω των άριστων σχέσεων μεταξύ Αλβανίας-Τουρκίας.

Μία φοβική προσέγγιση που, αν ισχύει κι εάν τυχόν κυριαρχεί ακόμη στις σχέσεις μας με την Τουρκία, ίσως μας οδηγήσει και σε άλλες υποχωρήσεις, όπως η συνεκμετάλλευση των ορυκτών πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ελλάδας.

Όπως γράφει και ο δημοσιογράφος Σ. Λυγερός σε άρθρο του τον περασμένο Ιούλιο, «…μετά την δήλωση Ν. Κοτζιά τον Μάρτιο στο Φόρουμ των Δελφών περί «μοναχοφάηδων», την δήλωση, στη συνέχεια, του διαδόχου του στο υπουργείο Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλου για τα δικαιώματα της Τουρκίας, η οποία είχε κινηθεί σε παρεμφερές μήκος κύματος, είχαμε (και) την αμφίσημη δήλωση του (νυν υπουργού Εξωτερικών) Ν. Δένδια στο Blooberg, ο οποίος αναφερόμενος στη δυνατότητες ελληνοτουρκικής συνεργασίας, είπε ότι υπάρχουν χιλιάδες συνέργειες από τον τουρισμό έως την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Τρεις δηλώσεις που μυρίζουν συνεκμετάλλευση».

Κανείς σήμερα, δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα, πως την δυσμενέστατη, κατά την γνώμη μου, εθνική υποχώρηση του 2018, θα ακολουθήσει άλλη μία εντός του 2020.

Αυτό που μπορεί όμως να κάνει, είναι με κάθε ευκαιρία και με κάθε ειρηνικό τρόπο, να διατρανώνει την εθνική ομοψυχία που επιβάλλεται να μας διακρίνει, τις καθοριστικές για το μέλλον της χώρας αυτές ημέρες.

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Πρόσφυγας ή Μετανάστης : Οι οπτικές


Είναι άραγε απορίας άξιο πώς τόσα άρθρα, τόσος διάλογος, τόσες απόψεις, δεν έχουν καταφέρει μέχρι και σήμερα να δώσουν μία οριστική απάντηση στο ζήτημα;

Πώς χαρακτηρίζεται κάποιος που εγκαταλείπει τη χώρα του και περνά τα σύνορα μιας άλλης; 

Πρόσφυγας ή Μετανάστης;

Η απάντηση λοιπόν, δεν μπορεί να είναι μία και οριστική, ακριβώς επειδή εκείνος που θα επιχειρήσει να την δώσει, θα το κάνει χρησιμοποιώντας την δική του, αποκλειστικά και μόνον, οπτική.

Εάν επιχειρήσει να το κάνει ένας νομικός, θα δώσει το σαφή ορισμό του «πρόσφυγα», όπως αυτός αναφέρεται στη Σύμβαση της Γενεύης, απορρίπτοντας ταυτόχρονα να δώσει τον ίδιο, ή κάποιο παρόμοιο, ορισμό, για τον «μετανάστη», ακριβώς επειδή ένας τέτοιος,     -αποδεκτός από όλους τους νομικούς κύκλους- ορισμός, δεν υπάρχει σε κανένα απολύτως κείμενο που να δεσμεύει νομικά εκείνον ή εκείνους που θα τον χρησιμοποιήσουν.

Με δυο λόγια. Ενώ υπάρχει νομικά αποδεκτός ορισμός του «πρόσφυγα», δεν υπάρχει για τον «μετανάστη». Και αυτό, είναι κάτι που αποδέχεται ακόμη και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.

Εάν τον ίδιο «διαχωρισμό» των χαρακτηρισμών, επιχειρήσει να τον κάνει κάποιος που εξετάζει το όλο ζήτημα αποκλειστικά και μόνο υπό την οπτική του «ανθρωπισμού» και της «αλληλεγγύης των λαών», τότε δεν πρόκειται να μπει καν στον «κόπο» να το πράξει, μιας και -για τον ίδιο- είτε «πρόσφυγας» είτε «μετανάστης», έχει ακριβώς τα ίδια δικαιώματα, ανεξάρτητα από το ποιος είναι, από πού κατάγεται, τι τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη χώρα του, ή ό,τι άλλο. Κατά συνέπεια, δε χρειάζεται καν να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός.

Εάν πάλι για το ίδιο ζήτημα, επιχειρηθεί μία προσέγγιση από κάποιον που εξετάζει τα πάντα κάτω από το πρίσμα του «πατριωτισμού» και της αναλλοίωτης διατήρησης της προσωπικής, οικογενειακής ή και -γενικότερα- της πολιτισμικής και εθνολογικής του ταυτότητας, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως το βάρος της αξιολόγησής του, θα τον στρέψει προς την κατεύθυνση του χαρακτηρισμού των πάντων, ή τουλάχιστον των συντριπτικά περισσότερων, ως «μεταναστών».

Τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, τρία διαφορετικά συμπεράσματα.

Κι εάν κάποιος αναγνώστης σκεφτεί πως, υπάρχουν και οι περιπτώσεις που νομικοί εξετάζουν το ζήτημα είτε υπό το πρίσμα του «ανθρωπισμού», είτε υπό αυτό του «πατριωτισμού», τότε, κατά τη γνώμη μου, ναι μεν θα δώσουν την τεκμηριωμένη (ως άνω) νομική τους άποψη επί του θέματος, θα την «χωρέσουν» όμως ερμηνεύοντάς την, μέσα στο «κουτί των συναισθημάτων τους».

Γιατί, στο τέλος, ο ήδη διαμορφωμένος από τις εμπειρίες, τις επιρροές και τα διαβάσματα που επιλέγουμε χαρακτήρας μας, επικρατεί -στις περισσότερες των περιπτώσεων- των θεωρητικών επιστημονικών μας γνώσεων.

Κι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνο στο απλό επίπεδο μιας καθημερινής συζήτησης, μετατρέπεται σε πρόβλημα προς επίλυση, όταν συμβαίνει στο επίπεδο μιας πολιτικής συζήτησης, πόσω δε μάλλον όταν αυτή η συζήτηση έχει ως στόχο της την καθιέρωση συγκεκριμένης πολιτικής στρατηγικής.

Γι’ αυτό λοιπόν, μην απορείτε.

Στο ερώτημα «πρόσφυγας ή μετανάστης», δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση.

Πάντα θα παίζει ρόλο ο «χαρακτήρας» αυτού που απαντά, ακόμη κι εάν αυτός είναι… Διεθνής Οργανισμός.

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

Πρόσφυγας ή μετανάστης;


Σε πρόσφατη δημοσίευσή μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, έθεσα τον εξής προβληματισμό. «Με ποιον θεσμικά ή νομικά ορθό τρόπο μπορεί να ισχύει η σύγκριση μεταξύ των προσφύγων, προγόνων αρκετών από εμάς που, έχοντας την Ελλάδα ως χώρα προορισμού, έφτασαν τελικά εδώ για να γλυτώσουν τις ζωές τους από τις ορδές του Κεμάλ ή των υποχρεωτικά ανταλλάξιμων του ΄23, με τους πρόσφυγες που, εγκαταλείποντας εμπόλεμες ή όχι χώρες, φτάνουν -αισίως- στην Τουρκία, η οποία σαφώς και θεωρείται ασφαλής χώρα, με μία εύρωστη οικονομία, αλλά… δεν παραμένουν εκεί και συνεχίζουν να μετακινούνται προς άλλους προορισμούς;»

Σημειώνω πως σχετικά πρόσφατα (Αύγουστος 2019), με αφορμή περίπτωση Σύρου πρόσφυγα που συνελήφθη στη Γερμανία, δικαστήριο στο Μόναχο με απόφασή, του δεν επιτρέπει την επαναπροώθησή του στην Ελλάδα, υπό τον φόβο ότι θα επιστρέψει στην Τουρκία. Το δικαστήριο στην απόφασή του, θεωρεί πως η Τουρκία δεν αποτελεί ασφαλή χώρα για τους πρόσφυγες, λόγω του ότι δεν εφαρμόζει επαρκώς τη συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες (θα δούμε γιατί παρακάτω), κάτι που ουσιαστικά «βάζει φωτιά» στη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας του 2016.

Παράλληλα, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί πως σε φυλλάδιο που κυκλοφόρησε η αντιπροσωπεία του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, με τον τίτλο «Πρόσφυγας ή Μετανάστης, η επιλογή των λέξεων έχει σημασία», ενώ τις 9 από τις 10 ερωταπαντήσεις που θέτει, φροντίζει να τις τεκμηριώσει και νομικά, καταλήγει στο 10ο ερώτημα το οποίο είναι «Τι γίνεται με τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη μία χώρα υποδοχής και εισέρχονται σε άλλη; Στην περίπτωση που συνεχίζουν το ταξίδι τους από την πρώτη χώρα όπου διέμεναν δεν περιγράφονται καλύτερα ως «μετανάστες;» για να απαντήσει με το εντελώς αυθαίρετο (κατά τη γνώμη μου) νομικό συμπέρασμα πως «Ένας πρόσφυγας δεν παύει να είναι πρόσφυγας ή δεν γίνεται «μετανάστης» απλώς και μόνο επειδή αφήνει μία χώρα υποδοχής για να ταξιδεύσει σε άλλη…  Το άτομο που πληροί τα κριτήρια για το καθεστώς του πρόσφυγα παραμένει πρόσφυγας, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη διαδρομή και τα διάφορα στάδια του ταξιδιού αναζήτησης προστασίας ή ευκαιριών για να ξαναχτίσει τη ζωή του/της». Μία τέτοια απάντηση όμως, εκτός του ότι δε στηρίζεται σε κανένα απολύτως νομικό έρεισμα, εάν υιοθετηθεί ως έχει, τότε, με βάση και τον ορισμό που δίνει η Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες (δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων (και) ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα …. κλπ), θα πρέπει (πχ) να προκαλέσει αυτόματα την κατάργηση του όρου «μετανάστης», καθώς οι πάντες που απλά μεταναστεύουν για οποιοδήποτε λόγο, θα μπορούν να επικαλεστούν πως φοβούνται την δίωξή τους στη χώρα καταγωγής τους, λόγω (πχ) της κοινωνικής τους τάξης ή των πολιτικών τους πεποιθήσεων, και να ζητήσουν… άσυλο σε οποιαδήποτε χώρα της αρεσκείας τους!

Το παράδειγμα-επιχείρημα που έφερε διαδικτυακός φίλος στη συζήτηση που αναπτύχθηκε «κάτω» από την αρχική δημοσίευση στο κοινωνικό δίκτυο, πως ένα μέρος του προσφυγικού ελληνισμού του 1922, είχε καταφύγει στη Συρία, αν και αρκετά καλό, «πάσχει» κατά τη γνώμη μου σε ένα -κυρίως- σημείο. Προσέχοντας (θέλω να πιστεύω) καλά το πώς διατυπώνω τις σκέψεις μου, γράφω στο αρχικό δημοσίευμα «με ποιο θεσμικά ή νομικά ορθό τρόπο…». Πού λοιπόν εντοπίζω το λάθος του επιχειρήματος. Αφού σημειώσω πως (όπως αναφέρει και ο Β. Αγτζίδης σε άρθρο του), στα εδάφη αυτά «είχαν καταλήξει διάφορα κύματα Ελλήνων και Αρμενίων που είχαν υποστεί τις εθνικές εκκαθαρίσεις από τους νεότουρκους την περίοδο 1914-1918. Αλλά και στη συνέχεια, κατά την κεμαλική εποχή (1919-1923)», θα πρέπει να πούμε πως οι εκτοπισμένοι και διωκόμενοι από τις εστίες τους Έλληνες, ουσιαστικά αλλά και τυπικά, δεν έφτασαν ποτέ στη Συρία, απλά διότι… το 1922 δεν υπήρχε Συρία. Τα εδάφη στα οποία προσωρινά (οι περισσότεροι) ή μόνιμα εγκαταστάθηκαν, ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία (κατ’ αρχήν) με τη μυστική Συμφωνία Σάϊκς-Πικό το 1916, είχαν περάσει, άλλα υπό βρετανικό και άλλα υπό γαλλικό έλεγχο, και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, πέρασαν υπό την γαλλική εντολή, «λειτουργώντας» ουσιαστικά ως… προτεκτοράτα. Μόνο μετά το 1946 η Συρία απέκτησε την ανεξαρτησία της. Οι Έλληνες πρόσφυγες λοιπόν, μετακινήθηκαν μέσα στα όρια της, διαμελισμένης μετά τον Α΄ΠΠ, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περνώντας -τυπικά- τα «αδιόρατα σύνορα» μιας Συνθήκης (Σεβρών), για να βρεθούν σε ένα… γαλλικό προτεκτοράτο, το οποίο μάλιστα κάθε άλλο παρά μπορούσε να χαρακτηρισθεί (ακόμη και τότε) ως «ασφαλής χώρα». Ο ίδιος δε ο Β. Αγτζίδης σημειώνει στο άρθρο του πως «στην περιοχή κατοικούσε και μια μεγάλη ελληνορθόδοξη κοινότητα αραβόφωνων, απογόνων των Βυζαντινών». Σαφώς και όσοι βρέθηκαν εκεί, χρωστούν ευγνωμοσύνη για την ελεημοσύνη των ντόπιων κατοίκων και του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως τους αναγνωρίσθηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα, όπως αυτά -ορθά και δίκαια- τα γνωρίζουμε και τα εννοούμε σήμερα.

Κατά συνέπεια, οι Έλληνες πρόσφυγες του ’22 και των προηγουμένων ετών, είτε μετακινήθηκαν εξ΄ αρχής σε άλλο ανεξάρτητο κράτος (Ελλάδα), το οποίο είχε κάθε θεσμική και νομική δυνατότητα να τους προσφέρει υπηρεσίες ασύλου, όπως τουλάχιστον αυτές εννοούνταν και περιγράφονταν τότε από την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία -σημειωτέων- δημιουργήθηκε μόλις ένα χρόνο πριν (1921) και κυρίως για να επιβλέψει την επιστροφή στις εστίες τους των προσφύγων του Α΄ΠΠ, είτε μετακινήθηκαν εντός των ορίων της -τότε- Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περνώντας τυπικά τα σύνορα ενός -μη ασφαλούς- προτεκτοράτου υπό την γαλλική εντολή, ευρισκόμενοι μάλιστα μεταξύ και μιας ελληνορθόδοξης κοινότητας αραβόφωνων, εάν αυτό παίζει κάποιο ρόλο.

Και αυτό, με φέρνει στο δεύτερο αντεπιχείρημά μου. Όπως σωστά αναφέρει ο διαδικτυακός μου φίλος, τα γεγονότα αυτά «έλαβαν χώρα» στις αρχές της δεκαετίας του ΄20 (και λίγο πριν). Όπως είναι γνωστό, μόλις το 1951 υπογράφηκε η Σύμβαση της Γενεύης για τα δικαιώματα των προσφύγων, η οποία και αναθεωρήθηκε-διευρύνθηκε με το Πρωτόκολλο του 1967 (Ν. Υόρκη). Τόσο στη Σύμβαση, όσο και στο Πρωτόκολλο, η Τουρκία φρόντισε να συμπεριλάβει την διευκρίνιση πως ως «πρόσφυγα», η ίδια εννοεί εκείνον που «επηρεάστηκε» από «τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ευρώπη πριν την 1η Ιανουαρίου του 1951». Κατά συνέπεια, μέχρι και σήμερα, όσοι βρίσκονται στο έδαφος της Τουρκίας, για την ίδια -νομικά- δεν αποτελούν πρόσφυγες. Τουλάχιστον τέτοιους στους οποίους να μπορούν να αναγνωριστούν τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση της Γενεύης και η αναθεώρησής της. Ως μέλος όμως του ΟΗΕ και έχοντας υπογράψει την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υποχρεούται να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια προς όσους βρίσκονται στο έδαφός της.

Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε θεσμικά ή/και νομικά ορθή σύγκριση περί των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών, μπορεί να γίνει μόνο μετά την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και κυρίως μόνο μετά τη Σύμβαση της Γενεύης (1951) και της αναθεώρησής της (1967).

Καταλήγοντας, γνώμη μου είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση μεταξύ των Ελλήνων προσφύγων του ’22 (και προγενέστερα) που κατέφυγαν στα εδάφη της σημερινής Συρίας (και αλλού), με όσους σήμερα φθάνουν στη χώρα μας, προερχόμενοι από άλλες ασφαλείς χώρες της περιοχής.

Αν αυτό μπορεί να γίνει για συναισθηματικούς λόγους, είναι μια άλλη συζήτηση που αφορά την υποχρέωσή μας, την υποχρέωση κάθε δημοκρατικού πολίτη, για ανθρωπιστικούς λόγους, να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια αξιοπρεπούς διαβίωσης, σε κάθε άνθρωπο (ειδικά δε στα ανήλικα παιδιά) που, χωρίς δόλο, φτάνει «στην πόρτα του». Και μέχρι εκεί.

Όσον αφορά την πολιτική όμως, πολύ δε περισσότερο τη διεθνή, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω πως δεν ασκείται, ούτε μπορεί ποτέ να ασκηθεί, με συναισθηματικούς όρους.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΒΑΙΝΟΜΕΝ ΠΡΟΣ ΕΚΛΟΓΑΣ...


Η βραδιά μετά το τέλος των εκλογών για την ανάδειξη των εκπροσώπων της χώρας στο  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με διαπιστωμένη πλέον την μεγάλη διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, «έκρυβε» μία απρόσμενη και βιαστική -κατά τη γνώμη μου- έκπληξη. Μία έκπληξη που, αν και συζητιόταν στα τραπέζια των πολιτικών αναλύσεων, και εναγωνίως περίμεναν τα στελέχη κυρίως της ΝΔ, δεν περίμεναν με τίποτε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, και όσοι με ψύχραιμο τρόπο ανέλυαν την πολιτική κατάσταση στη χώρα, αλλά και διεθνώς.

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, προσπαθώντας -πιθανόν- να κερδίσει τις εντυπώσεις εκείνο το δύσκολο, για τον ίδιο, βράδυ, ανήγγειλε την πρόθεσή του, αμέσως μετά το τέλος της 2ης Κυριακής των αυτοδιοικητικών εκλογών, να επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, με σκοπό να του ανακοινώσει την παραίτηση της κυβέρνησής του, ώστε ο δεύτερος να προβεί στην προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών.

Πιστεύοντας πως θα αιφνιδιάσει -ίσως- τους πολιτικούς του αντιπάλους, ή και επηρεασμένος από έναν  στενό κύκλο κομματικών του συμβούλων, αυτό που πιθανόν δεν έλαβε υπ’ όψιν του, είναι πως η κίνησή του αυτή, εκτός του ότι δεν αιφνιδίασε καθόλου, αντιθέτως, έβαλε τη χώρα σε μία άκρως παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, εφόσον αυτή διαδέχεται εκείνη των ευρωπαϊκών και των αυτοδιοικητικών εκλογών, ταυτόχρονα όμως και εν μέσω μιας ρευστής, τόσο πολιτικά, όσο και γεωστρατηγικά χρονικής περιόδου.

Με τις κυβερνήσεις σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών (Μεγ.Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία) να αντιμετωπίζουν εξαιρετικά σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, γειτονικές προς Βορρά πρωτεύουσες να βρίσκονται σε πολιτική εγρήγορση (Τύρανα, Σκόπια) και την γειτονική Τουρκία να βρίσκεται μπροστά στις -παρανόμως ακυρωμένες- δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως όμως να εντείνει τις προσπάθειές της για την επιβολή των απαιτήσεών της στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου στην Νότιο-Ανατολική Μεσόγειο, και στην ΑΟΖ της Κύπρου, η προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών στην Ελλάδα, μόνο ως λογική κίνηση δεν μπορεί να εκληφθεί.

Είναι πιθανό ο κ. Τσίπρας, να πιστεύει πως ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η Ελλάς να χρειάζεται μία όσο το δυνατόν πιο σταθερή νέα κυβέρνηση, η οποία να μπορεί να αντιπαρατεθεί στα μεγάλα διεθνή ζητήματα που την περιμένουν.

Ποιος όμως εγγυάται πως η σημερινή κυβέρνηση, έχοντας στην «πλάτη» της την -κατά τη γνώμη μου- εντελώς λανθασμένη υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, μπορεί να διαχειριστεί επιτυχώς και αποκλειστικά προς την επίτευξη του μέγιστου εθνικού συμφέροντος, όλα τα ανωτέρω εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής;

Και ποιος μπορεί αλήθεια να ξεχάσει την πολιτική του «kazan-kazan», των κουμπαριών, των ζεϊμπέκικων και των «καραβιών που θα κινούνται ελεύθερα στο Αιγαίο», κάποιων προηγούμενων από τους σημερινούς κυβερνώντες;

Μπορεί τελικά η καθημερινότητα και το αίσθημα της «δικαιοσύνης κατ’ ισότητα και ισονομία», τομείς που η σημερινή κυβέρνηση διατείνεται πως έχει το πλεονέκτημα,  ν’ αποτελέσουν τους μοναδικούς παράγοντες επιλογής της επόμενης κυβέρνησης από τους πολίτες;

Και ποιος εγγυάται πως στο χρονικό διάστημα μέχρι την διενέργεια των βουλευτικών εκλογών, δεν πρόκειται κάποιος άλλος, εξωγενής «αιφνιδιασμός», ν’ αλλάξει άρδην όλα τα δεδομένα;

Από την άλλη, είναι τα στελέχη αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΝΔ, που προσπαθούν  ανεπιτυχώς να κρύψουν την «δίψα» τους για την ανακατάληψη της εξουσίας.

Το επικοινωνιακό επιτελείο του κ. Μητσοτάκη, με κόπο προσπαθεί να συγκρατήσει τόσο τον ίδιο, όσο και τα στελέχη του κόμματος που βλέπουν την ημέρα των βουλευτικών εκλογών ως… «λύτρωση» από τα δεινά που η σημερινή κυβέρνηση συσσώρευσε στη χώρα(!)

Είναι τόσο σίγουροι πως πλησιάζει η ώρα που θ’ αναλάβουν και πάλι τα «ηνία» της χώρας, ώστε προβαίνουν σε τέτοιες δηλώσεις αλαζονικής υπεροψίας, που αφήνουν έκπληκτους ακόμη κι εκείνους που είχαν αρχίσει -ματαίως- να πιστεύουν, πως η ΝΔ και τα στελέχη της έχουν αλλάξει τη νοοτροπία των «εκ Θεού ηγεμόνων» που τους διακατέχει.

Κι ενώ στις εσωτερικές συζητήσεις τους, αρκετά από τα στελέχη του κόμματος, τόσο παλιά, όσο και νέα, εκφράζουν ανοιχτά την ανησυχία τους (το λιγότερο) για την ικανότητα του προέδρου τους να κυβερνήσει, οι αναστολές τους αυτές εξαφανίζονται «ως δια μαγείας» στον δημόσιο λόγο τους, με την προσμονή ίσως κάποιας... «θεσμικής» ανταμοιβής.

Στο όλο «σκηνικό», πρέπει να προστεθεί το «νέο» ΠΑΣΟΚ, το οποίο υπό τον «πολιτικό μανδύα» του «Κινήματος Αλλαγής», προσπαθεί να αποκτήσει κάποια από την παλιά «αίγλη» των επαναλαμβανόμενων κυβερνητικών θητειών του.

Η κα Γεννηματά, έχοντας πιθανότατα αντιληφθεί πως η όποια επόμενη κυβέρνηση θα χρειαστεί τους εκλεγμένους βουλευτές της ώστε να συγκροτηθεί μία σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προβαίνει σε κινήσεις που στην ουσία την οδηγούν στο να «πατά σε δύο βάρκες».

Κι αυτό είναι κάτι που, εάν δεν διαθέτει κανείς άριστες γνώσεις «πολιτικών ισορροπιών», συχνά οδηγεί σε… πτώση.

Κι ενώ υιοθετεί την ρητορική της ΝΔ περί «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα απομακρύνει από το κόμμα, εντελώς άκαιρα και στην αρχή της προεκλογικής περιόδου, τον κ. Βενιζέλο, «κόκκινο πανί» για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Μια κίνηση που, όσες αντιρρήσεις κι εάν έχει κανείς για την πολιτική φυσιογνωμία του τελευταίου, κάθε άλλο παρά συσπειρώνει το εκλογικό «κοινό» του ΚΙΝΑΛ, σ’ έναν προεκλογικό αγώνα που ακόμη καλά-καλά δεν έχει αρχίσει.

Χωρίς έτι περαιτέρω να έχει δοθεί ένα, σαφές και εύκολα κατανοητό από τους πολίτες, νόημα σε αυτή τη «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός εάν με αυτό εννοούν την -εντελώς ανέφικτη σήμερα- επιστροφή του τελευταίου στα ποσοστά που είχε τον Μάϊο του 2012, η κα Γεννηματά προσπαθεί να εμφανιστεί ως… «βασιλικότερη του βασιλέως», επιβάλλοντας το δικό της «θέλω» σ’ έναν κομματικό μηχανισμό και τα στελέχη του που ακόμη… δεν έχουν αποδεχθεί πλήρως την ίδια ως αρχηγό του κόμματος(!)

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, τόσο σε αυτή του κ. Μητσοτάκη, όσο και αυτή της κας Γεννηματά, οι επίδοξοι διάδοχοί τους περιμένουν το απόλυτο «στραβοπάτημα» που θα οδηγήσει τους ίδιους στην αρχηγία (ή ανακατάληψη) του κόμματος.

Συνοψίζοντας, η εντελώς ακατάλληλη χρονική στιγμή για την προκήρυξη πρόωρων βουλευτικών εκλογών, έρχεται να συμπληρωθεί, τόσο από την αβεβαιότητα συγκρότησης μιας σταθερής και με σαφή πολιτικό προσανατολισμό κυβέρνησης την επόμενη μέρα των εκλογών, κάτι άκρως απαραίτητο στην μετά μνημονίων εποχή, όσο και από τις αναταράξεις στο εσωτερικό των κομμάτων, όλων των προαναφερόμενων κύριων διεκδικητών της εξουσίας.

Εν μέσω θέρους, με τους πολίτες να είναι αμφίβολο εάν θα «τείνουν ευήκοα ώτα» στους κομματικούς εκπροσώπους, οι βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου, αν και για κάποιους λειτουργούν ως «Σειρήνες της εξουσίας», είναι πιθανό τελικά το αποτέλεσμά τους να βρει τη χώρα «δεμένη στο κατάρτι» του πλοίου, που την ταξιδεύει στα ταραγμένα νερά του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Ίδωμεν…

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Δεν έχω πλέον καμία απορία


Τα πάντα σχεδόν μπορούν να εξηγηθούν, με έναν και μόνον τρόπο. Για έναν και μόνο λόγο.

Τη μη συμμετοχή μας. Την απαξίωση. Την αντίδραση, ακόμα-ακόμα, προς όλες και όλους εκείνους που αποφασίζουν να συμμετέχουν.

Κι έτσι, από την ασφάλεια, την άνεση και τη νιρβάνα που προσφέρουν ο καναπές του σαλονιού και οι δυνατότητες των κοινωνικών δικτύων, διατυπώνουμε τις γνώμες μας για ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

Κι όλα καλά. Κάναμε το χρέος μας.

Και ποιος πάει τώρα να ψηφίσει;! Σάμπως θ’ αλλάξει κάτι;! Όλοι ίδιοι είναι!

Ναι. Κι εσύ, ίδιος με όλους.

Άπραγος, αφανής κι αμέτοχος, δίνεις το απόλυτο δικαίωμα στους «άλλους ίδιους», ν’ αποφασίζουν για εσένα.

Αλλά παραμένεις… συνειδητοποιημένος. Εκφράζεις την αγανάκτησή σου. «Βλέπεις» τα στραβά. Κι ενεργός στο διαδίκτυο, με πλήρες προφίλ σε όλα, κατηγορείς τους «άλλους» γιατί δε λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τα δίκαια, τα αυτονόητα, αυτά που «βλέπουν όλοι βρε αδερφέ». Όσοι τουλάχιστον «πατήσαν like» στη δημοσίευσή σου.

Κι αφού έκανες το χρέος σου και σήμερα, ανακούφισες την αγανάκτηση με την διαδικτυακή αποδοχή σου, αλλάζεις απλά δωμάτιο στο σπίτι, για να κοιμήσεις μαζί με το σώμα και τη συνείδησή σου.

Κι όταν, κακιά η ώρα, σου προτείνουν να πάρεις μέρος, να ενεργοποιηθείς, να συμμετέχεις, ν’ αγωνιστείς πραγματικά γι’ αυτά που σκέφτεσαι, που θέλεις, που ονειρεύεσαι για την ζωή σου, υπόσχεσαι απλά τη «στήριξη». Και μ’ ένα «αλίμονο», άντε και με τη θυσία μίας ψήφου,  ξεπλένεις την όποια υποχρέωση… στον εαυτό σου.

Κι όλα καλά.

Δεν έχω λοιπόν καμία, πλέον, απορία.

Ή μάλλον… έχω!

Πώς είναι δυνατό, με όλα όσα μας συμβαίνουν, να καταφέρνουμε ακόμη να επιβιώνουμε;!

Με ποιο θαυμαστό τρόπο, καταφέρνουμε και μετατρέπουμε την κάθε μας ημέρα, σ’ ένα ακόμη γύρισμα μιας απλής, λευκής σελίδας, στο ημερολόγιο της ζωής μας;!

Όμως… τι λέω!

Δεν υπάρχουν πλέον σελίδες στα ημερολόγια.

Μόνο στο αγαπημένο μας κοινωνικό δίκτυο!

Εκεί ζούμε.

«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, (να) προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα…»


Σημ. Η φωτογραφία είναι ο πίνακας του Γ. Γαΐτη "Οι κομφορσμιστές" και ο στίχος από το ποίημα του Βάρναλη "Οι Μοιραίοι"

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Ας πιστέψουμε στη συνεργασία


Είναι -δυστυχώς- δεδομένο πως κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στη χώρα μας, κυριαρχεί η αοριστολογία και η προσπάθεια κάλυψης όσο το δυνατόν περισσότερων τομέων πολιτικής αναφοράς από τους υποψηφίους, με προτάσεις που ικανοποιούν τους πάντες και τα πάντα.

Αυτό όμως που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα δε στις επικείμενες εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών της χώρας, ίσως και να μην έχει προηγούμενο.

Το σύνολο, σχεδόν, των υποψηφίων αυριανών «αρχόντων» μας, έχοντας ως δεδομένη την διάθεση των ψηφοφόρων να μην εντρυφούν στις ειλικρινείς προτάσεις και στα προγράμματα των συνδυασμών, καλύπτουν αυτή τους την ένδεια με κινήσεις εντυπωσιασμού, με ανούσιες προεκλογικές ατάκες και κλακαδόρους χειροκροτητές να τις επικροτούν αναφανδόν.

Στην προσπάθειά τους δε αυτή, αγνοούν πως η αυριανή ημέρα των εκλογών, ειδικά αυτών, επιβάλει με τον πιο αδήριτο τρόπο τη συνεργασία, ίσως και αντίθετων μεταξύ τους ανθρώπων, όσον αφορά την ιδεολογική τους προσέγγιση για την επίλυση σημαντικών ζητημάτων.

Επικαλούνται τη «σύνθεση» χωρίς στην ουσία να την εννοούν.

Προβάλουν το «νέο», όταν οι ίδιοι και οι ιδέες τους προέρχονται απ’ ό,τι πιο πολιτικά παρωχημένο έχει υπάρξει.

Αναζητούν την «δράση», ενώ με την ίδια ζέση, καλύπτονται κάτω από τα «φτερά» του κομματικού τους φορέα.

Προσπαθούν μάταια να στηριχθούν στην ψευδεπίγραφη «ανεξαρτησία» τους, ενώ και η δική τους «πρωτοβουλία», έχει λάβει ανεπιφύλακτα τις «θωπείες» κομματικού μηχανισμού.

Ίσως με όλα τα παραπάνω να γίνομαι αρκετά επικριτικός.

Δεν αρνούμαι πως στο σύνολο των ανωτέρω, υπάρχουν κι εκείνοι που με ειλικρινή διάθεση συνεργασίας, αναλύουν με σοβαρότητα κι ευθύνη την αυριανή ημέρα.

Αρκούν όμως;

Πώς θ’ αντιμετωπίσουμε μία αυριανή φυσική καταστροφή, αν δεν υπάρξει ένα συγκεκριμένο Σχέδιο Στρατηγικής Συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων, που να αφορά την έγκυρη και έγκαιρη προειδοποίηση;

Πώς θ’ αντιμετωπίσουμε μια πιθανή αύξηση της εγκληματικότητας, αν με τη συνεργασία όλων δεν απαιτήσουμε την επαναλειτουργία των πάνω από 75 Αστυνομικών Σταθμών που έκλεισαν τα τελευταία χρόνια στην Περιφέρεια ΑΜΘ;

Πώς θ’ αντιμετωπίσουμε την εντεινόμενη αύξηση του ανταγωνισμού των εμπορικών επιχειρήσεων, αν δεν επενδύσουμε στην Έρευνα και την Καινοτομία, αν δεν ενσωματώσουμε την ψηφιακή τεχνολογία σε κάθε στάδιο του συνόλου των παραγωγικών τομέων;

Πώς, όχι μόνο θα αυξήσουμε, αλλά και θα καλυτερεύσουμε το παραγόμενο στην Περιφέρειά μας τουριστικό προϊόν, αν δεν βελτιώσουμε τις ήδη υπάρχουσες υποδομές, δημιουργώντας παράλληλα νέες;

Πώς θα δώσουμε αξία στα μοναδικά, τοπικά παραγόμενα προϊόντα, αν δε συμφωνήσουμε πως μόνο με την εξεύρεση αποτελεσματικών τρόπων μείωσης του κόστους παραγωγής τους, και την ποσοτικά και ποιοτικά άριστη τυποποίησή τους, μπορούν να «σταθούν» στις διεθνείς αγορές;

Με ποιους συγκεκριμένους τρόπους, θα δείξουμε την έμπρακτη προσοχή μας στα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, βελτιώνοντας την καθημερινότητά τους;

Πότε θ’ αποφασίσουμε συλλογικά, πως θα πρέπει να επενδύσουμε στα πρώτα ακόμα στάδια της κοινωνικοποίησης των μουσουλμάνων συμπολιτών μας, ώστε να τους δώσουμε κάθε ευκαιρία για την πραγματική ενσωμάτωσή τους στον παραγωγικό ιστό της Περιφέρειας;

Πώς, με ποιους τρόπους, πότε…;

Είναι λοιπόν καιρός, έχουμε ακόμη το χρόνο μπροστά μας, εγκαταλείποντας τις τακτικές του εντυπωσιασμού, της αοριστολογίας και των ανέξοδων υποσχέσεων, κατανοώντας πως το αύριο δεν πρόκειται να μας περιμένει, ν’ αδράξουμε τη μέρα.

Να πιστέψουμε στις ασύγκριτα μοναδικές δυνατότητες, τόσο της Περιφέρειας ΑΜΘ, όσο και τις δικές μας.

Να πιστέψουμε ειλικρινά σε μια συνεργασία χωρίς δεσμεύσεις.
Με απόλυτα συγκεκριμένους στόχους και αναπτυξιακή προοπτική.


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Και σήμερα, τι;


Θα πρέπει κανείς, επιστρέφοντας νοητά στην αρχική κατάσταση που τον βοήθησε να πάρει σοβαρές για την υπόλοιπη ζωή του αποφάσεις, να μπορεί να κρίνει, με απόλυτη όμως ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό του, εάν οι αποφάσεις εκείνες τον βοήθησαν ή όχι να πάει ένα βήμα πιο πέρα, όχι μόνο (ή τόσο) την προσωπική του ζωή, αλλά και αυτή εκείνων που, λόγο αυτής του της απόφασης, επηρέασε.

Η απομάκρυνση από κάθε ενεργή κομματική ταυτότητα, αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για ν’ ασκηθεί αυτού του είδους η αυτοκριτική, έτσι ώστε οι αλήθειες και τα λάθη, να μπορούν να «ειδωθούν κατάματα».

Κι εάν δεν ήταν λάθος η σύμπραξη για το σχηματισμό της κυβερνητικής συμμαχίας, τόσο στις εκλογές του Ιανουαρίου, όσο και του Σεπτεμβρίου του 2015, θα έπρεπε από τον Ιούνιο του 2018 οι ΑΝ.ΕΛΛ. να είχαν απομακρυνθεί από αυτή την εξαιρετικά ετεροβαρή και μη ειλικρινή (όπως αποδείχθηκε) κυβερνητική σύμπραξη.

Όταν βασικές αρχές και αξίες ξεκίνησαν να καταπατούνται, υπό το πρόσχημα της διατήρησης της κυβερνητικής σταθερότητας, με σκοπό την επίτευξη των αρχικών μεγάλων στόχων της εξόδου της χώρας από τα μνημόνια και της κάθαρσης του πολιτικού συστήματος από την διαφθορά και την διαπλοκή, οι πρώτοι «σπόροι» της πολιτικής αλλοτρίωσης των ΑΝ.ΕΛΛ. είχαν ήδη μπει. Τόσο ομαλά και ανεπαίσθητα μάλιστα, ώστε οποιαδήποτε άλλη φωνή να μοιάζει ως «ξένη» ή και… κατευθυνόμενη από εκείνους που δε συμφωνούσαν με τους μεγάλους στόχους (!)

Η σταδιακή εξασθένηση των αντιστάσεων, που θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή να εμφανιστούν, οδήγησαν στην αναθάρρηση του τμήματος εκείνου των κυβερνητικών στελεχών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που, πιστεύοντας ότι μπορούσαν πλέον να εφαρμόσουν μία καθαρά αριστερής ιδεολογίας και κατεύθυνσης κυβερνητική πολιτική και πρακτική, εκδήλωναν αυτή τους την πρόθεση με την κατάθεση όλο και περισσότερων τέτοιων τροπολογιών και νομοσχεδίων, που (φευ) κι αυτά «περνούσαν» με την ίδια «δυσκολία» που είχαν περάσει και όλα τα προηγούμενα.

Για να φτάσουμε στην… αχαρακτήριστη, Συμφωνία (προσύμφωνο ή ότι άλλο θέλετε) των Πρεσπών, με την Βόρεια γείτονα.

Η πίστη στην απλή «συμφωνία κυρίων» και το «δόσιμο των χεριών», αποδείχθηκε ότι μπροστά στην κομματική ιδεοληψία, τον πολιτικό τακτικισμό και το «κυνήγι της ψήφου» για την παραμονή στην εξουσία, αποτελούν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δείγματα μη γνώσης του πώς «κινείται» η κεντρική πολιτική σκηνή.

Και σήμερα, τι ;

Κατά τη γνώμη μου, σήμερα, εάν σκοπός του ψηφοφόρου είναι (τουλάχιστον) να προκαλέσει την προσοχή του  πολιτικού συστήματος της χώρας, πάντα με ειρηνικό τρόπο, η μόνη εφικτή και απόλυτα νόμιμη αντίδρασή του, θα ήταν να ενεργοποιηθεί με την απλή διαδικασία της ψήφου του. Μιας ψήφου όμως η οποία θα κατευθυνόταν σε οποιοδήποτε από τα μικρά κόμματα. Σε καμία περίπτωση σ’ εκείνες κι εκείνους που μ’ ένα συμπλεγματικό κομματικό αυτοπροσδιορισμό, εξαρτώνται ακόμη -ετερόφωτοι γαρ- από τις «ηγετικές» μορφές που τους «ανέδειξαν». Όχι φυσικά σε εξτρεμιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν αναδείξει σε πολιτική πλατφόρμα ένα ιδιότυπο «αντάρτικο πόλεων», ή άλλων που με τις «πολιτικές» τους θέσεις, προκαλούν τα χρηστά ήθη των Ελλήνων. Και φυσικά όχι σε μυθοπλάστες, συνωμοσιολόγους τηλε-οτιδήποτε-πώλες.

Αρκεί να αναφερθεί κανείς στο 40% και πλέον που στις τελευταίες εθνικές εκλογές δεν προσήλθαν για να ψηφίσουν. Στο 20% και πλέον που σήμερα εμφανίζονται ως «αναποφάσιστοι». Είναι αυτοί που δίνοντας την ψήφο τους σε οποιοδήποτε μικρό κόμμα, βοηθώντας το έτσι να ξεπεράσει το 3% για την είσοδό του στην Βουλή, θα αποπροσανατολίσει και θα μπλοκάρει οποιαδήποτε προσυνεννόηση για συμπράξεις κυβερνητικών συνασπισμών. Μία Βουλή με 10, με 15 κομματικούς σχηματισμούς, θα αναγκαστεί να οδηγηθεί είτε σε νέες εκλογές, και αυτή τη φορά με απλή πλέον αναλογική, είτε σε κυβερνητικούς συνασπισμούς τόσο ευρείς, που κάθε προσπάθεια ελέγχου από οποιοδήποτε (εξωθεσμικό ή όχι) κέντρο, θα απέβαινε εντελώς άκαρπη, ή τουλάχιστον θα την δυσκόλευε απεριόριστα.

Με δυο λόγια, στις επόμενες εθνικές εκλογές, κανένα από τα κόμματα εξουσίας δεν πρέπει να ξεπεράσει σε αντιπροσώπευση το 25% των ψηφοφόρων.

Είναι όμως δυνατό να συμφέρει τη χώρα η κυβερνητική αστάθεια; Είναι δυνατόν η «ιταλοποίηση» της πολιτικής ζωής της χώρας, να αποτελεί τη μόνη λύση σήμερα; Θα αντέτειναν  κάποιοι.

Είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να σωθεί η χώρα από εκείνους που την οδήγησαν στην καταστροφή, υπό το πρόσχημα της κυβερνητικής σταθερότητας; Έχει λογική η αποφυγή οποιουδήποτε κινδύνου, με τη θυσία κάθε έννοιας προσωπικής αξιοπρέπειας; Θα αντέτεινα.

Τόσο πολύ έχουμε αλλοτριωθεί; Τόσο αδιανόητα έχουν εκμαυλίσει τις συνειδήσεις μας; Κι αλήθεια, πόσα πρέπει να θυσιάσει κανείς, μέχρι να κληθεί να θυσιάσει ότι πιο ιερό έχει στην ζωή του;

Ας απαντήσει ο καθένας, ακόμη και από τη νιρβάνα του καφέ στον καναπέ του.

Πρώτα λοιπόν θα πρέπει να γίνει συνείδηση σε κάθε Έλληνα και σε κάθε Ελληνίδα, ότι η υποχρεωτικότητα της ψήφου, καθίσταται πλέον επιτακτικό καθήκον. Κι έπειτα, η επιλογή στήριξης οποιουδήποτε μικρού κόμματος.

Μπορούμε να αντιδράσουμε. Μπορούμε να το κάνουμε ειρηνικά. Μπορούμε να απαγκιστρωθούμε από παλαιοκομματικές πρακτικές και ιδεολογίες.

Αρκεί να το πιστέψουμε και να το εφαρμόσουμε.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑ ΚΥΡΩΣΗΣ


Ένα από τα σοβαρότερα και πιο αρνητικά ζητήματα που είναι πιθανό να θέτει η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών αυτές τις ημέρες από τους αντιπροσώπους μας στο ελληνικό κοινοβούλιο, είναι οι ισχυρές παρακαταθήκες που αυτή θα θέσει, τόσο όσον αφορά την αυτοτελή οικονομική ανάπτυξη της χώρας, όσο και τη συνέχιση της σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.

Γιατί, ποιος εχέφρων νους μπορεί να διανοηθεί πως, αυτοί που ορίζουν τις τύχες του κόσμου, θα επέτρεπαν ποτέ στην Ελλάδα να αποκτήσει την οικονομική εκείνη αυτοτέλεια που θα της επέτρεπε τον ρόλο ενός παράγοντα που «θα όριζε τις τύχες» των λαών της περιοχής, όταν σήμερα, μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, τα δημόσια οικονομικά της χώρας και οι διεθνείς εξελίξεις, δεν της επιτρέπουν ακόμη την -ελεύθερη- έξοδο της στις «αγορές» ;

Γιατί είναι εκείνοι ακριβώς οι εξωτερικοί παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά και οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική -και όχι μόνον- εξαθλίωση, οι οποίοι μετά και την πιθανή κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, θα έχουν έναν ακόμη λόγο να «κρατήσουν χαμηλά» τις προσδοκίες της χώρας, εφόσον κάτι τέτοιο θα εξυπηρετεί τα ευρύτερα σχέδιά τους για την περαιτέρω δέσμευση των πλουτοπαραγωγικών της πόρων. Πόρων που είναι σίγουρο ότι θα μπορούσαν (και μπορούν) να αναβαθμίσουν θεαματικά την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.

Γιατί τότε, μετά από δεκαετίες μέσα στην οικονομική και ανθρωπιστική κρίση η οποία θα συνεχίζεται αμείωτη, ποιοι και πόσοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν ακόμη την άσβεστη εκείνη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο ;

Ποιοι και πόσοι, μη βλέποντας καμία πλέον ελπίδα, θα μπορούσαν να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, στα -πιθανά- σχέδια για την ομαλή και με βάση… μελλοντικές Διεθνείς Συνθήκες, αναγνώριση εθνικών μειονοτήτων και -ίσως- αλλαγή συνόρων στην περιοχή ;

Ποιοι και πόσοι θα είχαν τη σφοδρή επιθυμία να παραμείνουν ενεργοί πολίτες ενός κράτους χωρίς ευοίωνες προοπτικές ; Που και οι αιρετοί του αντιπρόσωποι θα συνεχίζουν  να μη λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τη θέλησή τους ;

Ενός κράτους που συνεχώς γερνά ;

Που αλλοιώνεται ιστορικά, πληθυσμιακά και πολιτισμικά, παραδίδοντας προαιώνια χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του ;

Ας το σκεφτούν λοιπόν, όλες και όλοι, εκείνες κι εκείνοι που κρατούν δια της ψήφου τους στα δικά τους χέρια τη μελλοντική πορεία ενός κράτους που, περνώντας μέσα από τεράστιες και μακροχρόνιες κακουχίες και αλληλοσπαραγμούς, κατάφερε σήμερα να μπορεί ειρηνικά να τους δώσει την ευθύνη ν’ αποφασίσουν, όχι απλά για τη θέση του στην ευρύτερη περιοχή ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας, αλλά και την ίδια τη σημερινή του ύπαρξη, με τα ίδια ιστορικά, πληθυσμιακά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Τυπικότητες ( ; )



 Η ηθελημένη (τελικά) αοριστία και ασάφεια των προβλέψεων της Συμφωνίας των Πρεσπών, με σκοπό την κατά το δοκούν ερμηνεία τους, ξεπερνιέται σήμερα και με την παραβίαση ακόμη και ρητών της όρων !
Α) με την τροποποίηση-προσθήκη στον εφαρμοστικό Συνταγματικό νόμο «…η οποία δεν ορίζει ούτε προκαθορίζει την εθνότητα…» έχει παραβιαστεί ο ρητός όρος της ΜΗ αναφοράς εθνότητας στη Συμφωνία, παρά ΜΟΝΟ ιθαγένειας
Β) η «εσωτερική διαδικασία» στην πΓΔΜ η οποία ορίζεται ως «δεσμευτική και αμετάκλητη» στη Συμφωνία, παραβιάσθηκε από τη ΜΗ υπογραφή των Συνταγματικών τροποποιήσεων από τον Πρόδρο της γειτονικής χώρας
Γ) η πΓΔΜ, έστω και για κάποιες ημέρες, ΔΕΝ ολοκλήρωσε τις Συνταγματικές τροποποιήσεις μέχρι το τέλος του 2018, παραβιάζοντας συγκεκριμένο όρο της Συμφωνίας
Δ) η ρηματική διακοίνωση που κοινοποιήθηκε από το υπουργείο εξωτερικών της γείτονος στο αντίστοιχο της Ελλάδας, δεν έπρεπε να σταλεί ΠΡΙΝ ολοκληρωθούν ΟΛΕΣ οι «εσωτερικές νομικές διαδικασίες» της πΓΔΜ, προκειμένου η Συμφωνία να τεθεί σε ισχύ. Ακόμη κι εάν ο Πρόεδρός της παραβιάζει το Σύνταγμά τους, ΜΗ υπογράφοντας τον εφαρμοστικό Συνταγματικό νόμο, αυτό σημαίνει πως ΟΛΕΣ οι απαραίτητες «δεσμευτικές και αμετάκλητες» διαδικασίες, ΔΕΝ έχουν ολοκληρωθεί.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Οι 6 μύθοι των θετικών σημείων της Συμφωνίας των Πρεσπών*


      1.       Με τη Συμφωνία λύνεται ένα μείζον εθνικό θέμα που ταλαιπωρούσε την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες.

Κατ’ αρχήν η Ελλάδα, λόγω της μη επίλυσης του ονοματολογικού ζητήματος με τη γειτονική χώρα, δεν αντιμετώπισε ποτέ θέματα τέτοια που να της δημιουργούσαν προβλήματα, τόσο στις διεθνείς σχέσεις της, όσο και στο εσωτερικό της. Αντιθέτως, η μόνη χώρα που όντως αντιμετώπιζε τέτοια ζητήματα, ήταν η πΓΔΜ. Δυστυχώς δε, η Συμφωνία των Πρεσπών κάθε άλλο παρά δίνει λύσεις τέτοιες που θα μπορούσαν να γίνουν διαχρονικά και καθολικά αποδεκτές από την πλειοψηφία των πολιτών και των δύο χωρών. Λύσεις δηλαδή που να είναι εξ ίσου και αποδεκτά σύμφωνες με το πνεύμα της Συμφωνίας, ακριβώς λόγω του ότι αυτό ερμηνεύεται και αποδίδεται διαφορετικά από και στους πολίτες των δύο χωρών, ή να αποτελέσουν την επίσης διαχρονικά σταθερή εκείνη βάση, πάνω στην οποία θα μπορέσουν να οικοδομηθούν μακροχρόνιες σχέσεις ειλικρινούς φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών.

      2.       Με τη Συμφωνία δεν αναγνωρίζεται καμία «Μακεδονική» εθνότητα στη γειτονική χώρα.

Τυπικά, στη Συμφωνία, όντως δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη καμίας «Μακεδονικής» εθνότητας στην πΓΔΜ.

Εάν όμως προσέξει κανείς καλά την διατύπωση στην παράγραφο 3 του Άρθρου 7 της Συμφωνίας, θα διαπιστώσει ότι ο κάθε πολίτης της γειτονικής χώρας, θα μπορεί να δίνει την δική του ερμηνεία στους όρους «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός/ή/ό», με τους οποίους θα μπορεί να χαρακτηρίζει την δική του «επικράτεια, γλώσσα και πληθυσμό με τα χαρακτηριστικά του» καθώς επίσης και την δική του «ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά». Κι εάν κανείς σήμερα απευθυνθεί στο σύνολο των ιστορικών ή/και των κοινωνιολόγων, ζητώντας τους να ορίσουν κάποια από τα κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να «μοιράζεται» ένας λαός, ώστε να του αποδοθεί ο όρος «έθνος», η γλώσσα, η  ιστορία, ο πολιτισμός και η κληρονομιά του και ένα κοινό όραμα μιας ιστορικής αποστολής, όπως αυτή της αναγνώρισης μιας «Μακεδονικής εθνότητας», θα είναι η σίγουρη απάντηση που θα πάρει. Αυτά ακριβώς αναγνωρίζει και ενισχύει η Συμφωνία των Πρεσπών, δίνοντας τόσο τυπικά, όσο και ουσιαστικά το γλωσσικό, ιστορικό και πολιτισμικό εκείνο υπόβαθρο, πάνω στο οποίο βασίζεται η «ιστορική αποστολή» του (λεγόμενου) «Μακεδονικού έθνους».

Κατά συνέπεια, η αναγνώριση κοινής «ταυτότητας», μέσω της αναγνώρισης κοινής γλώσσας, ιστορίας, πολιτισμού και κληρονομιάς, αλλά και της «ιστορικής αποστολής» έτσι όπως αυτή περιγράφεται τόσο στο Προοίμιο του Συντάγματος της πΓΔΜ, όσο και στο Άρθρο 36 το οποίο «για ιστορικούς λόγους» παραμένει αναλλοίωτο, παρέχει κάθε δικαίωμα στους πολίτες της χώρας, οι οποίοι δεν ανήκουν σε κάποια από τις άλλες «κοινότητες-εθνότητές» της, να διεκδικούν πλέον απολύτως νόμιμα το δικαίωμα να καλούνται και να αναγνωρίζονται ως «εθνικά Μακεδόνες».

      3.       Με τη Συμφωνία, η πΓΔΜ υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί το όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» erga omnes, δηλαδή για όλες τις χρήσεις, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό.
     
      Το ερώτημα όμως εδώ έχει να κάνει με το πότε και το πώς. Διότι η ίδια η Συμφωνία προβλέπει εξαιρέσεις.

      Αν εξετάσουμε αρχικά τη χρήση του νέου ονόματος στο εσωτερικό της χώρας, θα διαπιστώσουμε πως μπορεί μεν στην παράγραφο 9 του Άρθρου 1 της Συμφωνίας να αναφέρεται ότι η πΓΔΜ «χωρίς καθυστέρηση, σύμφωνα με τη χρηστή διοικητική πρακτική, θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι αρμόδιες Αρχές της χώρας στο εξής εσωτερικά να χρησιμοποιούν το όνομα και τις ορολογίες του Άρθρου 1, παράγραφος 3 της παρούσας συμφωνίας σε όλα τα νέα επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία και συναφές υλικό», αλλά ποιος βεβαιώνει και (αλήθεια) μπορεί να ελέγξει ή και να παρέμβει στο πώς, πότε και εάν η πΓΔΜ ακολουθεί ή πρόκειται να ακολουθήσει τη «χρηστή διοικητική πρακτική» όπως την εννοούμε και την εφαρμόζουμε στην Ελλάδα, ή ακόμη κι εάν όντως μια άλλη κυβέρνηση αποφασίσει να καθυστερήσει με διάφορα προσχήματα αυτή την πρόβλεψη της Συμφωνίας ;

      Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν και την πρόβλεψη της παραγράφου 10(β) του ίδιου Άρθρου, όπου αναφέρεται ότι «Η “πολιτική” μεταβατική περίοδος θα αφορά όλα τα έγγραφα και υλικό αποκλειστικά για εσωτερική χρήση στο Δεύτερο Μέρος. Η έκδοση των εγγράφων και υλικού που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με το Άρθρο 1, παράγραφος 3, θα ξεκινά στο άνοιγμα κάθε διαπραγματευτικού κεφαλαίου της Ε.Ε. στο συναφές πεδίο, και θα ολοκληρωθεί εντός πέντε ετών από τότε», καταλαβαίνουμε ότι οποιοδήποτε εσωτερικό έγγραφο φέρει σήμερα την ένδειξη «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν είναι απαραίτητο να αλλάξει άμεσα με την έναρξη της ισχύος της συμφωνίας, αλλά ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ η πΓΔΜ ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της με την Ε.Ε., και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ «ανοίξει» συναφές με το αντικείμενο κεφάλαιο, και ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ περάσουν πέντε χρόνια από τότε. Αρκεί νομίζω να αναφέρω ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν αρκετά χρόνια, τόσα όσα θα κρίνει η πΓΔΜ ότι τη συμφέρει να καθυστερήσει ή όχι.

     Το σίγουρο είναι πως η ίδια η Συμφωνία, μετά και την κύρωσή της από το ελληνικό κοινοβούλιο, δεν παρέχει κανένα δικαίωμα στην Ελλάδα να ελέγξει αυτήν την διαδικασία, πέραν της προσφυγής της στο Διεθνές Δικαστήριο.

      Εξετάζοντας τώρα τη χρήση του νέου ονόματος της γειτονικής χώρας στο εξωτερικό, διαπιστώνουμε ότι στο εδάφιο (ζ) της παραγράφου 3 του Άρθρου 1, γίνεται αναφορά για το τρόπο χρήσης του (ή των) επιθετικού προσδιορισμού των όρων «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός/η/ο» τόσο από το κράτος της πΓΔΜ και τους οργανισμούς ή/και φορείς που εξαρτώνται από αυτό, όσο όμως και από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι « … δεν έχουν σχέση με το κράτος και τις δημόσιες οντότητες, δεν έχουν συσταθεί με νόμο και δεν απολαμβάνουν οικονομικής υποστήριξης από το κράτος για για δραστηριότητες στο εξωτερικό… », οι οποίοι ΔΥΝΑΝΤΑΙ να ευθυγραμμίζονται με το Άρθρο 7 παράγραφος 3 και 4.

      Τι ακριβώς σημαίνει αυτό ; Πολύ απλά ότι ενώ το επίσημο κράτος της πΓΔΜ και όσοι φορείς το αντιπροσωπεύουν ή/και εξαρτώνται οικονομικά από αυτό, θα πρέπει να συμμορφώνονται με τον τρόπο χρήσης των όρων «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός/η/ο», έτσι όπως αυτός διευκρινίζεται στο Άρθρο 7 παράγραφος 3 και 4, οι ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ φορείς, που δεν εξαρτώνται από το κράτος κατά κανένα λόγο για να λειτουργήσουν και δε χρηματοδοτούνται/επιχορηγούνται από την πΓΔΜ για δραστηριότητές τους ΜΟΝΟ στο εξωτερικό, μπορούν ΕΑΝ ΘΕΛΟΥΝ να ευθυγραμμιστούν με αυτή την πρόβλεψη. Δεν υποχρεώνει κανείς δηλαδή, ΟΠΟΙΑΔΉΠΟΤΕ φυσική ή νομική οντότητα η οποία θελήσει να αναλάβει ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ δραστηριότητα τόσο στο εσωτερικό της πΓΔΜ (χωρίς κανέναν περιορισμό), όσο και στο εξωτερικό (αρκεί να μη χρηματοδοτείται από την πΓΔΜ γι’ αυτό), να την προσδιορίσει ως «Μακεδονική», χωρίς την πρόσθεση του προσδιοριστικού «Βόρειο».

      Αυτό δε επιτείνεται (και εδραιώνεται), με την αμέσως επόμενη πρόταση της Συμφωνίας (στο ίδιο εδάφιο “ζ”), η οποία αναφέρει πως «Η χρήση επιθέτου για δραστηριότητες, ΔΥΝΑΤΑΙ να ευθυγραμμίζεται με το Άρθρο 7(3) και (4)». Ούτε από ποιους, ούτε ποιες «δραστηριότητες»… τίποτε !

      Στην δε παράγραφο 10 του Άρθρου 1, γίνεται αναφορά στην «τεχνική μεταβατική περίοδο», όσον αφορά τη χρήση του νέου ονόματος της πΓΔΜ στο εξωτερικό. Η πλήρης εισαγωγή της παρ. 10 στο κείμενο, είναι η εξής «Σε ότι αφορά την εγκυρότητα των υφιστάμενων εγγράφων και υλικού που εκδόθηκαν από τις αρχές του Δεύτερου Μέρους (της πΓΔΜ), τα μέρη συμφωνούν ότι θα υπάρξουν δύο μεταβατικές περίοδοι, μία “τεχνική” και μία “πολιτική”». Έχοντας αναφερθεί ήδη στην «πολιτική μεταβατική περίοδο», η «τεχνική» αφορά « … όλα τα επίσημα έγγραφα και υλικό της Δημόσιας Διοίκησης του Δεύτερου Μέρους, για διεθνή χρήση και εκείνα για εσωτερική χρήση που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο εξωτερικό. Αυτά τα έγγραφα και υλικό, θα ανανεώνονται σύμφωνα με το όνομα και τις ορολογίες που αναφέρονται στο Άρθρο 1 παράγραφος 3 της παρούσας Συμφωνίας, εντός πέντε ετών από τη θέση σε ισχύ της παρούσας Συμφωνίας, το αργότερο».

      Μέχρι και το 2023-2024 λοιπόν, η Ελλάδα, ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα είναι υποχρεωμένη να δέχεται ακόμη (πχ) τα διαβατήρια των πολιτών της γειτονικής χώρας στα οποία δεν έχει ακόμη λήξει η διάρκεια ισχύος τους, που θα αναφέρουν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», χωρίς καμία επιφύλαξη, σημείωση ή ότι άλλο. Όπως δε έχει προαναφερθεί, σε περίπτωση που μια άλλη κυβέρνηση στην πΓΔΜ αποφασίσει να καθυστερήσει αυτή την πρόβλεψη, δεν παρέχεται κανένα δικαίωμα στην Ελλάδα να ελέγξει αυτήν την διαδικασία, πέραν της προσφυγής της στο Διεθνές Δικαστήριο.

      Κατά συνέπεια, το erga omnes μπορεί μεν να αναφέρεται στη Συμφωνία, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ούτε το πότε, ούτε το πώς θα ισχύσει, τόσο στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας, όσο και στις διεθνείς της σχέσεις στο εξωτερικό, κυρίως δε από ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι δεν ελέγχονται από την κυβέρνηση .

      4.       Η Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζει μεν την «Μακεδονική γλώσσα», ταυτόχρονα όμως η πΓΔΜ αναγνωρίζει πως η γλώσσα αυτή ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών

Με την απαραίτητη διευκρίνιση, εντός της Συμφωνίας, η οποία επιτρέπει στους πολίτες της γειτονικής χώρας να ερμηνεύσουν όπως θέλουν ακόμη και αυτήν την πρόβλεψη. Στην παράγραφο 3(γ) του Άρθρου 1 λοιπόν, γίνεται αναφορά στη γλώσσα του γειτονικού κράτους. Αναφέρεται εκεί ότι «συμφωνήθηκε και έγινε αμοιβαίως αποδεκτό» ότι «η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι η «Μακεδονική γλώσσα», όπως αυτή αναγνωρίσθηκε από την 3η Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την Οριστικοποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία έγινε στην Αθήνα το 1977, αλλά και όπως περιγράφεται στο Άρθρο 7(3) και (4) της Συμφωνίας».

Αφού αναφέρω ότι θεωρώ απόλυτα επαρκείς τις εξηγήσεις, όσον αφορά το ζήτημα της Συνόδου των Ηνωμένων Εθνών το 1977 στην Αθήνα, που έδωσε ο γλωσσολόγος κ. Μπαμπινιώτης, καθώς σε μία Σύνοδο του ΟΗΕ που αφορά τον ορισμό και την τυποποίηση του πώς θα μεταγράφονται σε διάφορες γλώσσες τα γράμματα μιας άλλης γλώσσας, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση και επίσημη αναγνώριση αυτής της τελευταίας, αξίζει να σταθούμε σ’ εκείνο το «όπως περιγράφεται στο Άρθρο 7(3) και (4) της Συμφωνίας».

Εξετάζοντας κυρίως το 7(4) σε σχέση με την αναγνώριση της «Μακεδονικής γλώσσας», και το επιχείρημα ότι η πΓΔΜ δέχθηκε ότι η γλώσσα αυτή «ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών», διαβάζοντας το τι πραγματικά αναγράφεται στο συγκεκριμένο σημείο, διαπιστώνουμε ότι η γειτονική χώρα απλά «ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ (“notes” στο αγγλικό κείμενο) ότι η επίσημη γλώσσα του, η «Μακεδονική γλώσσα», ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών».

Κάτι που φυσικά παρέχει και το απόλυτα νόμιμο δικαίωμα στην κυβέρνηση της γειτονικής χώρας, να ΜΗ συμπεριλάβει αυτή την διευκρίνιση-σημείωση στις αλλαγές-τροποποιήσεις του Συντάγματος της πΓΔΜ, όπως φυσικά και πράττει.

      5.       Με τη Συμφωνία, η πΓΔΜ παραιτείται από την ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας Μακεδονίας, τα οποία πλέον ανήκουν αποκλειστικά στην Ελλάδα.

      Επανεξετάζοντας το Άρθρο 7, διαβάζουμε ότι η Ελλάδα και η πΓΔΜ αναγνωρίζουν ότι «η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός/η/ο» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά»

      Πώς όμως ; Όπως ακριβώς διευκρινίζεται στις παραγράφους 2 & 3 του Άρθρου 7.

Όσον αφορά δηλαδή την Ελλάδα «με αυτούς τους όρους νοούνται όχι μόνον η περιοχή και ο πληθυσμός της Βόρειας περιοχής (της), αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο Ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής, από την αρχαιότητα έως σήμερα»

Όσον αφορά την πΓΔΜ «με αυτούς τους όρους νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με την δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά, διακριτώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στο Άρθρο 7(2)» δηλαδή την Ελλάδα.

Άρα, για την Ελλάδα, με την θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, όταν αναφερόμαστε στους όρους «Μακεδονία», «Μακεδόνας» και «Μακεδονικός/η/ο», θα εννοούμε αποκλειστικά και μόνο την περιοχή της Βόρειας Ελλάδας και τον πληθυσμό της, με τα δικά τους χαρακτηριστικά (διακριτώς διαφορετικά από αυτά της πΓΔΜ), αλλά και τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ, από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Ποιος είπε όμως ότι η ιστορική και πολιτισμική προπαγάνδα  των Βορείων γειτόνων μας, διεκδίκησε ποτέ τον Ελληνικό πολιτισμό και ιστορία, ως τέτοιους ;

Ίσα, ίσα. Αυτό το οποίο μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν, είναι ότι ο πολιτισμός και η ιστορία της περιοχής, ήταν εξ’ αρχής «Μακεδονικός» και όχι Ελληνικός.

Δεν διεκδικούν λοιπόν τον Ελληνικό πολιτισμό και ιστορία (από την αρχαιότητα έως σήμερα), αλλά την αναγνώριση αυτού του πολιτισμού και της ιστορίας ως «Μακεδονικούς», διακριτώς διαφορετικούς δηλαδή από αυτόν/ους της Ελλάδας !

Κατά συνέπεια, με τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, θα υπάρχουν δύο «Μακεδονικοί πολιτισμοί», δύο «Μακεδονικές ιστορίες» και δύο «Μακεδονικές κληρονομιές» !!

Μία έτσι όπως την εννοεί η Ελλάδα, ως μέρος του Ελληνικού πολιτισμού, ιστορίας και κληρονομιάς, που θα αντλούν τη βάση τους «από τη Βόρεια περιοχή της χώρας», και μία έτσι όπως (θα) την εννοεί η πΓΔΜ.

Όποιος δε κάνει την (αυθόρμητη) ερώτηση «και ποια “Μακεδονική” ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά θα έχει δηλαδή η πΓΔΜ, και από πότε αυτή θα αρχίζει, σε ποιον/ποιους θα αναφέρεται» κλπ, η απάντηση που θα πάρει θα έχει άμεση σχέση… με τον ερωτώμενο.  Άλλη θα είναι από έναν πολίτη της πΓΔΜ, άλλη από έναν Έλληνα και (πιθανόν) άλλη από οποιονδήποτε «τρίτο».

Ακόμη και στην παράγραφο 2 του Άρθρου 8, το οποίο προβλέπει ότι «εντός έξι μηνών από τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας (η πΓΔΜ) θα επανεξετάσει το καθεστώς των μνημείων, δημόσιων κτιρίων και υποδομών στην επικράτειά του, και στο μέτρο που αυτά αναφέρονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό, που συνιστούν αναπόσπαστο συστατικό της ιστορικής ή πολιτιστικής κληρονομιάς του Πρώτου Μέρους (της Ελλάδας), θα προβεί στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα και να διασφαλίσει το σεβασμό στην προαναφερόμενη κληρονομιά», τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ασάφεια αυτής της παραγράφου, είναι τόσα πολλά, που θα χρειαζόταν ίσως σελίδες επί σελίδων για να διατυπωθούν στην πληρότητά τους.

Ποια, δηλαδή, ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ μνημεία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναφορά στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό ; Ποια «λίστα» τα αναφέρει και από ποιον έχει ή θα κριθεί η ορθότητά της ; Έχει προβλεφθεί κάποια «Κοινή Διεπιστημονική  Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων» για το ζήτημα , όπως «καλή ώρα» αυτή που προβλέπεται στην παρ. 5 του ίδιου Άρθρου, για ζητήματα αναθεώρησης των σχολικών βιβλίων ;! Ποιος εγγυάται ότι αυτά τα μνημεία θα δεχθεί η πΓΔΜ πως «αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό» ; Τι σημαίνει αυτό το «θα επανεξετάσει» της Συμφωνίας ; Και ποιο είναι αυτό το «μέτρο που αυτά (θα κριθεί ότι) αναφέρονται στην Αρχαία Ελληνική Ιστορία και πολιτισμό» ; Ποιες είναι αυτές οι «κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες» που θα αναλάβει η πΓΔΜ για να «αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα» ; Τι σημαίνει «αποτελεσματικά» ; Και ποιος θα κρίνει ότι οι ενέργειες αυτές συμβαδίζουν ή όχι με το «πνεύμα» των προβλέψεων αυτής της παραγράφου ; Και ποιος ο χρόνος της  αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων από την πΓΔΜ, από τη στιγμή που η πρόβλεψη της παραγράφου κάνει λόγο ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για την ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ μέσα σε έξι μήνες, ΚΑΙ ΟΧΙ για την ολοκλήρωση των ενεργειών της ;

Θα ήταν ικανοποιητικό δηλαδή για την Ελλάδα, και σύμφωνο με το πνεύμα της Συμφωνίας, μία επιγραφή η οποία θα προστεθεί  ίσως στο βάθρο του αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων, η οποία θα έγραφε «Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών, γεννημένος στην Βόρεια περιοχή της Ελλάδας» ;!

Οι ηθελημένες -δυστυχώς-ασάφειες της Συμφωνίας, επιτρέπουν το συλλογισμό πως, ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας, αυτό το οποίο θα συνεχίσει να υποστηρίζεται από την πλευρά της πΓΔΜ, θα είναι ότι ο πολιτισμός και η ιστορία της περιοχής, ήταν εξ’ αρχής «Μακεδονικός» και όχι Ελληνικός.

        6.       Αν δεν κυρωθεί η Συμφωνία, όλες οι χώρες του κόσμου θα αποκαλούν την πΓΔΜ ως σκέτο «Μακεδονία», όπως το κάνουν ήδη 140 από αυτές.

      Η πΓΔΜ σήμερα, σύμφωνα και με την επίσημη ιστοσελίδα της κυβέρνησης, διαθέτει προξενεία ή πρεσβείες σε 47 ξένα κράτη, ενώ διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με -συνολικά- 167 κράτη.

      Είναι ένα πράγμα κάποιο κράτος να έχει διπλωματικές σχέσεις με κάποιο άλλο, και εντελώς διαφορετικό το να έχει αναγνωριστεί το κράτος αυτό με το επίσημο όνομά του.

      Σε ΟΛΕΣ τις διμερείς αναγνωρίσεις, αυτές τουλάχιστον που έγιναν μετά το 1995, αναγράφεται ρητά ότι η αναγνώριση είναι προσωρινή και θα αλλάξει όταν συμφωνήσει και η Ελλάδα σε κάποιο νέο όνομα.

      Οι διμερείς δε αναγνωρίσεις δε φέρουν κανένα ειδικό νομικό βάρος, σε αντίθεση με τις διεθνείς αναγνωρίσεις.

      Και η πΓΔΜ, μπορεί μεν να είναι μέλος πολλών διεθνών οργανισμών, ΚΑΝΕΝΑΣ όμως από αυτούς δεν έχει αναγνωρίσει το κράτος αυτό με το «Συνταγματικό του όνομα»

      Οι χώρες τώρα που ΔΙΜΕΡΩΣ έχουν αναγνωρίσει την πΓΔΜ ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ΔΕΝ είναι 140, αλλά 107. Ή καλύτερα 106, μιας και στις 107 συμπεριλαμβάνεται και το Κοσσυφοπέδιο, που δεν είναι μέλος του ΟΗΕ.

      Μεταξύ δε αυτών των 106 χωρών, περιλαμβάνονται και χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Μποτσουάνα, το Μπουρούντι, το Τζιμπουτί, το Ανατολικό Τιμόρ, το Σουρινάμ και το… Τουβαλού !

      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα περί 140 χωρών που έχουν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με το «Συνταγματικό της όνομα», είναι εντελώς αναληθές.

       Αντίθετα μάλιστα, ΚΑΝΕΙΣ διεθνείς οργανισμός δεν έχει αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας»


*Το κείμενο έχει σταλεί στα e-mail επικοινωνίας των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που εκλέγονται στις Περιφερειακές Ενότητες (νομούς) της Μακεδονίας, με το παρακάτω εισαγωγικό σημείωμα :

«Συνημμένα θα βρείτε ένα μικρό κείμενο στο οποίο αναλύω και (νομίζω ότι) καταφέρνω να ανατρέψω, τους έξι βασικούς λόγους-επιχειρήματα, τα οποία είναι πιθανό να έχετε χρησιμοποιήσει για να στηρίξετε τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Γνωρίζοντας ότι είναι πολύ πιθανό να διαφωνείτε, παρακαλώ κάντε τον κόπο να το διαβάσετε
Κι ύστερα, ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι των νομών της Μακεδονίας στην Ελληνική Βουλή, γνωρίζοντας πλέον και την «δική μου» αλήθεια, όταν έρθει η στιγμή, θα μπορείτε ελεύθερα να καταθέσετε την ψήφο σας
Μια ψήφος που, ίσως όσο καμία άλλη στο σύνολο της κοινοβουλευτικής σας παρουσίας, θα καταγραφεί στην Ιστορία»