Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Στη δημοκρατία των influencers

  Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση στο ερώτημα εάν κάποιος/α θα κάνει κάποιο εμβόλιο ή όχι, αφορά αποκλειστικά τα ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα. Όχι όμως και στην περίπτωση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Εδώ, σύμφωνα και με τη γνώμη των περισσότερων (όχι όλων) των συνταγματολόγων που δημόσια έχουν τοποθετηθεί για το θέμα, η αναγκαιότητα εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού, ακόμη και με τη μορφή της υποχρεωτικότητας, όχι όμως του καταναγκασμού, αποτελεί συνταγματικά επιτρεπτή πρακτική.

  Το θέμα αυτού του κειμένου όμως δεν είναι αυτό.

  Είναι η μετατροπή ενός ζητήματος που κανονικά θα έπρεπε να αποτελεί απόδειξη του αισθήματος «κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», όπως επιτάσσει η παρ.4 του αρ.25 του Συντάγματος, σε ιδεολογικοπολιτική διαφορά. Μία διαφορά που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα ΜΜΕ, με την αγαστή συνεργασία των επικοινωνιολόγων των κομμάτων με τους μισθοδοτούμενος (άμεσα ή έμμεσα) κονδυλοφόρους τους.

  Έτσι, στα πλαίσια των παραπάνω, η αντιπολίτευση με δηλώσεις της σχεδόν χρεώνει στην κυβέρνηση την ευθύνη για τους νεκρούς της πανδημίας, ενώ από την κυβερνητική πλευρά έχουν υποστηριχθεί δημόσια δηλώσεις πως με την έναρξη του εμβολιασμού θα επέλθει το τέλος των κομματικών της αντιπάλων!

  Συνέπεια της μετατροπής ενός θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος των πολιτών, αυτού της προστασίας της προσωπικής του υγείας, και ενός κοινωνικού τους δικαιώματος, και άρα υποχρέωσης του κράτους, στη διασφάλιση -στο μέτρο του δυνατού- των μέσων για την προστασία του, σε κομματική (και εν μέρει ιδεολογική) αντιπαράθεση, είναι και η εντατική, σε υπερθετικό βαθμό, ενασχόληση του συνόλου των ΜΜΕ με αυτό.

  Η σχεδόν μονοθεματικόηττα των δελτίων ειδήσεων, ιδιαίτερα των τηλεοπτικών σταθμών πανελλήνιας εμβέλειας, έφτασε στο απόγειό της την ημέρα της έναρξης του εμβολιασμού των πολιτών.

  Έτσι, η απύθμενη υποκρισία τους, έφτασε στο σημείο να «αναδείξει» την 27η Δεκεμβρίου του 2020 σε «ιστορική ημέρα», ίσως όχι χωρίς «βοήθεια»!

  Η αλήθεια είναι πως η «ιστορικότητα» της ημέρας, απλά προστίθεται και συμπληρώνει τον καμβά ανάλογων «ιστορικών στιγμών» του κακού παρελθόντος της 4ης εξουσίας, σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο. Έγκειται δε, στο γεγονός της επιβεβαίωσης του εξευτελισμού της, αλλά κι εκείνων που σκέφθηκαν, οργάνωσαν και πρότειναν τον, σε δημόσια θέα, εμβολιασμό θεσμικών οργάνων του κράτους, στον ανώτατο μάλιστα βαθμό, με το σκεπτικό του «επηρεασμού δια του παραδείγματος».

  Έτσι, Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί κρατών, αποδέχονται τον ρόλο του «influencer» (επηρεαστή γνώμης) που τους αποδίδουν τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απεκδυόμενοι και τα τελευταία ίσως ψήγματα κύρους και σεβασμού που φέρει το δημόσιο κρατικό αξίωμα που υπηρετούν.

  Κι εμείς, ως λαός, μετατρεπόμαστε σε έναν «ιδιότυπο ηδονοβλεψία» από μια «κλειδαρότρυπα» που πλέον έχει πάρει τη μορφή της οθόνης μιας smart TV, ενός tablet ή του (x) γενιάς κινητού μας τηλεφώνου.

  Κι έτσι, διολισθαίνουμε όλο και περισσότερο από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των αξιών, των δικαιωμάτων και της «κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», στη δημοκρατία της εικόνας, των influencers και του παρασιτικού κατεστημένου τους.


photo άρθρου : Γιάννης Γαΐτης, "Παρέλαση", 1974, λάδι σε μουσαμά

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Η επόμενη μέρα της πανδημίας

 

Οι επιπτώσεις της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, επηρεάζουν ήδη και πρόκειται να επηρεάσουν περαιτέρω το σύνολο σχεδόν των επαγγελματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, σε παγκόσμια κλίμακα.

Το θέμα απασχολεί και πρόκειται να απασχολήσει για πολλά χρόνια ακόμη τους αναλυτές κάθε επιστημονικού και επαγγελματικού πεδίου, ακόμη και της φιλοσοφίας αλλά και την έκφραση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Όσον αφορά δε την κριτική η οποία ασκείται, σε επίσης παγκόσμια κλίμακα, για τις κυβερνητικές αποφάσεις αντιμετώπισης ή -κυρίως- περιορισμού των επιπτώσεων, θα πρέπει να επισημανθεί πως έχει δύο βασικές παραμέτρους. Την ιδεολογικοπολιτική  αναφορά και τις γνώσεις που ήδη έχει αλλά και αποκτά κάποιος κατά την διάρκεια της ενημέρωσής του. Ακόμη κι αυτή όμως η δεύτερη παράμετρος, επηρεάζεται από την πρώτη, όσον αφορά τα μέσα που επιλέγει για να ενημερωθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο καθένας δεν μπορεί να εκφράζει την άποψή του, η οποία -όχι δυστυχώς πάντα- πρέπει να στηρίζεται τόσο σε διεθνώς αποδεκτά επιστημονικά δεδομένα, όσο και σε μία επιχειρηματολογία που να βασίζεται σε αυτά.

Έτσι, ένας (πχ) νεοφιλελεύθερος είναι πιθανό να ασκήσει την κριτική του όσον αφορά το μέγεθος αλλά και τον τρόπο της κρατικής παρέμβασης για τη στήριξη της οικονομίας, ενώ από την άλλη πλευρά η κριτική να επικεντρωθεί στο ίδιο ακριβώς αντικείμενο αλλά με αναφορά στη μη επάρκεια αυτών των μέτρων.

Ως γενική αναφορά, αυτό που μπορεί να διαπιστώσει κανείς από μία ιστορική αναδρομή στις κρίσεις που έπληξαν τον κόσμο κατά την διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, είναι πως α) ήταν το οργανωμένο κράτος που κάθε φορά έδινε λύσεις μέσω της εξουσίας που διαθέτει για την επιβολή των αποφάσεών του και β) ο ιδιωτικός τομέας συνέβαλε καθοριστικά μέσω της έρευνας, που παρείχε είτε στοιχεία για την αντιμετώπισή τους, είτε τα μέσα για να αντιμετωπιστούν (πχ εμβόλια)

Σύμφωνα δε με Διεθνείς Οργανισμούς, η πανδημία του νέου κορωνοϊού είναι η πρώτη πραγματικά παγκόσμια κρίση του 21ου αιώνα. Πρόσφατη εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρει πως η οικονομική ύφεση από την πανδημία θα είναι η βαθύτερη που έχει γνωρίσει ο πλανήτης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς υπολογίζει ότι 70 έως 100 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να βρεθούν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την άλλη, με ανακοίνωσή του στα τέλη Οκτωβρίου, αναφέρει πως η πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ αναμένεται να είναι της τάξης του -4.4%, ενώ για τις ανεπτυγμένες οικονομίες η αντίστοιχη πτώση αναμένεται να είναι ίση με -5.8%. Η εκτίμηση δε αυτή, έγινε πριν την ύπαρξη του 2ου κύματος της πανδημίας και χωρίς να συμπεριλαμβάνει τις πραγματικές οικονομικές επιπτώσεις των δύο τελευταίων μηνών του 2020, στους οποίους αρκετές από τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου βρίσκονται σε μερικό lockdown. Κάτι που σημαίνει πως η πραγματικότητα μάλλον θα ξεπεράσει και τα πιο δυσμενή σενάρια.

Όσον αφορά δε στην Ελλάδα, η πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για το 3ο τρίμηνο (Ιουλ-Σεπτ) του έτους και την μείωση κατά 11,7% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2ο τρίμηνο, αντανακλά κυρίως τις επιπτώσεις από τη δραματική μείωση του τουρισμού στη χώρα. Φυσικά, δεν περιλαμβάνει τις επιπτώσεις του 2ου κύματος της πανδημίας σε συνδυασμό με το (συνεχιζόμενο) lockdown από τα μέσα Νοεμβρίου και μετά.

Καταληκτικά, και με αποκλειστική αναφορά στο θέμα της πανδημίας, αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε ως κοινωνία, είναι η -κατ’ αρχήν- συνείδηση α) της επικινδυνότητας του ιού για την ανθρώπινη υγεία και β) των επιπτώσεων που τα μέτρα αντιμετώπισης και περιορισμού του θα επιφέρουν στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία του σήμερα. Πρόκειται για δύο παγκόσμια γεγονότα με άμεση σχέση αίτιου και αιτιατού, στα οποία το ένα (ιός και οικονομική/εμπορική παγκοσμιοποίηση) λειτουργεί ως αίτιο και το άλλο (επιπτώσεις από την προσπάθεια αντιμετώπισης του ιού) ως αιτιατό.

Ο σχεδιασμός και η στρατηγική που θα πρέπει ήδη λοιπόν να βρίσκεται σε εξέλιξη, θα πρέπει να αφορά το δεύτερο επίπεδο αντιμετώπισης των επιπτώσεων πλέον των οικονομικών συνεπειών που πρόκειται στο άμεσο μέλλον να κάνουν την εμφάνισή τους, τόσο σε παγκόσμιο, όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Η χώρα μας, μετά από δέκα χρόνια οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, εάν δε ληφθούν άμεσα μέτρα με το πέρας της πανδημίας, δε θα μπορέσει να αντέξει μία ακόμη μακρόχρονη επιβάρυνση της οικονομικής «υγείας» τόσο της ίδιας, όσο και κατ’ επέκταση των πολιτών της.

 

Πηγές

Photo από in.gr

https://www.tovima.gr/2020/11/30/finance/analysi-oi-oikonomikes-epiptoseis-tis-pandimias-se-pagkosmio-eyropaiko-kai-ethniko-epipedo/

https://neoskosmos.com/el/255472/kapoies-koinonikes-kai-oikonomikes-epiptoseis-tis-pandimias-tou-koronoiou1/

https://www.capital.gr/oikonomia/3500266/elstat-ptosi-aep-kata-11-7-to-g-trimino-me-anaptuxi-mpike-i-ellada-stin-pandimia


Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Ε΄ : Η Τουρκία στα Δυτικά Βαλκάνια


Η είδηση της έγκρισης από το Αλβανικό Κοινοβούλιο της στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ Αλβανίας και Τουρκίας, η 26η τέτοιου είδους τα τελευταία 22 χρόνια μεταξύ των δύο χωρών, με την συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία των 105 «Ναι», ήταν απόλυτα αναμενόμενη.

Ήταν μάλιστα η δεύτερη τέτοια συμφωνία εντός του 2020. Τον περασμένο Φεβρουάριο ο Γενικός Δ/ντής  Αμυντικής Πολιτικής της Αλβανίας Φλ. Καλί και ο Τούρκος συνταγματάρχης Σ. Τζουμχούρ Σομέρ, στρατιωτικός ακόλουθος  της Τουρκίας στα Τίρανα, είχαν υπογράψει μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας, σε συνέχεια και υλοποίηση του απόρρητου «Σχέδιου Συνεργασίας για το 2020» που είχε υπογραφεί μεταξύ των υπουργείων Άμυνας των δύο χωρών.

Μόλις τον περασμένο Μάιο δε, το αλβανικό Κοινοβούλιο είχε επικυρώσει αυτήν την Συμφωνία, μαζί με το πρωτόκολλο οικονομικής βοήθειας από την Άγκυρα προς τα Τίρανα. Ένα πενταετές σχέδιο το οποίο προβλέπει και την οικονομική ενίσχυση με 100 εκ. τουρκικές λίρες (16,5 εκ. δολάρια) που θα χρησιμεύσει για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Παράλληλα, τον Ιούνιο, το τουρκικό υπουργείο Άμυνας ανέφερε πως 39 στελέχη των Αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων, είχαν μεταφερθεί με τουρκικό μεταγωγικό αεροσκάφος από τα Τίρανα στην Καμπούλ, όπου θα υπηρετούσαν εντός της Τουρκικής Ειδικής Ομάδας στο Αφγανιστάν.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας Ε. Ράμα άλλωστε, αναφερόμενος στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έχει δηλώσει πως «Η αλβανική κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει στην γραμμή της εξωτερικής της πολιτικής την Τουρκία ως στρατηγικό εταίρο […] χωρίς καμία αμφιβολία θεωρούμε την Τουρκία ως δύναμη με ιδιαίτερη σημασία στην περιοχή μας…», μία άποψη που συμμερίζεται και ο Αλβανός πρόεδρος Ι. Μέτα.

Ιστορικά, η περιοχή της σημερινής Αλβανίας, είχε υποταχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1517 και βρισκόταν υπό τον έλεγχο της  έως το 1912. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας το 1913 και την είσοδό της στην Κοινωνία των Εθνών τον Δεκέμβριο του 1920, οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών ξεκίνησαν το 1923, με την δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, διακόπηκαν το 1928 λόγω της μη αναγνώρισης του βασιλείου της Αλβανίας υπό τον βασιλιά Ζογκ από τον Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος όμως μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1931, αναγνωρίζοντας τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της χώρας στον έλεγχο της Αδριατικής, αναθέρμανε τις μεταξύ τους σχέσεις. Σχέσεις οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν διακόπηκαν ποτέ από τότε.

Η Τουρκία, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και μέσο, δεν αφήνει καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, όσον αφορά στην εδραίωση και αύξηση της επιρροής της, τόσο στην Αλβανία, όσο και -είτε μέσω αυτής, είτε όχι- στην ευρύτερη περιοχή.

Μόνο μέσα στον Ιούλιο του 2020, ανέλαβε δύο πρωτοβουλίες. Η πρώτη ανακοινώθηκε στις αρχές του μήνα και αφορούσε στην Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ του υπουργείου Ανασυγκρότησης της Αλβανίας και του υπουργείου Περιβάλλοντος και Αστικοποίησης της Τουρκίας, για το κατασκευαστικό έργο 522 οικιών για τις οικογένειες που επλήγησαν από τον σεισμό της 26ης Νοεμβρίου του 2019 στο Λάτσι (στην βορειοδυτική Αλβανία), αλλά και την αποκατάσταση της κεντρικής πλατείας της πόλης, του κτιρίου του Δημαρχείου και ενός σχολείου.  Όλα ενταγμένα σε ένα ευρύτερο σχέδιο οικιστικής ανάπτυξης της πόλης, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα περιλαμβάνει ένα υπόγειο parking, ένα εμπορικό κέντρο και χώρους πρασίνου.

Στα τέλη του ίδιου μήνα, σε ειδική τελετή, η υπουργός Άμυνας της Αλβανίας παρέλαβε από τον πρέσβη της Τουρκίας στα Τίρανα, την δωρεά ειδικού εξοπλισμού, οχημάτων και στολών για την αλβανική Πολιτική Προστασία, συνολικής αξίας 1,5 εκ. δολαρίων, ενώ μόλις τον περασμένο Μάϊο, είχε προηγηθεί η δωρεά δεκάδων χιλιάδων χειρουργικών μασκών, γαντιών, ιατρικών στολών και προστατευτικών γυαλιών, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του νέου κορωνοϊού. Στο ίδιο πλαίσιο, η Τουρκία έστειλε επίσης αντίστοιχες δωρεές στις κυβερνήσεις στο Βελιγράδι, στο Σαράγεβο, στην Ποντογκόριτσα, στα Σκόπια και στην Πρίστινα.

Πριν έναν περίπου χρόνο, έγινε γνωστό πως Τούρκοι αστυνομικοί εκπαίδευσαν την αλβανική δύναμη ταχείας επέμβασης σε αποστολές καταστολής πλήθους. Έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενο, ότι ο πρωθυπουργός της χώρας Έ. Ράμα αντιμετωπίζει μία εξαιρετικά σοβαρή πολιτική αναταραχή στην χώρα του, με συνεχείς και -πολλές φορές- βίαιες διαδηλώσεις.

Η στενότατη αυτή συνεργασία μεταξύ των τουρκικών αστυνομικών υπηρεσιών με τις αντίστοιχες αλβανικές, επεκτείνεται και στην ανταλλαγή πληροφοριών, κάτι που ίσως δεν θα πρέπει να αφήνει αδιάφορη την Ελλάδα.

Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι η όλη ενέργεια, ήταν και υπό την εποπτεία της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού, γνωστής και με το ακρωνύμιο “ΤΙΚΑ”.

Γι΄ αυτήν την, ιδρυθείσα με νόμο του υπουργείου Εξωτερικών, υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό και λειτουργούσα υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού υπηρεσία όμως, θα μιλήσουμε λίγο πιο κάτω.

Είναι γεγονός ότι, εδώ και δεκαετίες, η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν έκρυψε ότι επιδιώκει έναν αναβαθμισμένο ρόλο στα Βαλκάνια. Μία περιοχή με ιδιαίτερα σημαντικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Μια περιοχή που -διαχρονικά- υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Στην σύγχρονη δε εποχή, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και πρόσφατα η Κίνα, δείχνουν με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον τους. Η Τουρκία, διεκδικεί όχι απλά μερίδιο επιρροής, αλλά τον ρόλο του ρυθμιστή των καταστάσεων.

Και αυτό, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, γνωρίζοντας την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα των λαών της περιοχής, δεν προσπαθεί να το καταφέρει τόσο με την εμφάνισή της ως μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, που με την ισχύ της θα επιβάλει τα θέλω της, όσο με την αργή, σταθερή και πάντα παρούσα προσπάθεια διείσδυσής της στις τοπικές κοινωνίες. Πότε εκμεταλλευόμενη την ύπαρξη πολιτιστικών μνημείων από την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, πότε μέσω της εκπαίδευσης ιδρύοντας και συντηρώντας σχολεία και πότε -ίσως κυρίως- μέσω της μουσουλμανικής θρησκείας κλπ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνίες, οι λαοί, εκλέγουν τις κυβερνήσεις που αποφασίζουν τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν.

Κι εδώ, έρχονται ως «υποστηρικτικές», ή ορθότερα «εκτελεστικές» δυνάμεις, οι ειδικές υπηρεσίες και τα ιδρύματα της Τουρκίας, που έχουν δημιουργηθεί για να επιτελέσουν το έργο, ακριβώς όσων περιγράφηκαν πιο πάνω.

Μία, και ίσως η σημαντικότερη από αυτές, είναι η ΤΙΚΑ. Μία Υπηρεσία για την οποία η Τουρκία δεν κρύβει ότι η αποτελεί έναν ενδιάμεσο φορέα της εξωτερικής της πολιτικής.

Κατ’ αρχήν, η ανάγκη δημιουργίας αυτής της Υπηρεσίας, προέκυψε το 1992 με την διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ. Η ορθή πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνονται τα «κενά». Με την ανεξαρτητοποίηση μιας σειράς κρατών με τα οποία η Τουρκία πίστευε και πιστεύει πως μοιράζονται «… μια κοινή γλώσσα και μια κοινή κοινωνική μνήμη και πολιτισμό…» όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Υπηρεσίας, η Τουρκία έσπευσε να το εκμεταλλευθεί . Οι χώρες αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την Τουρκία ως «ένα έθνος (εννοεί φυσικά το τουρκικό) που περιέχει διαφορετικές χώρες», είναι το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και το Κιργιζιστάν.

Η ΤΙΚΑ έλαβε την πλήρη νομική της μορφή το 1999 με νόμο του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας για να υπαχθεί απευθείας στον πρωθυπουργό της χώρας, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Μόλις το 2018 χαρακτηρίστηκε ως δημόσιος νομικός φορέας, με ιδιωτικό όμως προϋπολογισμό, και αποφασίσθηκε να διεξάγει τις δραστηριότητές της ως υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Σήμερα η ΤΙΚΑ υλοποιεί έργα σε 150 χώρες, με 62 Γραφεία Συντονισμού Προγράμματος σε 60 χώρες, από την Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια έως την Αφρική, την Λατινική Αμερική και τα νησιά του Ειρηνικού. Ο σημερινός πρόεδρος της Υπηρεσίας Σερντάρ Τσαμ (διορίσθηκε το 2011), αποτελεί έναν από τους πιο έμπιστους και στενούς συνεργάτες του Τούρκου προέδρου Ερντογάν.

Συνοπτικά, οι κύριοι στόχοι της Υπηρεσίας, αφορούν στην οικονομική, εμπορική,  κοινωνική, πολιτιστική αλλά και στην εκπαιδευτική συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων ενδιαφέροντος της Τουρκίας. Κοινότητες οι οποίες μοιράζονται ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό. Είναι μουσουλμανικές. Η αναφορά άλλωστε στην «διατήρηση της κοινής πολιτιστικής και κοινωνικής κληρονομιάς και αξιών μεταξύ τους» δεν είναι καθόλου τυχαία.

Σε αυτό το πλαίσιο και σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της, η TIKA έχει  πραγματοποιήσει πάνω από 500 σημαντικά έργα στην Αλβανία, στην διάρκεια των 25 ετών παρουσίας της στην χώρα.

Παράλληλες δράσεις έχουν αναληφθεί στο Μαυροβούνιο, μία χώρα στην οποία η ΤΙΚΑ λειτουργεί από το 2007. Αναστηλώσεις μνημείων από την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (χαμάμ, τζαμιά κ.α.), εκπαιδεύσεις σε αστυνομικό και στρατιωτικό προσωπικό, αλλά και δωρεάν παραχώρηση θερμοκηπίων σε οικογένειες αγροτών στο βόρειο τμήμα της χώρας που κατοικείται κυρίως από οικογένειες Βοσνίων και Αλβανών. Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο άλλωστε, ο Μαυροβούνιος πρωθυπουργός Ντούσκο Μάρκοβιτς και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, τόνισαν τις θετικές προοπτικές της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψης του τελευταίου στην χώρα.

Η ίδια περίπου δραστηριότητα και στους ίδιους τομείς, έχει ενεργοποιηθεί από την ΤΙΚΑ και στο γειτονικό Κόσσοβο, με έμφαση κυρίως στον τομέα της γεωργίας, της αναστήλωσης οθωμανικών μνημείων αλλά και της εκπαίδευσης.

Φαίνεται δε πως η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν ανέστειλε κατά κανέναν τρόπο το έργο της ΤΙΚΑ και στην Βόρειο γείτονα. Στα τέλη του 2019 και με την ευκαιρία των εγκαινίων ενός ακόμη σχολείου που κατασκεύασε η ΤΙΚΑ στο Βαλάντοβο, μια πόλη στα νοτιοανατολικά της χώρας, ο συντονιστής της τοπικής Υπηρεσίας Αϊτέκιν Άιντεν δήλωσε ότι έχουν υλοποιήσει σχεδόν χίλια έργα σε διαφορετικές περιοχές της χώρας από το 2005, και ότι η TİKA έχει δωρίσει 40 σχολεία, συμπεριλαμβανομένων νέων κτιρίων, ανακαινίσεων ήδη υπαρχόντων και παροχής υλικοτεχνικού εξοπλισμού.

Ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας Στ. Πενταρόφσκι έχει εξάρει τον ρόλο της ΤΙΚΑ, αναφέροντας ότι «… έχει γίνει το σύμβολο του πνεύματος της τουρκικής αλληλεγγύης και της συνεισφοράς στην διάρκεια των ετών, και δεν αφορά μόνο τους Τούρκους ή μουσουλμάνους, αλλά όλους τους πολίτες της χώρας ανεξαρτήτως εθνικότητας θρησκείας η γλώσσας». Έτσι, δεν είναι περίεργο που ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν είναι «ο πιο αγαπημένος παγκόσμιος ηγέτης» στην γειτονική χώρα, σύμφωνα τουλάχιστον με σχετικά πρόσφατη (Φεβρουάριος 2020) δημοσκόπηση που πραγματοποίησε ο Οργανισμός Έρευνας Brima μέλος της διεθνούς εταιρίας έρευνας Gallup International Association (GIA).

Ίσως δικαιολογημένα λοιπόν, τον περασμένο Ιούνιο οι επόπτες του Δήμου της Ιερουσαλήμ αφαίρεσαν ταμπέλες της τουρκικής οργάνωσης ΤΙΚΑ, η οποία λειτουργεί μεταξύ των Αράβων της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, με σκοπό την εδραίωση και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στην ισραηλινή πρωτεύουσα. Αυτό τουλάχιστον ανέφερε η ιστοσελίδα Israel Hayom σε άρθρο της με τίτλο “Ο αγώνας κατά της τουρκικής οργάνωσης ΤΙΚΑ στην Ιερουσαλήμ”. Όπως είναι γνωστό, έγραφε η ιστοσελίδα, η ΤΙΚΑ έχει διοχετεύσει τα τελευταία χρόνια πολλά χρήματα στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και στην περιοχή του Όρους του Ναού.

Θα ήταν ίσως παράλειψη εάν από αυτό το κείμενο έλειπε έστω και μία μικρή αναφορά σε μια άλλη παρόμοια «υπηρεσία», στην Diyanet, την Διεύθυνση -δηλαδή- Θρησκευτικών Ζητημάτων στην Τουρκία. Πρόκειται για μια κρατική υπηρεσία που απασχολεί πάνω από 107.000 εργαζομένους, έχει παραρτήματα σε 145 χώρες και επιδίδεται κυρίως σε πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και φιλανθρωπικές δράσεις. Πρόεδρος της Diyanet είναι ο Αλί Ερμπάς, ο ισχυρός θρησκευτικός ηγέτης της Τουρκίας, στην δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται πλέον η Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Είναι εκείνος που ανέβηκε στον άμβωνα κρατώντας ένα ξίφος στο χέρι. «Όχι οποιοδήποτε ξίφος, αλλά ένα οθωμανικό γιαταγάνι στην λάμα του οποίου είναι χαραγμένος ένας στίχος από το Κοράνι», όπως έγραψε η ανταποκρίτρια της γαλλικής εφημερίδας Le Monde στην Κωνσταντινούπολη, Marie Jégo.

Όπως δε αναφέρει σε δημοσίευμα της η ιστοσελίδα Foreign Affairs, oι ευρωπαϊκές χώρες ανησυχούν διότι ο πρόεδρος της Τουρκίας, μέσω της Diyanet, μπόρεσε να επεκτείνει την επιρροή του μεταξύ της τουρκικής διασποράς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Diyanet πληρώνει τους μισθούς των ιμάμηδων που αποστέλλονται από την Τουρκία και ελέγχει αυστηρά τα μηνύματα που εκπέμπουν. Τα εβδομαδιαία κηρύγματα της Παρασκευής είναι τα ίδια με αυτά που εκφωνούνται στην Τουρκία, τα οποία εκδίδονται από την έδρα της Diyanet στην Άγκυρα. Αυτό, αναφέρει η ιστοσελίδα, ήταν βαθύτατα ανησυχητικό για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η παρέμβαση της Τουρκίας στην θρησκευτική ζωή των μεταναστών, αποτρέπει την επιτυχή ενσωμάτωσή τους

Παράλειψη θα ήταν επίσης και η μη αναφορά στο Ίδρυμα Maarif (TMV). Έναν εκπαιδευτικό οργανισμό ο οποίος ιδρύθηκε το 2016, σχεδόν αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία, με σκοπό την ίδρυση τουρκικών σχολείων στο εξωτερικό. Μία από τις αποστολές του Maarif, ήταν και παραμένει το να αναλάβει το διεθνές δίκτυο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούσαν ή ακόμη λειτουργούν από την οργάνωση FETÖ του ισλαμιστή ιερέα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Τουρκία κατηγορεί ως τον βασικό διοργανωτή του πραξικοπήματος. Το Ίδρυμα Μααρίφ δραστηριοποιείται πλέον σε 43 χώρες με 332 σχολεία και κοιτώνες, από απλά κέντρα εκπαίδευσης έως πανεπιστήμια, που εξυπηρετούν 38.846 μαθητές. Πολλά δε εξ αυτών και στα Δυτικά Βαλκάνια. Στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος, ως βασικός στόχος αναφέρεται η «αντανάκλαση των μεγάλων στόχων της μεγάλης Τουρκίας», ενώ ο επικεφαλής του, καθηγητής Μπιρόλ Ακγκιούν, σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Σαμπάχ» εξηγούσε ότι η δημιουργία του TMV συμβάλλει «στη ζύμωση και προώθηση βασικών προτεραιοτήτων της σύγχρονης Τουρκίας, στην εξωτερική πολιτική».

Πλησιάζοντας στο τέλος του -αρκετά μεγάλου- αυτού κειμένου, έχοντας κανείς υπ’ όψιν του όλα όσα έχουν αναφερθεί, αλλά και πολλά περισσότερα τα οποία μπορεί να βρει εάν «ξοδέψει» λίγο χρόνο για την άντληση κι άλλων -σχεδόν αμέτρητων- πληροφοριών που αφορούν όσα το κείμενο αυτό πραγματεύεται, προκύπτει η απορία «ποιος ο λόγος του να επιμένει κανείς πως η Τουρκία θεωρεί πρωταρχικό της στόχο την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πλήρες της μέλος;»

Κατά την προσωπική άποψη, η Τουρκία δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο να επιθυμεί την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν (ή όταν) ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών με τις κυβερνήσεις στα Τίρανα, την Ποντγκόριτσα και τα Σκόπια, ή ακόμη χειρότερα, ξεκινήσουν αυτές με την Πρίστινα ή και το Σεράγεβο, η Τουρκία θα έχει όχι απλά επιτύχει τον στόχο της, διαθέτοντας πλέον και θεσμικά μία ισχυρή «φωνή» υποστήριξης των συμφερόντων της στην περιοχή, αλλά θα βρίσκεται ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση του στρατηγικού της σχεδιασμού. Της αναβίωσης, με τα σύγχρονα δεδομένα,  του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.


Πηγές


Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Δ’ : Αλβανία


Με τον χρόνο πλέον να πιέζει ασφυκτικά και τα γεγονότα να διαδέχονται το ένα το άλλο σε ρυθμούς -ακόμη και για τα Βαλκάνια- ασύλληπτα γρήγορους, οποιαδήποτε προσπάθεια να παρουσιάσει κανείς τα δεδομένα μίας ανάλυσης που θα οδηγούσε σε άκρως απαραίτητες πολιτικές αποφάσεις, που πρέπει να ληφθούν άμεσα, μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμένη.

Ωστόσο, το θέμα της Αλβανίας, ως μίας αναθεωρητικής δύναμης των Δυτικών Βαλκανίων, ανάλογη αυτής της Τουρκίας για την ευρύτερη περιοχή της Νότιας και Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί η σημασία που του αρμόζει.

Ως απλή ιστορική αναφορά, ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, έχει τις ρίζες του στα τέλη του 19ου αιώνα και άμεση σχέση με την, καταρρέουσα τότε, Οθωμανική αυτοκρατορία.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Αντγος ε.α. και πρώην Γεν. Δ/ντης του ΕΛΕΣΜΕ (νυν ΕΛΙΣΜΕ) Χρ. Αγγελόπουλος, «… λίγο πριν από την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει, η Οθωμανική εξωτερική πολιτική διαβλέπουσα την αδυναμία της να διατηρήσει στο μέλλον τις Βαλκανικές κατακτήσεις της και προκειμένου να εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών, επιδίωξε την δημιουργία του Αλβανικού έθνους, δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον αλβανικό παράγοντα της περιοχής. Όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες ένα είδος «προτεκτοράτου» ελεγχόμενο από εκτουρκισθέντες “μουσουλμάνους Αλβανούς αδελφούς”, ήταν ότι το καλύτερο μπορούσε να επιδιώξει . Έτσι, τις παραμονές του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), με την ενθάρρυνση και ανοχή των Τούρκων αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας, συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η οργάνωση "Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα του Αλβανικού Έθνους" γνωστή ως "Λίγκα του Πρίζρεν" με έδρα την… Κωνσταντινούπολη. Κατά την διάρκεια δε του Συνεδρίου, παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά οι αντιπρόσωποι της Λίγκας ως παρατηρητές, ζητώντας την ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα Βιλαέτια Σκόδρας (περιελάμβανε αυτό των Σκοπίων), Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ένα "αυτόνομο" Βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Πύλης. Είναι φανερό ότι η περιοχή που καλύπτει το επιδιωκόμενο τότε να δημιουργηθεί αυτόνομο Βιλαέτι, στην ουσία οριοθετεί την, μέχρι και σήμερα, διεκδικούμενη Μεγάλη Αλβανία . Την περίοδο αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συγκεκριμενοποιήθηκε και ο Αλβανικός Αλυτρωτισμός και Μεγαλοϊδεατισμός, αφού η οριστικοποίηση των συνόρων με την Συνθήκη του Λονδίνου (το 1913), άφησε έξω τις περιοχές των “Αλβανών αδελφών” που κατά την αλβανική αντίληψη δικαιωματικά τους ανήκαν, δηλαδή Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Σκόπια και προς νότο την Ήπειρο, που έμειναν εκτός του νέου αλβανικού κράτους.
Έκτοτε οι Αλβανοί ουδέποτε συμβιβάσθηκαν με τα όρια που διεθνώς αναγνωρίσθηκαν με την σύσταση του Αλβανικού κράτους, υποστηρίζοντας ότι σε αυτά έπρεπε να συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα “αλβανικά εδάφη” όπως αυτά είχαν προβλεφθεί από την Λίγκα του Πρίζρεν το 1878
»

Στα χρόνια που ακολούθησαν, είναι απόλυτα βέβαιο πως τα κεφάλαια της Ιστορίας που αφορούν στην οριοθέτηση συνόρων, παραμένουν όχι απλά ανοιχτά στα Βαλκάνια, ώστε αυτά να διατηρούν την «φήμη» τους, αλλά παράγουν διαρκώς γεγονότα που την επιβεβαιώνουν.

Και αν η εθνικιστική ρητορική -απ’ όλες τις πλευρές- στην πρώην Γιουγκοσλαβία, παρείχε το «τέλειο έδαφος» πάνω στο οποίο «στήθηκε» ο διαμελισμός της, είναι η Αλβανία εκείνη που, εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται έκτοτε, προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο τους αλυτρωτισμούς του παρελθόντος. Οι ανεξαρτησίες που ανακηρύχθηκαν από κράτη των Δυτικών Βαλκανίων με συμπαγείς Αλβανικούς πληθυσμούς στα εδάφη τους, ιδιαίτερα του Κοσόβου, «άνοιξαν -ξανά- τον ασκό του Αιόλου».

Η προσέγγιση δε, από πλευράς του επίσημου κράτους, είναι αρκετά προσεκτική, σε βαθμό… διάψευσης των «σεναρίων».

Ο σημερινός πρωθυπουργός Ε. Ράμα, σουνίτης μουσουλμάνος ο ίδιος (αν αυτό έχει κάποια σημασία), δεν χάνει ευκαιρία να διαψεύδει τα σενάρια περί «Μεγάλης» ή «Φυσικής Αλβανίας», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, παράλληλα όμως και με την ίδια άνεση, προχωρά σε κάθε δυνατή ενέργεια ώστε να τα ενισχύει.

«Η Αλβανία και το Κόσοβο θα έχουν κοινή εξωτερική πολιτική και όχι μόνο κοινές πρεσβείες και διπλωματικές αποστολές. Γιατί να μην έχουν και έναν πρόεδρο, ως σύμβολο της εθνικής ενότητας και της κοινής πολιτικής στην εθνική ασφάλεια; […]Το Κόσοβο και η Αλβανία, αν και τυπικά είναι δύο ξεχωριστές διοικητικές οντότητες, αποτελούν μέρος της ίδιας ιστορικής αφήγησης, ενός κοινού εθνικού συναισθήματος και εγγενούς πολιτικού συμφέροντος»

Η παραπάνω δήλωση, δεν ανήκει σε κάποιο μέλος ενός εθνικιστικού, με αλυτρωτικές βλέψεις, συλλόγου της Αλβανίας. Είναι δήλωση του Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα τον Φεβρουάριο του 2018, κατά την εορταστική συνεδρίαση της Βουλής του Κοσόβου, για την επέτειο των δέκα ετών από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Παραδέχθηκε όμως ότι «… για την ώρα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί η ιδέα αυτή, ωστόσο -πρόσθεσε- κάθε όνειρο είναι πραγματοποιήσιμο».

Έναν χρόνο περίπου αργότερα, τον Μάϊο του 2019, σε συνάντηση που είχαν στο περιθώριο της «Διαδικασίας Μπρντο-Μπριούνι» ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Ε. Ράμα και ο πρόεδρος του Κοσόβου Χ. Θάτσι (σουνίτης μουσουλμάνος επίσης), αποφάσισαν  να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες προς την κατεύθυνση της κατάργησης των συνόρων των δύο χωρών.
Το αντικείμενο της συζήτησης Ράμα-Θάτσι, αποκάλυψε με ανάρτηση του στο Facebook ο ίδιος ο πρόεδρος του Κοσόβου, αναφέροντας ότι «κατά τη συνάντηση εκφράστηκε η αναγκαιότητα πλήρους κατάργησης των συνόρων και η δημιουργία ενιαίου αλβανικού χώρου χωρίς σύνορα υπό την ευρώατλαντική ομπρέλα» (!).

Κάτι που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του προέδρου της Σερβίας Α. Βούτσιτς, που συμμετείχε στις διαδικασίες του ίδιου διαλόγου «Μπρντο-Μπριούνι», ο οποίος χαρακτήρισε «ιδιαίτερα επικίνδυνη την ιδέα για ένωση όλων των Αλβανών», προειδοποιώντας παράλληλα πως κάθε ενέργεια προς την κατεύθυνση της εθνικής ενοποίησης των Αλβανών, θα αποτελούσε απειλή για την σταθερότητα στην περιοχή, με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας Ι. Ντάτσιτς να προχωρά ένα βήμα παραπέρα, αναφέροντας «Μπορεί να είμαστε μικροί ως λαός, αλλά δεν είμαστε ηλίθιοι»

Στον ίδιο κίνδυνο είχε αναφερθεί και ο πρόεδρος της αμέσως πιο ενδιαφερόμενης χώρας, μετά το Κόσοβο. «Τα σύνορα στα Βαλκάνια πρέπει να παραμείνουν ως έχουν. Κάθε διαπραγμάτευση για αλλαγή συνόρων ή -να μην δώσει ο Θεός- ανταλλαγή εδαφών και πληθυσμών, θα προκαλούσε φαινόμενο ντόμινο» είχε δηλώσει ο διάδοχος του Ιβάνοφ στην προεδρία των Σκοπίων, Στ. Πενταρόφσκι.

Οι δηλώσεις αυτές, ήταν αρκετές για να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά του Βερολίνου, έστω και προσχηματικά. Σε ψήφισμα των κυβερνητικών κομμάτων CDU/CSU και SPD τον Σεπτέμβριο του 2019, έθεταν σειρά προϋποθέσεων για να ανοίξει το πρώτο κεφάλαιο ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία, με ρητή μάλιστα αναφορά για άμεση παύση των αναφορών σε «πολιτικές δηλώσεις και φιλοδοξίες» στα Τίρανα για την δημιουργία μιας «Μεγάλης Αλβανίας» που θα συμπεριλαμβάνει τους αλβανικούς πληθυσμούς των γύρω χωρών. Αν αυτά δεν σταματήσουν «άμεσα», προειδοποιούσε το ψήφισμα, τότε θα διακόπτονταν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

Ήταν ο Γάλλος πρόεδρος Ε. Μακρόν όμως (μαζί με την Ολλανδία και την Δανία) που «πάγωσε» τις ενταξιακές διεργασίες με την Αλβανία στην σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών έναν μήνα περίπου αργότερα, εκφράζοντας τις ανησυχίες του για το γεγονός πως «η Αλβανία είναι η δεύτερη σε κατάταξη χώρα από όπου έρχονται εκείνοι που ζητούν άσυλο στη Γαλλία», καταθέτοντας ταυτόχρονα την πρόθεση της Γαλλίας για την αναμόρφωση της διαδικασίας εισδοχής νέων κρατών μελών, την οποία χαρακτήρισε «αναποτελεσματική» και «απογοητευτική».

Η αντίδραση των ΗΠΑ, αν και (επιφανειακά) ήπια, δεν άργησε να έρθει, αυτήν την φορά από τον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα Τζ. Πάιατ, ο οποίος και χαρακτήρισε ως «ιστορικό λάθος» αυτήν την απόφαση, μιλώντας στην 4η Σύνοδο του Thessaloniki Summit, στις αρχές Νοεμβρίου και αφού είχε μεσολαβήσει η επίσημη επίσκεψη του Αλβανού πρωθυπουργού Ε. Ράμα στην Ελλάδα και η συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, κρατώντας χαμηλούς τόνους για το θέμα και συμμεριζόμενος την άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Α. Μέρκελ, τόνισε ότι η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, «εφόσον οι χώρες αυτές πληρούν τις ενταξιακές προϋποθέσεις».

Μία στάση όμως που «γκρίζαρε» έναν περίπου μήνα μετά, όταν σε συνέντευξή του στους Financial Times ο Έλληνας πρωθυπουργός χρησιμοποίησε τη φράση «Ελπίζω πως το λάθος αυτό θα διορθωθεί» για το ζήτημα, αποκαλύπτοντας παράλληλα τις (όχι μόνον προσωπικές φυσικά) ανησυχίες του, αναφέροντας πως «… είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να μείνει ανοικτό το ευρωπαϊκό μονοπάτι για όλες τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις απαιτήσεις…» για να συμπληρώσει εμφατικά πως «… αυτό δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, διαφορετικά αυτό το κενό θα καλυφθεί», αναφερόμενος σαφώς στην ρωσική παρέμβαση στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η αλήθεια είναι πως τα προβλήματα για τον Ε. Ράμα, είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά την επανεκλογή του το 2017 στην θέση του πρωθυπουργού. Προβλήματα που εντάθηκαν  στις αρχές του 2019, όταν ο Ράμα απέλυσε τον υπουργό εξωτερικών της χώρας Ντμίτιρ Μπουσάτι και προσπάθησε να διορίσει στην θέση του τον 28χρονο Γκέντ Τσακάι, Αλβανό από το Κόσοβο. Το διάταγμα διορισμού του Τσακάι αρνήθηκε να υπογράψει ο Πρόεδρος της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα, ισχυριζόμενος πως ο Τσακάι δεν είχε την απαραίτητη εμπειρία και ότι οι δημόσιες δηλώσεις του σχετικά με τα σύνορα του Κοσόβου ήταν απαράδεκτες. Το αποτέλεσμα ήταν ο Ράμα να αποφασίσει να αναλάβει ο ίδιος και το υπουργείο εξωτερικών της χώρας. Η σύγκρουση μεταξύ του πρωθυπουργού Ράμα και του Προέδρου Μέτα, πρώην συνοδοιπόρων στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αλβανίας, ήταν πλέον γεγονός.

Μία σύγκρουση που βρήκε την έκφρασή της και στην πολιτική αντιπαράθεση, όταν στα μέσα Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου ο Λουλζίμ Μπάσα, ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, δήλωσε ότι «οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος και των συμμάχων τους, αποφάσισαν να παραιτηθούν από τις έδρες τους» για να προσθέσει ότι «η κυβέρνηση έχει νοθεύσει τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2017 και εμπλέκεται σε ποινικές υποθέσεις και υποθέσεις διαφθοράς», κατηγορώντας παράλληλα τον Ράμα για «συνέργεια με το οργανωμένο έγκλημα» και ότι «βύθισε τη χώρα στη διαφθορά και τη φτώχεια».

Έκτοτε, η Αλβανία εισήλθε σε μία περίοδο πολιτικής αναταραχής και ακραίας πόλωσης, με βίαιες διαδηλώσεις, κλείσιμο δρόμων και εθνικών οδών με οδοφράγματα, την διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών (τον περασμένο Ιούνιο) στις οποίες δεν συμμετείχε η αντιπολίτευση, είχε ακυρώσει ο Πρόεδρος της χώρας αλλά αυτές διεξήχθησαν κανονικά, με ποσοστό συμμετοχής όμως που κυμάνθηκε στο… 15%, την προσπάθεια καθαίρεσης του Προέδρου με την υπερψήφιση πρότασης μομφής εναντίον του από το κοινοβούλιο και την σύσταση ανακριτικής επιτροπής για την εξέταση της συνταγματικά νόμιμης συμπεριφοράς του, με την πλειοψηφία των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας (το οποίο δεν λειτουργεί) που θα εγκρίνει οποιαδήποτε απόφαση αυτής της επιτροπής, να ελέγχονται για εμπλοκή σε υποθέσεις διαφθοράς και την συνέχιση των εκατέρωθεν κατηγοριών μεταξύ του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης από την μία πλευρά και της ενωμένης αντιπολίτευσης και του Προέδρου από την άλλη, ενόψει μάλιστα των προσεχών βουλευτικών εκλογών του 2021, αλλά και της εκλογής νέου Προέδρου της χώρας έναν χρόνο αργότερα, από την Βουλή η οποία θα προκύψει.

Η μόνη ευχάριστη για την κυβέρνηση είδηση, ήρθε τον περασμένο Μάρτιο με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής (μέσω τηλεδιάσκεψης λόγω κορωνοϊού) των ηγετών της ΕΕ για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την χώρα, κάτι που προκάλεσε όχι μόνον την έκφραση… ευαρέσκειας εκ μέρους των ΗΠΑ, αλλά και την σύμφωνη γνώμη της Αλβανίας όσον αφορά στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας για τις παράνομες γεωτρήσεις της στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Γρήγορα όμως το χαμόγελο έδωσε και πάλι την θέση του στην απογοήτευση, όταν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, με μια τροπολογία που πρότεινε το Λαϊκό Ευρωπαϊκό Κόμμα, το Ευρωκοινοβούλιο μπλόκαρε και πάλι την έναρξη των διαπραγματεύσεων.

Η συγκεκριμένη τροπολογία απαιτεί να μην ξεκινήσουν οι συνομιλίες με τα όργανα της ΕΕ και την Αλβανική Κυβέρνηση, πριν εκπληρωθούν στην πράξη οι 15 όροι της απόφασης του Συμβουλίου της ΕΕ του Μαρτίου. Όροι που βασικά είχαν απαιτηθεί απ’ τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Δανίας και της Ισπανίας, αλλά και την επιτυχή επιμονή της Ελλάδας ώστε στους όρους αυτούς να συμπεριλαμβάνονται και αυτοί που άμεσα αφορούν στην Ελληνική εθνική μειονότητα της Αλβανίας και τη βελτίωση του καθεστώτος της με την νομική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των μελών της (αν και αυτό το σημείο θέλει πολύ μεγάλη προσοχή από την χώρα μας), κυρίως όμως αφορούν στην εξυγίανση του πολιτικού και δημοσίου βίου στην Αλβανία, διοικητική μεταρρύθμιση, αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, καταδίκη πολιτικών εμπλεκομένων σε αγοραπωλησία ψήφων, καταδίκη δικαστικών που φέρονται ως εμπλεκόμενοι σε ζητήματα διαφθοράς, εγγύηση της ελευθερίες λόγου και τύπου κ.α.

Αντανακλούν δηλαδή ως επί το πλείστον τα κριτήρια διεύρυνσης της Κοπεγχάγης, η στάθμη των οποίων είναι καταφανώς απροσπέλαστη -με τα σημερινά δεδομένα- από την Αλβανία.

Είχε προηγηθεί βέβαια τον Μάϊο η επικύρωση από το Αλβανικό κοινοβούλιο μιας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με την Τουρκία, ταυτόχρονα με ένα πρωτόκολλο οικονομικής βοήθειας από την Άγκυρα προς τα Τίρανα, με τον Ε. Ράμα έτοιμο πλέον να παραχωρήσει στον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την βάση Πασά Λιμάνι στον Αυλώνα για να την μετατρέψει σε ναύσταθμο το τουρκικό ναυτικό (όπως τουλάχιστον ανέφερε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Εστία»), κάτι που ουσιαστικά δημιουργεί μία στενή σχέση εξάρτησης μεταξύ των δύο χωρών.

Οι σχέσεις όμως αυτές, θα αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου, πέμπτου μέρους αυτού του άρθρου.


Πηγές

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Γ΄: Το τετράγωνο Τίρανα-Πρίστινα-Ποντγκόριτσα-Σκόπια


Μία από τις συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία ίσως δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε, είναι η ενίσχυση του Αλβανικού εθνικισμού στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.

Πριν ακόμη την υπογραφή της Συμφωνίας, ήταν γνωστό ότι η κυβέρνηση Ζάεφ, δεν θα υπήρχε εάν δεν είχε τη στήριξη των αλβανικών κομμάτων της χώρας. Μετά τη Συμφωνία, η στήριξή τους (όχι χωρίς σημαντικά ανταλλάγματα), τόσο κατά την διάρκεια του δημοψηφίσματος, όσο και -κυρίως- κατά την κρίσιμη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, μετατράπηκε σε λόγο ύπαρξης του πολιτικού μέλλοντος του ίδιου του Ζάεφ, αλλά και παράγοντας σταθερότητας (ή όχι) της ίδιας της χώρας. Τα γεγονότα άλλωστε που οδήγησαν στην υπογραφή της Συμφωνίας της Οχρίδας το 2001, δεν άφηναν καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Σύμφωνα δε με κάποια δημοσιεύματα, όταν ήρθε στην εξουσία ο Ζάεφ, ιδρύθηκε στην χώρα η Αλβανική Πλατφόρμα, με ένα κείμενο το οποίο υπογράφηκε το 2017 και έθεσε τα θεμέλια ενός συνασπισμού των αλβανικών κομμάτων, με σκοπό την ένταξή τους στη νέα κυβέρνηση των Σκοπίων, και στόχο την σημαντική αύξηση των, ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένων, δικαιωμάτων τους.

Σήμερα, λίγα μόλις χρόνια μετά, η αλβανική μειονότητα στην γειτονική χώρα («κοινότητα» κατά το Σύνταγμά της), ουσιαστικά λαμβάνει τις πιο καθοριστικές γεωπολιτικές αποφάσεις, όσον αφορά στη θέση και το μέλλον της στην ευρύτερη περιοχή.

Ο Αλβανός πρωθυπουργός, και όσοι τον στηρίζουν, είχαν και έχουν κάθε λόγο να νιώθουν απόλυτα ικανοποιημένοι.

Και πώς όχι! Λίγους μόλις μήνες μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, τον Δεκέμβριο του 2018, Αλβανία και Κόσοβο υπέγραφαν συμφωνία για κοινό σημείο ελέγχου στα σύνορά τους, με τον Αλβανό υπουργό Εσωτερικών να δηλώνει, μεταξύ άλλων, πως «… εργαζόμαστε για την πλήρη εξάλειψη των συνόρων», τον πρωθυπουργό του Κοσόβου Ρ. Χαραντινάι να απαντά  πως «… ξεκινήσαμε την από κοινού διαχείριση των συνόρων της Αλβανίας με το Κόσοβο, οπότε δεν έχουμε ακόμη καταργήσει τα σύνορα μας» και τον Αλβανό πρωθυπουργό, που δεν είχε παραστεί στην εκδήλωση, να στέλνει το μήνυμά του αναφέροντας  «…μόνο όταν καταργήσουμε εξολοκλήρου τα σύνορα μεταξύ μας θα έχουμε πετύχει τον στόχο μας».

Ο αλβανικός τύπος και ειδικότερα η εφημερίδα Koha Ditore, τον Φεβρουάριο του 2019, δημοσίευσε αντίγραφο του (λεγόμενου) τελικού σχεδίου της συμφωνίας Κοσόβου-Αλβανίας, το οποίο ονομάστηκε «μινι Σένγκεν». Το έγγραφο, που περιείχε περισσότερες από 50 σελίδες, άρχιζε με ένα προοίμιο που ασχολείται  με την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων και την εισαγωγή των θεωρήσεων για λογαριασμό τρίτων, καθώς και  διατάξεις που αφορούν στην εμπορευματική κίνηση.

Μία… ανάλογη «μίνι Σένγκεν» άλλωστε μεταξύ των χωρών των δυτικών Βαλκανίων, με σκοπό την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και αγαθών, και στόχο να δοθεί ώθηση στο εμπόριο και τις επενδύσεις, συζητείται ήδη μεταξύ των χωρών της περιοχής (έχουν υπάρξει ήδη τρεις συναντήσεις κορυφής μεταξύ των ηγετών αυτών των χωρών, με την πιο πρόσφατη τον Δεκέμβριο του 2019) και, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έ. Ράμα, η ΕΕ στηρίζει αυτό το σχέδιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει να χορηγήσει 1,2 δις. ευρώ στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, ώστε να τις βοηθήσει να εφαρμόσουν τις μεταξύ τους συμφωνίες. Να προέκυψε άραγε αυτή η «ανάγκη» λόγω των ισχυρών ενδείξεων για την «επιχειρηματική εισβολή» της Κίνας στην περιοχή, μέσω του «One road, One belt»;

Σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν είναι η μόνη περίπτωση συζήτησης συνόρων στην ευρύτερη περιοχή μας.

Μία μακρά συζήτηση (από το 2012) μεταξύ Κοσόβου και Μαυροβουνίου για το θέμα, ολοκληρώθηκε επεισοδιακά στην Βουλή του Κοσόβου, τον Μάρτιο του 2018.
Το Μαυροβούνιο είχε επικυρώσει την εισήγηση-συμφωνία μιας κοινής διακρατικής επιτροπής από Μαυροβούνιους και Κοσοβάρους, με την συμμετοχή και Αμερικανών εμπειρογνωμόνων, ήδη από το 2015. Ρόλο σε αυτό, έπαιξε το γεγονός της στήριξης αυτής της συμφωνίας από την μικρή (μόλις 5% του συνολικού πληθυσμού) αλλά πολύ ισχυρή αλβανική κοινότητα του Μαυροβουνίου, η οποία, μέσω των εκλεγμένων εκπροσώπων της, είναι παρούσα σε όλες τις κυβερνητικές δομές, από την κυβέρνηση μέχρι τις δημοτικές αρχές, κατέχοντας διάφορες υπουργικές θέσεις και επηρεάζοντας σημαντικά την εξωτερική πολιτική του Μαυροβουνίου.

Άλλωστε το Αλβανικό Φόρουμ , ένας συνασπισμός από τα κορυφαία αλβανικά κόμματα στο Μαυροβούνιο, δε χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίζει στην κυβέρνηση της Ποντγκόριτσα, πως χρωστάει στους Αλβανούς την ανεξαρτησία της χώρας και την ένταξή της στο ΝΑΤΟ.

Στο Κόσοβο όμως, η συμφωνία παρέμενε «στο συρτάρι» καθώς, δεν υπήρχε περίπτωση να «περάσει» από το κοινοβούλιο της χώρας μιας και, μια διαφιλονικούμενη έκταση 80.000 στρεμμάτων στα σύνορα των δύο χωρών, που ανήκει στο Μαυροβούνιο, προκαλούσε εξάρσεις εθνικισμού από συγκεκριμένα κόμματα του Κοσόβου, τόσο της συμπολίτευσης, όσο και της αντιπολίτευσης. Στη συμφωνία δε, αντιδρούσε και ο ίδιος ο (μέχρι πρότινος) πρωθυπουργός Ρ. Χαραντινάι.

Κι όταν τον Νοέμβριο του 2017, έγινε εμφανές το αδιέξοδο, μία ανακοίνωση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Πρίστινα, η οποία ανέφερε ότι «Η καθυστέρηση στην διαδικασία επικύρωσης θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις του Κοσόβου με τις γειτονικές χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση και οδηγεί στην απομόνωση», αλλά και οι πιέσεις από την Ε.Ε. για την σημαντική καθυστέρηση στο καθεστώς θεωρήσεων visa των Κοσοβάρων πολιτών, ήταν αρκετές για να «περάσει» τελικά η συμφωνία από την Βουλή του Κοσόβου, έστω και εν μέσω… δακρυγόνων!

Και οι συνοριακές διαφορές του, μη αναγνωρισμένου ακόμη από την Ελλάδα, Κοσόβου, δεν σταματούν εδώ.

Όπως ανέφερε δημοσίευμα της Deutsche Welle το 2018, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας, διήρκεσαν πάνω από 7 χρόνια. Και μάλιστα όχι στο Βελιγράδι ή στην Πρίστινα, αλλά στις Βρυξέλλες. Στόχος, η ειρηνική λύση μιας διαφοράς που κρατά εδώ και δεκαετίες. Δέλεαρ, η αναγνώριση του Κοσόβου από το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών και η επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων για την είσοδο του συνόλου (πλέον) των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ιδέα είναι τμήμα του Βόρειου Κοσόβου, που κατοικείται από Σέρβους, να συνδεθεί με τη Σερβία, με αντάλλαγμα την κοιλάδα του Πρέσεβο της νότιας Σερβίας, που κατοικείται κυρίως από Αλβανούς, η οποία θα ενσωματωθεί στο Κόσοβο. Μία… ανταλλαγή εδαφών δηλαδή.

Συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές βάσεις τους στο Κόσοβο, υποστηρίζουν αυτήν την ιδέα εδώ και χρόνια.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν μιλάμε για τα Βαλκάνια;
Η ανταλλαγή εδαφών μεταξύ δύο κρατών με εκατέρωθεν συμπαγείς εθνικές πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούν σε αυτές, είναι μόνο το ένα κριτήριο. Στα εδάφη αυτά, περιλαμβάνονται βιομηχανικοί πόροι και πολιτιστικά μνημεία. Το Κόσοβο αποτελεί «το λίκνο των ιερών και οσίων» του σερβικού λαού, κάτι που προκαλεί τα εθνικά αισθήματα των Σέρβων και τον, δικαιολογημένο ως έναν βαθμό, φόβο τους για πιθανή απώλεια ορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών. Για να υπάρξει δε αυτή η ανταλλαγή, θα πρέπει πρώτα η Σερβία να αναγνωρίσει (και) νομικά ως κρατική οντότητα το Κόσοβο. 
Κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει δύσκολο, είναι οι Κοσοβάροι ηγέτες που κατά καιρούς έχουν εκφράσει τις έντονες αντιρρήσεις τους.

Μία τέτοια δε λύση, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, θα μπορούσε να δυναμιτίσει την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή, ξυπνώντας εφιάλτες από το παρελθόν. Σέρβοι σκληροπυρηνικοί στη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας (μία από τις δύο πολιτικές οντότητες που αποτελούν το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης), δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα προσάρτησής τους στην Σερβία. Το ίδιο ισχύει και για τους Κροάτες εθνικιστές στη δυτική Ερζεγοβίνη, που θα ήθελαν να κάνουν το ίδιο με την Κροατία. Οι δε κυβερνήσεις στα Σκόπια και την Ποντγκόριτσα, παρακολουθούν τις εξελίξεις με έκδηλη αγωνία για τα δικά τους πολυεθνικά κράτη.

Η γερμανική κυβέρνηση και κυρίως η Άγκελα Μέρκελ, αντιδρούν με σκεπτικισμό. Όπως και πολλές από τις χώρες της Ε.Ε. στις οποίες κατοικούν μειονότητες και δεν έχουν αναγνωρίσει (ακόμη) το Κόσοβο ως κρατική οντότητα.

Το όλο ζήτημα, ήλθε να περιπλέξει η κλήση τόσο του προέδρου του Κοσόβου Χ. Θάτσι, όσο και του πρωθυπουργού Ρ. Χαραντινάι, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ως κατηγορουμένων για εγκλήματα του UCK εναντίον του σερβικού πληθυσμού στον εμφύλιο του Κοσόβου. Η παραίτηση του Χαραντινάι από την πρωθυπουργία, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο (έστω και… προσχηματική), και η αναβολή (και τελικά ακύρωση) των συνομιλιών που επρόκειτο να γίνουν στα τέλη του περασμένου Ιουνίου (μάλιστα στις… ΗΠΑ), μεταξύ των ηγετών Σερβίας και Κοσόβου (Βούτσιτς και Θάτσι ο οποίος συνοδευόταν από τον νέο πρωθυπουργό Α. Χότι), υπογραμμίζουν όχι απλά την δυσκολία επίλυσης ενός ζητήματος που (κανονικά θα έπρεπε να) απασχολεί το σύνολο των χωρών της Βαλκανικής, αλλά αναδεικνύουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, τόσο το εξαιρετικά αυξημένο ενδιαφέρον του «Διεθνούς παράγοντα» για την περιοχή (από Ουάσιγκτον και Μόσχα, μέχρι το Πεκίνο), όσο και τα, εντός ή και (κυρίως) εκτός προσκηνίου, «παιχνίδια» όσων έχουν εκφράσει το ενδιαφέρον τους γι’ αυτήν. Και δεν πτοούνται από την όποια υπογραφή, της όποιας Συμφωνίας, που παρουσιάσθηκε ως «καταλυτικός παράγοντας για την εξάλειψη των σχεδίων τους».

Έχει εκφραστεί και υποστηριχθεί άλλωστε η άποψη πως, με την σχεδιαζόμενη ανταλλαγή εδαφών μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου, διευκολύνεται η δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.

Αλλά αυτό, είναι ένα θέμα το οποίο θα απασχολήσει την επόμενη συνέχεια αυτού του άρθρου.


Πηγές


Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Η Ελλάς σε έναν «κύκλο φωτιάς» Μέρος Β’ : Το «άγνωστο» Μαυροβούνιο


Το 1999, με την λήξη (σχεδόν) του πολέμου που οδήγησε στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δρομολόγησε τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (ΔΣΣ), ένα πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των επτά νέων (πλέον) χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Το 2003, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης επιβεβαίωσε ότι όλες οι χώρες της ΔΣΣ ήταν εν δυνάμει υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ.

Έκτοτε, μόνον η Κροατία, την 1η Ιουλίου του 2013, κατάφερε να γίνει μέλος της. Είναι μάλιστα το Ζάγκρεμπ που στις 30 Ιουνίου, παραδίδει την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Βερολίνο, για το επόμενο εξάμηνο.

Κι ενώ το Βελιγράδι, παρά τις κατά καιρούς συμφωνίες και ανοίγματα νέων ενταξιακών κεφαλαίων (μέχρι και σήμερα έχει ανοίξει τα 18 από τα 35), εμφανίζεται… «κουρασμένο» από την όλη διαδικασία, μόνον η Ποντγκόριτσα (Μαυροβούνιο) φαίνεται να είναι πιο κοντά στην ολοκλήρωση των προσπαθειών (έχει ανοίξει 32 ενταξιακά κεφάλαια).

Αυτό, φαίνεται να ικανοποιεί τα 2/3 των πολιτών της χώρας που επιθυμούν την ένταξή της στην ΕΕ, ελπίζοντας πως μία τέτοια εξέλιξη θα συμβάλει θετικά στην καταπολέμηση του εγκλήματος και της διαφθοράς που την κατακλύζουν, προσφέροντας ταυτόχρονα νέες θέσεις εργασίας.

Μέχρι και πριν λίγα χρόνια όμως, ήταν τα πολλά εκατομμύρια ρούβλια των Ρώσων και πρόσφατα τα -επίσης εκατομμύρια- ευρώ των Κινέζων, μέσω του επενδυτικού πλάνου «One Belt, One Road», που ρέουν στη χώρα. Αυτό βέβαια δεν σταμάτησε την φιλοδυτική κυβέρνηση του μικροσκοπικού – αλλά στρατηγικής σημασίας λόγω της Αδριατικής – Μαυροβουνίου των 620.000 πολιτών, να επιλέξει να γίνει πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ το 2017.

Και μπορεί μεν η ΕΕ να αντιπροσωπεύει (ακόμα) το 70% των ξένων επενδύσεων στην περιοχή και οι κινεζικές επενδύσεις να μην αντιστοιχούν παρά στο 1%, εδώ και έξι χρόνια όμως, οι Κινέζοι δραστηριοποιούνται, κυρίως μέσω… δανείων.

Πρόσφατα, η χώρα εξασφάλισε δάνειο ύψους 800 εκατομμυρίων ευρώ από κινεζική τράπεζα για την κατασκευή αυτοκινητόδρομου, κάτι που είχε ως συνέπεια την… εκτόξευση  του δημόσιου χρέος της στο 70% του ΑΕΠ. Χωρίς πρόσβαση στις ευρωπαϊκές (ή άλλες) αγορές χρήματος και με σημαντικό παράγοντα πως οι πόροι αυτοί δεν συνοδεύονται από μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις (μνημόνια) στο πλαίσιο (πχ) της καταπολέμησης της διαφθοράς, ο εύκολος δανεισμός για την κατασκευή υποδομών και -κατά συνέπεια- η δημιουργία θέσεων εργασίας, μοιάζει μονόδρομος. Μία «win-win» κατάσταση, η οποία όμως ανησυχεί σφόδρα την Ευρώπη.

Και σα να μην έφτανε αυτό, από τις αρχές του χρόνου, το Μαυροβούνιο σπαράσσεται από έναν «ιερό πόλεμο», πίσω από τον οποίο δεν βρίσκονται μόνον πολιτικές σκοπιμότητες και οικονομικά συμφέροντα, αλλά και ζητήματα ταυτότητας. Αφορμή υπήρξε ένας αμφιλεγόμενος νόμος για τη θρησκευτική ελευθερία, που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο της χώρας τον Δεκέμβριο του 2019, ο οποίος από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία αξιολογήθηκε ως «η κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας». Σύμφωνα με αυτόν, εκκλησίες, μοναστήρια, προσκυνήματα, κτήματα, ακίνητα (κλπ.) τα οποία μέχρι τώρα ανήκαν στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να «επιστραφούν» στο κράτος του Μαυροβουνίου. Αυτό, θα κρατήσει όσες εκτάσεις θεωρεί πως μπορούν να προσελκύσουν (πχ) τουριστικές επενδύσεις, ενώ θα παραχωρήσει τις εκκλησίες και τα υπόλοιπα θρησκευτικά κτίρια, στη νεότευκτη «Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου».

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι προβλέψεις του νέου νόμου πυροδότησαν ταραχές και διαδηλώσεις στο Μαυροβούνιο, την Σερβία, αλλά και σε χώρες όπου ζει μεγάλη σερβική διασπορά. Συγκεντρώσεις έγιναν και στην Ελλάδα, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά. Μόλις πριν έναν περίπου χρόνο, χιλιάδες διαδηλωτές στην Ποντγκόριτσα, είχαν κατέβει µε το σύνθημα «Μίλο, κλέφτη», ζητώντας την παραίτηση του προέδρου Μίλο Τζουκάνοβιτς, τον οποίο κατηγορούν για χρηματισμό και κατάχρηση εξουσίας.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011, μπορεί το 45% των κατοίκων να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως Μαυροβούνιοι, και το 30% ως εθνικά Σέρβοι (υπάρχουν επίσης 8% Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, 5% Αλβανοί, Ρομ, Κροάτες και άλλες μικρότερες εθνοτικές ομάδες), ωστόσο το 45% των κατοίκων θεωρεί πως η γλώσσα την οποία μιλά είναι Σερβική και το 75% αυτοπροσδιορίζονται ως Ορθόδοξοι.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ibna (Independent Balkan News Agency) ο πρόεδρος του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς και το κόμμα του, που κυβερνά το Μαυροβούνιο εδώ και δεκαετίες, στηρίζει τη λεγόμενη «Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου» για λόγους πολιτικούς, οικονομικούς και ταυτότητας. Η εκκλησία αυτή, αποσχίστηκε από τη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, με τον Πατριάρχη Ειρηναίο του Βελιγραδίου να τη θεωρεί «ψευδοεκκλησία», ενώ παρόμοια θέση έχει και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που θεωρεί την εκκλησία του Μαυροβουνίου αντικανονική και έχει διαβεβαιώσει το Βελιγράδι πως το Φανάρι δεν πρόκειται να της χορηγήσει το Αυτοκέφαλο.

Από την πλευρά του, ο μητροπολίτης της λεγόμενης «Ορθόδοξης Εκκλησίας του Μαυροβουνίου» Μ. Ντέντεγιτς, δήλωσε πως στο Μαυροβούνιο υπάρχει κίνδυνος να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος, αν αλλάξει κάτι σχετικά με το νέο νόμο. Για τον ίδιο, όλα όσα συμβαίνουν έχουν ως στόχο να ανατραπεί η κυβέρνηση και να παραδοθεί το κράτος στην «πτέρυγα της Σερβίας και της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Ο μητροπολίτης Ντέντεγιτς ισχυρίζεται ότι όλα αυτά γίνονται επειδή «ούτε η Σερβία ούτε η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν συμφιλιωθεί ποτέ με την ιδέα ότι το Μαυροβούνιο έχει γίνει ανεξάρτητο κράτος».

Οι Μαυροβούνιοι εθνικιστές όμως, μετά από την ανεξαρτησία της χώρας τους το 2006, θεωρούν απαραίτητο η γλώσσα τους να ονομάζεται Μαυροβουνιακή και όχι Σερβική, και να έχουν την δική τους «Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίου», που να μην ελέγχεται από το Βελιγράδι και τη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία θεωρούν «ρωσόφιλη».

Ανάμεσα πάντως στις γεμάτες θρησκευτικό πάθος και πολιτική ένταση διαδηλώσεις, στις συλλήψεις επισκόπων και ιερέων από την αστυνομία, την πιθανή εμπλοκή του ρωσικού παράγοντα αλλά και την (πριν λίγες ημέρες) εκ νέου απαγόρευση των (πολιτικών ή άλλων) ανοιχτών συγκεντρώσεων, λόγω της αύξησης των κρουσμάτων του νέου κορωνοϊού, το πιο πιθανό είναι πως η αλήθεια βρίσκεται πίσω από το γνωστό «follow the money».

Όπως αναφέρει το ibna, σύμφωνα με τον επίσκοπο της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας του Ντίσελντορφ Γκριγκόριε Ντούριτς «Η ακίνητη περιουσία των μητροπόλεων του Μαυροβουνίου είναι τεράστια. Διαθέτει ένα εκατομμύριο τετραγωνικά μέτρα στην παραλία Buljarici κοντά στην τουριστική Μπούντβα. Μια ολόκληρη πόλη θα μπορούσε να χτιστεί εκεί. Λέγεται ότι αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους του νέου νόμου: να πουληθεί αυτή η γη αργότερα σε μερικούς εταίρους του Τζουκάνοβιτς…»

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί, ποιος ο λόγος να ασχολούμαστε με ένα μικρό κράτος της Βαλκανικής μόλις 600.000 κατοίκων, με το οποίο μάλιστα δεν έχουμε καν κοινά σύνορα.

Είναι ο ίδιος που δεν έχει καταλάβει ακόμη τι εννοούμε με τη φράση «εδώ, είναι Βαλκάνια…».


Πηγές