Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Τι χάσαμε την χρονιά που φεύγει


Τι χάσαμε την χρονιά που φεύγει

Ίσως να χάσαμε λίγο το μέτρο, ίσως την κοινή λογική και τη μνήμη μας.
Ίσως πάλι αυτό θα μπορούσε να ισχύει και για κάθε άλλη χρονιά που έχουμε αφήσει πίσω μας.
Όλα αυτά τα χρόνια
Όλα τα χρόνια που αρνηθήκαμε να δούμε τον άλλο στα μάτια.
Όλα τα χρόνια που αρνηθήκαμε να πούμε «ευχαριστώ» και «έχεις δίκιο»
Ας είναι
Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος.
Να ξεχνά, να κρατά για τον εαυτό του, να ζει και να «φεύγει» μόνος

Μ’ έπιασε η απαισιοδοξία μου, θα πει κάποιος.
Ναι, δε θα ‘χει κι άδικο
Προσπάθεια να πιαστώ από κάπου είναι κι αυτό το κείμενο
Από μια ελπίδα, μια «συγνώμη», ένα χαμόγελο αβίαστο.
Βυθισμένοι στην καθημερινότητά μας, αποκομμένοι μέσα στους τοίχους του δικού μας κόσμου, κλειδώσαμε κι αμπαρώσαμε απ’ έξω κάθε αντίθετο.
Κλείσαμε και καρφώσαμε σανίδες στα παράθυρα του νου, για να εμποδίσουμε κάποιο φως, που θα μπορούσε να αλλοιώσει την ιδέα μας για τον «άλλο».
Συγχρωτιζόμαστε με «ομοίους», μην τυχόν και μας «χαλάσει τη σούπα» ο διπλανός, «ο άλλος»

Κι η αλήθεια είναι πως … δεν διαφέρω από κανέναν άλλο από εσάς.
Ίδιος είμαι.
Γι’ αυτό και γράφω αυτό το κείμενο
Για μένα
Να το διαβάζω κάθε τέλος του χρόνου και να ζητώ συγνώμη από τον πιτσιρικά μέσα μου που κάποτε ανέμελος έπαιζε βόλους στην αυλή του σχολείου, με την ελπίδα κάποια ημέρα να μπορέσω να δω τον κόσμο με τα δικά του μάτια.
Ίσως μάταια.

Κανείς όμως ποτέ δε θα με κατηγορήσει πως δεν προσπάθησα.

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Brexit : Η επόμενη μέρα


Στις 23 Ιουνίου του 2012 το περιοδικό «The Economist» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο
«Ποτέ η μεγάλη Βρετανία δεν ήταν τόσο κοντά στην έξοδο από την Ευρώπη».
Ανέφερε δε, ότι πολλοί συντηρητικοί βουλευτές εύχονται η χώρα τους να ξεμπερδέψει επιτέλους με την ΕΕ, σχολιάζοντας παράλληλα με … σιγουριά πως «Στοιχηματίζουμε ότι οι άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ θα μας εγκρίνουν μεγάλες παραχωρήσεις ξέροντας τι θα διακινδυνεύσουν αν πούμε «Οχι» στο δημοψήφισμα».
Λίγες μόνο ημέρες αργότερα, εκατό εκ των συντηρητικών βουλευτών έστειλαν επιστολή στον Ντ. Κάμερον ζητώντας αναδιαπραγμάτευση των όρων παραμονής της Βρετανίας στην Ευρώπη, μία κίνηση που προκάλεσε τον τίτλο «Κάτι τρέχει στο βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας» της γαλλικής εφημερίδας “Le Monde”.
Ένα άρθρο που κατέληγε με το ερώτημα «Πότε θα δούμε το Brixit ;»

Αφορμή για όλ’αυτά, ήταν ένας νόμος που ψηφίστηκε λίγους μήνες πριν, τον χειμώνα του 2011. Ένας νόμος που υποχρέωνε τον πρωθυπουργό της χώρας να ζητήσει δημοψήφισμα, αν τεθεί θέμα εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας στις Βρυξέλλες.

Λίγα χρόνια αργότερα, τον Μάϊο του 2015, ο Ντ. Κάμερον αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Τόρυς και νικητής με απόλυτη αυτοδυναμία στις πρόσφατες εκλογές, μιλώντας στα γραφεία των Συντηρητικών, είχε δηλώσει ότι «αυτή είναι η πιο γλυκιά νίκη απ’ όλες», γνωρίζοντας πως, αν και η επικράτηση των Τόρυς πιστωνόταν σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο, σύντομα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τους ευρωσκεπτικιστές και τις πιέσεις τους για μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την ΕΕ.

Ο ίδιος δεν άργησε, έξω από το νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, να επαναλάβει ότι σκοπεύει να προχωρήσει με το δημοψήφισμα για παραμονή ή έξοδο από την ΕΕ, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δόσει τον Ιανουάριο του 2013 για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με την προϋπόθεση ότι θα κερδίσει τις εκλογές το 2015. Τότε μάλιστα είχε διευκρινίσει ότι θα κάνει εκστρατεία «με όλη του την καρδιά και την ψυχή» ώστε η Βρετανία να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακόμη και ο αρθρογράφος της “Le Monde” όμως, μ’εκείνο το «Πότε θα δούμε το Brixit ;» του 2012, περισσότερο μάλλον επιθυμούσε να … εξορκίσει αυτή την εξέλιξη, η οποία θα ερχόταν να συγκλονίσει συθέμελα την ΕΕ με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στις 23 Ιουνίου του 2016, τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά το άρθρο του “The Economist”.

Ένα αποτέλεσμα που προκάλεσε μία από τις πιο μακροσκελείς δηλώσεις που έχει ποτέ κάνει η Γερμανίδα Καγκελάριος  Ανγκελα Μέρκελ, στην εμφάνισή της για να σχολιάσει το βρετανικό δημοψήφισμα, την αμέσως επόμενη ημέρα.

«Να θυμόμαστε ότι η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν αρχικά μια ιδέα ειρήνης», είπε η Καγκελάριος της Γερμανίας και εξέφρασε τη λύπη της για την απόφαση των Βρετανών, ενώ αναφερόμενη στη διαδικασία εξόδου μιας χώρας από την ΕΕ, επισήμανε ότι θα διαρκέσει χρόνια και ότι μέχρι την ολοκλήρωσή της η Βρετανία παραμένει μέλος της ΕΕ.

Και κάπου εδώ, ξεκινούν οι λάθος δηλώσεις αλλά και χειρισμοί του ζητήματος.

Στο ίδιο εκείνο μήνυμά της, η Α. Μέρκελ, «κατάφερε» να συμπεριλάβει και την εξόχως αρνητική πρόταση «Η ειρήνη που έχουμε στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι αυτονόητη» (!!)

Με τους ευρωπαίους ηγέτες των υπόλοιπων 27 κρατών μελών της ΕΕ να εμφανίζονται ήδη διχασμένοι, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει η Ένωση να χειρισθεί το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, κάποιοι από τους «ισχυρούς» της Ευρώπης δείχνουν πλέον (σχεδόν φανερά ; ) την διάθεσή τους να χρησιμοποιήσουν ακριβώς αυτή την δύσκολη κατάσταση, ως «παράδειγμα προς αποφυγή» για οποιαδήποτε άλλη χώρα σκεφτεί ένα ανάλογου περιεχομένου δημοψήφισμα.

Τις πρώτες ημέρες, διαρροές από κύκλους του Ελιζέ στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, έκαναν λόγο για «πλήρη συμφωνία» μεταξύ του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ και της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, όσον αφορά το πώς θα χειριστούν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Μία «πλήρης συμφωνία»όμως που θα βασιζόταν σε αυτό που η κα Μέρκελ είχε ήδη καταστήσει σαφές.  Ότι (δηλαδή) δεν βιάζεται να διακόψει τις σχέσεις με έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς και οικονομικούς εταίρους που στηρίζουν την εξαγωγική γερμανική οικονομία, ενώ είχε μάλιστα δηλώσει αντίθετη σε τιμωρητική στάση των Βρυξελλών απέναντι στις διαπραγματεύσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο Φρ. Ολάντ, επιβεβαιώνοντας τη συμφωνία του γαλλο-γερμανικού άξονα, δήλωσε ότι «Είναι ευθύνη της Γαλλίας και της Γερμανίας να πάρουν την πρωτοβουλία, επειδή δείξαμε πως από τη δυστυχία, από τη φρίκη και από τον πόλεμο είμαστε ικανοί να οικοδομήσουμε μια ισχυρή φιλία» για να προσθέσει καταλήγοντας ότι «Χωριστά, αναλαμβάνουμε τον κίνδυνο να είμαστε διασπασμένοι, σε διαφωνία και σε διενέξεις (...) Μαζί, μπορούμε να κερδίσουμε όχι απλώς την ειρήνη, αλλά και την εκτίμηση των ανδρών και των γυναικών αυτής της ωραίας ένωσης που ονομάζεται Ευρώπη».

Νάτο πάλι το ζήτημα μεταξύ «ειρήνης –πολέμου» που πρώτη «άνοιξε» η γερμανίδα καγκελάριος (!)

Από την άλλη, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς και οι υπουργοί Εξωτερικών των έξι ιδρυτικών χωρών της Ε.Ε. ζητούσαν ταχύτατη έναρξη των διαπραγματεύσεων για υλοποίηση του Brexit !

Εν τω μεταξύ, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου Χίλαρι Κλίντον, υιοθετώντας  μία … άκρως μετριοπαθή στάση, δήλωσε ότι σέβεται το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία για την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεσμεύεται να διατηρήσει τις σχέσεις των ΗΠΑ τόσο με το Λονδίνο όσο και με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Σε πλήρη αντίθεση, όπως ήταν αναμενόμενο, με τον … έτερο διεκδικητή της Προεδρίας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο ο ποίος μιλώντας σε δημοσιογράφους στο θέρετρο γκολφ που έχει στη Σκωτία, τόνισε πως η είδηση ότι οι Βρετανοί επέλεξαν να ψηφίσουν για την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι «κάτι σπουδαίο». «Πήραν πίσω τη χώρα τους», δήλωσε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων προσπαθώντας μάλιστα να συνδέσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το θέμα της μετανάστευσης και στις ΗΠΑ.
«Λαοί είναι θυμωμένοι παντού, είναι θυμωμένοι για σύνορα, είναι θυμωμένοι επειδή άλλοι έρχονται στη χώρα και παίρνουν τον έλεγχο και κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι», είπε.

Παράλληλα, και με αρκετές ημέρες καθυστέρηση, ο Αμερικανός (και απερχόμενος σε μερικούς μήνες) πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, αν και θεωρεί ότι η διεθνής οικονομία θα σταθεροποιηθεί βραχυπρόθεσμα μετά το Brexit, σημείωσε ταυτόχρονα την ανησυχία του για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Δήλωσε πεπεισμένος πως το διαζύγιο Βρετανίας και ΕΕ θα γίνει «συνετά», ενώ, όσον αφορά γενικότερα το πεδίο του διεθνούς εμπορίου, υπογράμμισε την ανάγκη να μην υπάρξει υποχώρηση από τις διεθνείς συμφωνίες - με φόντο (και) την TTIP (σιγά μην την ξεχνούσε !).

Εν τω μεταξύ, ο Βλαδίμηρος Πούτιν λίγες ημέρες πριν την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, υιοθετώντας την πάγια τακτική της ρωσικής διπλωματίας, επέλεξε να «σταθεί κάπου στη μέση» μέχρι ν’αξιολογήσει όσο το δυνατόν περισσότερους παράγοντες, πριν την τελική του απόφαση. «Δεν είναι δική μας υπόθεση, είναι υπόθεση του βρετανικού λαού. Έχω τη γνώμη μου για το θέμα αλλά δεν θέλω να μιλήσω εκ των προτέρων» δήλωσε. «Γιατί (ο Ντέιβιντ Κάμερον) διοργάνωσε αυτό το δημοψήφισμα ; Για να εκβιάσει την Ευρώπη ;  Ή για να την τρομάξει ; Ποιος είναι ο αντικειμενικός σκοπός αν ο ίδιος τάσσεται κατά της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση», αναρωτήθηκε ο Ρώσος πρόεδρος στη διάρκεια μιας συνάντησης με εκπροσώπους πρακτορείων ειδήσεων, ανάμεσα στα οποία και το Γαλλικό Πρακτορείο .

Ακόμη και μετά το δημοψήφισμα, ο ίδιος επέλεξε (πάλι) να κρατήσει τις «πρέπουσες» αποστάσεις. Δεν ξέχασε όμως την δήλωση του Ντ. Κάμερον ο οποίος είχε πει «Πρέπει να πω ότι από όλους τους ηγέτες και πολιτικούς που ξέρω κανείς δεν θέλει να βγούμε από την ΕΕ. Ούτε η Αυστραλία, ούτε η Νέα Ζηλανδία, ούτε ο Καναδάς και οι ΗΠΑ.Ο μόνος που σκέφτομαι ότι μπορεί να θέλει να φύγουμε είναι ο Βλαντιμιρ Πούτιν. Ποιος θα ήταν χαρούμενος εάν φεύγαμε. Ο Πούτιν ίσως να ήταν». 
Ο Β. Πούτιν χαρακτήρισε «ιστορική» την απόφαση των Βρετανών πολιτών υπέρ της αποχώρησης της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ «απαντώντας» στον Ντ. Κάμερον, ανέφερε ότι η απόφαση αυτή «οφείλεται στην επιφανειακή και αλαζονική στάση που κράτησε η βρετανική κυβέρνηση η οποία διοργάνωσε το δημοψήφισμα». Με άλλα λόγια … «κ. Κάμερον, εσείς φταίτε» !

Οι «πρέπουσες» αποστάσεις όμως έπρεπε να κρατηθούν.

Έτσι, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ και στενός συνεργάτης του Βλ. Πούτιν, έσπευσε να δηλώσει ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας σημαντικός οικονομικός εταίρος της Ρωσίας, για αυτό ακριβώς η Μόσχα έχει συμφέρον η Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμείνει μια ακμάζουσα, σταθερή και προβλέψιμη οικονομία», συμπληρώνοντας πως «η Μόσχα ελπίζει ότι η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ θα επιτρέψει τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της Βρετανίας και της Ρωσίας», εκφράζοντας μάλλον μία ευχή, παρά την πραγματικότητα.

Την ίδια ώρα, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ εμφανίστηκε λιγότερο αισιόδοξος κάνοντας λόγος για «πρόσθετους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία περιλαμβανομένης της ρωσικής οικονομίας», για να συμπληρώσει «Σίγουρα, αυτό δεν με ευχαριστεί» επιβεβαιώνοντας (ίσως) την φήμη για μία υποβόσκουσα «κόντρα»μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών της Ρωσίας.

Τι γίνεται όμως στην (παρά τα προβλήματα) ταχύτερα αναπτυσσόμενη και μεγαλύτερη αγορά του κόσμου ; Ποια ήταν η αντίδραση της Κίνας ;

Εκεί, ο εκπρόσωπος του υπουργείο των Οικονομικών, επισήμανε ότι «το Πεκίνο σέβεται την επιλογή των Βρετανών και ελπίζει ότι η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσουν να καταλήξουν σε μια συμφωνία το συντομότερο δυνατόν» προσθέτοντας ότι «Η Κίνα βλέπει τις σχέσεις με τη Βρετανία και την ΕΕ από μια στρατηγική και μακροπρόθεσμη προοπτική και στηρίζει την ανεξάρτητη επιλογή της αναπτυξιακής πορείας της ΕΕ».

Σε αντίθεση μάλλον με τις δηλώσεις του Χουάνγκ Γιπίνγκ, μέλους της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας της Κίνας, ο οποίος είχε δηλὠσει ότι «το Brexit θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης», για να συμπληρώσει με έμφαση ότι μια τέτοια εξέλιξη «θα είναι πολύ κακή, τόσο για τον κόσμο όσο και για την Κίνα» (!)

Η τακτική των ίσων αποστάσεων κι εδώ ; Ίσως.

Γεγονός πάντως είναι ότι το 2015 η Κίνα έκανε άμεσες επενδύσεις στην Βρετανία αξίας 3,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το δικηγορικό γραφείο Baker & McKenzie, ενώ  μεταξύ 2005 και 2015, έχει επενδύσει σχεδόν 30 δισεκατομμύρια δολάρια στην Βρετανία.

Άλλωστε, Ο Ντ. Κάμερον είχε ήδη ανακοινώσει συναλλαγές αξίας 40 δισεκατομμυρίων λιρών (!) μεταξύ Βρετανίας και Κίνας μετά από μια επίσκεψη στο Ηνωμένο Βασίλειο από τον Πρόεδρο Ζι Τζινπίνγκ τον Οκτώβριο του περασμένου έτους.

Και στην Ευρώπη ;

Εδώ, οι ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν (ακόμη) να τα «έχουν χαμένα» !

Οι τέσσερις μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, συνέταξαν ένα κείμενο με το οποίο καλούσαν τον Βρετανό πρωθυπουργό να αρχίσει τη διαδικασία εξόδου της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη από την επερχόμενη εκείνες τις ημέρες σύνοδο κορυφής της ΕΕ, όπως ανέφερε δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung.

«Είναι επιτακτικό», έγραφαν οι βουλευτές, «να αποφευχθεί μια αβεβαιότητα που θα βλάψει όλους και να διαφυλαχθεί η ενότητα της Ένωσης» για να προσθέσουν ότι  «Καμιά νέα σχέση, οποιουδήποτε είδους, ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ δεν θα μπορέσει να επικυρωθεί όσο δεν έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία εξόδου».

Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς κάλεσε κι εκείνος τον Ντ. Κάμερον να αρχίσει άμεσα την διαδικασία εξόδου από την ΕΕ. Σύμφωνα με συνέντευξή του στην εφημερίδα Bild, ο κ. Σουλτς εκτίμησε πως μια περίοδος αοριστίας «θα οδηγούσε σε επιπλέον ανασφάλεια και θα κινδύνευε η απασχόληση» για να συμπληρώσει εμφατικά ότι «Αυτή η διστακτική στάση, μόνο και μόνο για να γίνει το παιγνίδι τακτικής των Βρετανών συντηρητικών, μας βλάπτει όλους».

Στα τέλη Ιουνίου ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιουνγκέρ, ο κ. Σουλτς, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Τουσκ και ο πρόεδρος της εναλλασσόμενης προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ κ. Ρούτε, συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες για να συζητήσουνν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο, καταλήγοντας σε μία κοινή δήλωση η οποία (μεταξύ άλλων) ανέφερε ότι «Με μια ελεύθερη και δημοκρατική διαδικασία, ο βρετανικός λαός εξέφρασε την επιθυμία του να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Λυπούμαστε για αυτή την απόφαση αλλά τη σεβόμαστε… Αναμένουμε τώρα την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να υλοποιήσει στην πράξη, το ταχύτερο δυνατόν, αυτήν την απόφαση του βρετανικού λαού, όσο οδυνηρή και αν είναι η σχετική διαδικασία. Κάθε καθυστέρηση θα παρατείνει χωρίς λόγο την αβεβαιότητα»

Σε πλήρη συμφωνία μαζί τους, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών κ. Σόϊμπλε, διαβεβαίωσε ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να περιορίσει τη «ζημιά» από το Brexit και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να ξεκινήσει ένα «φαινόμενο του ντόμινο» στην ΕΕ μετά την αποχώρηση της Βρετανίας, υπογραμμίζοντας ότι  η μακροχρόνια αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit είναι πιθανότατα «δηλητήριο για την οικονομία». Σε συνάντησή του δε με τον υπουργό Εξωτερικών του Λουξεμβούργου, ο κ. Σόιμπλε είπε ότι εμμένει στη δήλωση του ότι «το μέσα (στην ΕΕ) σημαίνει μέσα και το έξω σημαίνει έξω», προσθέτοντας ότι «η Βρετανία δεν έχει στη διάθεσή της απεριόριστο χρόνο για να αποφασίσει το πότε θα υποβάλει το αίτημά της για αποχώρηση».

Τι έλεγε όμως η (επτά σημείων) κοινή δήλωση των 27 Ευρωπαίων ηγετών, μετά τη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών ;

Μεταξύ άλλων ότι σαφώς λυπούνται «βαθιά για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο», αλλά σέβονται «τη βούληση που εκφράζεται από την πλειοψηφία του βρετανικού λαού», αλλά και ότι «Υπάρχει ανάγκη να οργανωθεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ με μεθοδευμένο τρόπο. Το άρθρο 50 της ΕΕ προβλέπει τη νομική βάση για τη διαδικασία αυτή. Εναπόκειται στη βρετανική κυβέρνηση, αμέσως μόλις είναι έτοιμη να το ενεργοποιήσει και να ενημερώσει σχετικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ένωση. Θα ήταν προτιμότερο να το κάνει το συντομότερο δυνατό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαπραγμάτευση πριν να λάβει χώρα η εν λόγω κοινοποίηση».

Εμφανής διάσταση απόψεων ; Μάλλον ναι.

Δεν ξέχασαν πάντως οι 27 να τονίσουν και πάλι ότι «Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ιστορικό επίτευγμα ειρήνης, ευημερίας και ασφάλειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο και παραμένει το κοινό μας πλαίσιο. Την ίδια στιγμή πολλοί άνθρωποι εκφράζουν δυσαρέσκεια με την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων, είτε είναι σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο. Οι Ευρωπαίοι περιμένουν από εμάς να κάνουμε κάτι καλύτερο, όταν πρόκειται για την παροχή ασφάλειας, ευημερίας και ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον».

Το δίπτυχο «ειρήνη & ασφάλεια έναντι του ευημερία & ελπίδα» είναι το φλέγον ζήτημα που (ήδη απασχολεί αλλά) πρόκειται να απασχολήσει έντονα το σύνολο της ευρωπαϊκής  πολιτικής, τους αμέσως επόμενους μήνες. Δεν αποτελεί όμως αντικείμενο αυτού του κειμένου.

Γιατί όμως αυτή η διάσταση απόψεων μεταξύ των εκλεγμένων από τους λαούς τους Ευρωπαίους ηγέτες και των εκλεγμένων εκπροσώπων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συνεπικουρούμενων από τον κ. Σόϊμπλε ; )

Μία αυθόρμητη σκέψη είναι γιατί σε περίπτωση (πχ) διάλυσης της ΕΕ, οι δεύτεροι (εκτός ίσως του κ. Σόϊμπλε) απλά … θα χάσουν την αδρότατα αμειβόμενη εργασία τους, με αποτέλεσμα να «εξαφανισθούν» από το προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής (ίσως δε και από εκείνο των χωρών καταγωγής τους). Κι αυτό (ίσως) να μην απασχολεί μόνον τους ίδιους.

Έχουν όμως βάσιμους λόγους για να υποψιάζονται ένα «φαινόμενο του ντόμινο» στην ΕΕ μετά την αποχώρηση της Βρετανίας ;

Η (σχετικά) αποτυχημένη εκστρατεία των Podemos στις πρόσφατες Ισπανικές εκλογές, δε θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο.

Από την άλλη όμως μεριά, είναι κι εκείνο το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» (M5S) του Ιταλού ευρωσκεπτικιστή Μπέπε Γκρίλο το οποίο, μετά τις επιτυχίες του στις τοπικές εκλογές τον περασμένο μήνα (όταν κέρδισε τις 19 από τις 20 αναμετρήσεις που διεκδικούσε στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών, συμπεριλαμβανομένης αυτής για την πρωτεύουσα Ρώμη), είναι πλέον το δημοφιλέστερο κόμμα της Ιταλίας και θα κέρδιζε εύκολα την εξουσία αν διεξάγονταν τώρα εθνικές εκλογές. Σύμφωνα με τρεις δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν πρόσφατα, το M5S ξεπέρασε το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, συνεχίζοντας την τάση που έχει εδώ και καιρό να αυξάνει την υποστήριξή του, την ώρα που η δημοτικότητα του κ. Ρέντσι μειώνεται.

Θα πρέπει βέβαια εδώ να σημειωθεί ότι οι επόμενες εθνικές εκλογές στην Ιταλία, είναι προγραμματισμένες για το 2018. Εκτός βέβαια ενός απρόοπτου και σοβαρού … οικονομικού (ή άλλου) γεγονότος (!)

Έπειτα, είναι και η επανάληψη των αυστριακών εκλογών, που ορίστηκε για τις 2 Οκτωβρίου, σύμφωνα με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Εκεί, ο αυστριακός Νόρμπερτ Χόφερ, υπαρχηγός του εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και υποψήφιός του στις αυστριακές προεδρικές εκλογές, είχε ζητήσει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έξοδο της Αυστρίας από την Ε.Ε.

Ο ίδιος βέβαια, κατανοώντας προφανώς το σαφές μήνυμα που δίνεται από πρόσφατη δημοσκόπηση, ότι μόλις το 30% των Αυστριακών επιθυμούν μία έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έκανε στροφή 180 μοιρών, εκτιμώντας τώρα πως μία έξοδος της Αυστρίας θα αποτελούσε «λάθος». Έχει πάντως ταχθεί υπέρ ενός δημοψηφίσματος σε περίπτωση ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, την οποία ένταξη, όπως λέει, η Ευρώπη δεν μπορεί να διαχειριστεί και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένας καλός λόγος για να ερωτηθούν οι Αυστριακοί ως προς την παραμονή τους στην ΕΕ.
Και τα «προβλήματα» δεν σταματούν εδώ.

Ο πρόεδρος της Τσεχίας Μίλος Ζέμαν πρότεινε η χώρα του να διεξαγάγει ένα δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ (!) μετά την απόφαση της Βρετανίας υπέρ της αποχώρησής της από την ΕΕ, για να πάρει άμεσα την απάντηση από τον εκπρόσωπο τύπου του πρωθυπουργού Μποχούσλαβ Σομπότκα «Η συμμετοχή σε αυτούς τους οργανισμούς αποτελεί μια εγγύηση σταθερότητας και ασφάλειας. Η κυβέρνηση δεν εξετάζει το ενδεχόμενο να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που θα έθετε υπό αμφισβήτηση με οποιοδήποτε τρόπο τη συμμετοχή της και τον μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τσεχίας. Επομένως δεν εξετάζει το ενδεχόμενο κανενός δημοψηφίσματος».

Ο κ. Ζέμαν βέβαια, σε μια συνάντηση που είχε με πολίτες στην πόλη Βέλκε Μεζίριτζι στο ανατολικό τμήμα της χώρας, δήλωσε ότι διαφωνεί «με εκείνους που τάσσονται υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση … ωστόσο» συνέχισε «θα κάνω ό,τι μπορώ για εκείνους προκειμένου να κάνουν ένα δημοψηφίσμα και να έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους». Ο ίδιος δεν έχει την εξουσία να προκηρύξει ένα δημοψήφισμα, ωστόσο θεωρείται ένας ηγέτης με επιρροή σε μια χώρα όπου ο ευρωσκεπτικισμός είναι διάχυτος».

Είναι βέβαια και η Ουγγαρία.

«Θέλετε η Ευρώπη να μεταφέρει υποχρεωτικά μη Ούγγρους πολίτες στην Ουγγαρία, χωρίς να ερωτηθεί το κοινοβούλιο;» Αυτό θα είναι το ερώτημα στο οποίο θα κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες της χώρας στις 2 Οκτωβρίου. Αποτελεί αίτημα του ίδιου του πρωθυπουργού Β. Όρμπαν, ηγέτη του δεξιού κόμματος  Fidesz και αποτελεί το νέο του χτύπημα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ο Μάρτιν Σουλτς βέβαια, δεν άργησε να απαντήσει σε αυτή την ιδέα:
«Ο Βίκτορ Όρμπαν δεν θα πάρει μετανάστες στη χώρα του, με ή χωρίς δημοψήφισμα. Πρόκειται για ενέργεια που σκοπό έχει να δικαιολογήσει μια πολιτική την οποία εφαρμόζει για πάνω από έναν χρόνο».

Ο κ. Όρμπαν όμως προσπαθεί να κινητοποιήσει τους συμμάχους του, όπως τη γειτονική Σλοβακία, η οποία επίσης εναντιώνεται στο σχέδιο μετεγκατάστασης και έχει ήδη ενταχθεί σε μια ομάδα ανατολικοευρωπαϊκών χωρών μελών της ΕΕ που καλούν να περιοριστούν οι εξουσίες της Κομισιόν, μετά την ψήφο υπέρ του Brexit. Οποία σύμπτωσις με τις θέσεις του Β. Σόϊμπλε !

«Έχουμε μεγάλο πρόβλημα με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση του συστήματος του Δουβλίνου», δήλωσε ο σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο. «Θεωρούμε ότι είναι βλακώδης, διότι αυτό ακριβώς θα συνεχίσει να διχάζει την Ευρώπη, το ότι (οι χώρες μέλη) θα αναγκάζονται να πληρώνουν 250.000 ευρώ για κάθε μετανάστη που θα αρνούνται να υποδεχθούν», πρόσθεσε.

Αρκετοί βέβαια διπλωμάτες, εντάσσουν τις θέσεις του κ. Όρμπαν στο «ρεύμα» του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, στο πλαίσιο του οποίου ευρωσκεπτικιστές στη Γαλλία και στην Ολλανδία, μεταξύ άλλων, ζητούν να γίνουν δημοψηφίσματα για να αποφασιστεί αν οι χώρες τους θα παραμείνουν στην ΕΕ. Η τακτική της διοργάνωσης δημοψηφισμάτων, προσθέτουν, ενδέχεται να δηλητηριάσει συνολικά το κλίμα του διαλόγου.

Τι υποχρεώνει όμως τον γάλλο πρόεδρο κ. Ολάντ να σπεύδει να αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος σχετικά με την ΕΕ στην Γαλλία ;

Όπως είπε ο κ. Ολάντ οι προεδρικές εκλογές του ερχόμενου έτους θα δώσουν στους ψηφοφόρους την ευκαιρία να αποφασίσουν για την ευρωπαϊκή πολιτική που επιθυμούν
«Γιατί να οργανώσουμε έναν τέτοιο αναβρασμό και μια πολεμική αναμέτρηση αν δεν είναι να φύγουμε από την ΕΕ ; Τα ψέματα, οι εκλαϊκεύσεις, οι υπερβολές ακόμη και η βία που είδαμε στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα στη Βρετανία δεν αρκούν γι'αυτούς τους μαθητευόμενους μάγους ;", σημείωσε σε συνέντευξή του στη Les Echos, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το αν θα πρέπει να διοργανωθεί ένα γαλλικό δημοψήφισμα. 

Είναι όμως και εξέχοντες πολιτικοί, μεταξύ των οποίων ο υπουργός Οικονομίας Μανουέλ Μακρόν και ο επικρατέστερος υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2017 Αλέν Ζιπέ, οι οποίοι έχουν ζητήσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος όσον αφορά ένα νέο σχέδιο της ΕΕ.
Ίσως η εμπειρία από το 2005, όταν ένα προτεινόμενο νέο Σύνταγμα της ΕΕ αποκλείστηκε από δημοψηφίσματα που έγιναν στη Γαλλία και την Ολλανδία, να ελπίζουν ότι αποτελεί μία μακρινή ανάμνηση. 

Μόνον το Εθνικό Μέτωπο της Μ. Λεπέν ζητεί ψηφοφορία σχετικά με την παραμονή ή όχι στην ΕΕ, με τον γάλλο πρόεδρο να επιμένει ότι η ψηφοφορία για την Ευρώπη στη Γαλλία θα γίνει στις προεδρικές εκλογές, για να καταλήξει «Η βρετανική εμπειρία θα αποτελέσει τότε ένα παράδειγμα, ή μάλλον ένα παράδειγμα προς αποφυγήν».

Νάτο λοιπόν το «παράδειγμα προς αποφυγήν» !
Κι έρχεται μάλιστα από … το Φρ. Ολάντ !

Αυτόν που, μαζί με την καγκελάριο της Γερμανίας κα Μέρκελ, βρισκονται σε «πλήρη συμφωνία» και έχουν υιοθετήσει την … μετριοπαθή στάση του κοινού ανακοινωθέντος των 27 ηγετών των κρατών μελών της Ε.Ε., το οποίο περιλαμβάνει τις φράσεις «αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ με μεθοδευμένο τρόπο», «Εναπόκειται στη βρετανική κυβέρνηση, αμέσως μόλις είναι έτοιμη» και «Θα ήταν προτιμότερο να το κάνει το συντομότερο δυνατό» και όχι από τους … «σκληρούς» κ.κ. Γιουνγκέρ, Σουλτς, Τουσκ και Σόϊμπλε, των εκφράσεων «να αρχίσει άμεσα την διαδικασία εξόδου», , «το ταχύτερο δυνατόν» και «η Βρετανία δεν έχει στη διάθεσή της απεριόριστο χρόνο». !!

Κάπου την έχουμε ξανασυνατήσει αυτή την τακτική του «good cop-bad cop» ώστε να επιτευχθεί το κοινά επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι δεν είναι ;

Για να συμπληρωθεί βέβαια το παζλ των αντιδράσεων-δηλώσεων, δε θα πρέπει να λησμονήσουμε τους … καθαρά οικονομικούς παράγοντες. Ειδικά αυτούς που εκπροσωπούν ευρωπαϊκούς θεσμούς ή … καταστάσεις.

Σύμφωνα λοιπόν με το Reuters, τo City στο Λονδίνο «βρίσκεται σε συζητήσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους για να διατηρήσει μία σχέση ανάλογη με αυτή που έχει η Νορβηγία με την ΕΕ και οι χρηματοοικονομικοί του όμιλοι να συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση στις αγορές της Ευρώπης».

Οι ίδιοι βέβαια γνωρίζουν ότι η Βρετανία θα πρέπει να πληρώνει στα ταμεία της ΕΕ και να υιοθετεί τους νόμους της, χωρίς δικαίωμα στη διαμόρφωσή τους, για να λάβει ειδική άδεια να πουλά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες της στην κοινή αγορά των 27 χωρών.

Ο Chris Cummings, επικεφαλής του «TheCityUK», που προωθεί τον χρηματοοικονομικό κλάδο της Βρετανίας, είπε ότι «όργανα του κλάδου προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο και να κερδίσουν την στήριξη αξιωματούχων στη Βρετανία», κάτι που ίσως δε θα πρέπει να θεωρούμε εκ των προτέρων απίθανο.

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλ. Ρέγκλινγκ, δεν πιστεύει πως η Μ. Βρετανία θα αποχωρήσει από την ΕΕ (!)
«Bρισκόμαστε στην αρχή μιας μεγάλης διαδικασίας, πολλά μπορούν να συμβούν. Tο βρετανικό δημοψήφισμα καθορίστηκε ιδιαίτερα από τα συναισθήματα, δεν βρίσκονταν στο επίκεντρο οι οικονομικές συνέπειες της αποχώρησης. Γι αυτό πρέπει να περιμένουμε εάν πράγματι θα έρθει η έξοδος», είπε ο ίδιος στο γερμανικό οικονομικό περιοδικό Wirtschaftswoche.  Πάντως, εάν η Μ. Βρετανία παραμείνει στην ΕΕ, ο κ. Ρέγκλινγκ αναμένει την παγίωση μιας Ευρώπης των δύο ταχυτήτων και στα νομίσματα. «Η Μ. Βρετανία μαζί με τη Δανία, τη Σουηδία και άλλες χώρες θα βρίσκονται στον εξωτερικό κύκλο. Η Ευρωζώνη θα αποτελείται από χώρες ισχυρά ενσωματωμένες».

Ο Κλάους Ρέγκλινγκ θεωρεί επίσης ότι σχέδιο του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για ταχεία διεύρυνση της ευρωζώνης δεν είναι ρεαλιστικό. «Αυτή τη στιγμή καμιά χώρα που δεν βρίσκεται στην ευρωζώνη δεν εκπληρώνει όλα τα κριτήρια ένταξης». Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας αναμένει μεν ότι όλες οι χώρες της ΕΕ θα προσχωρήσουν στο ευρώ εάν η Μ. Βρετανία εγκαταλείψει την ΕΕ, αλλά ο ρυθμός θα είναι διαφορετικός από χώρα σε χώρα, διότι υπάρχουν διαφορετικά προβλήματα και προτεραιότητες.

Ευσεβείς πόθοι ή πραγματικότητα ;
Όπως κι αν έχει, ο … φόβος υπάρχει.

Ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, δήλωσε πως «Η ευρωζώνη πρέπει να επιταχύνει την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωσή της, διαφορετικά άλλες χώρες μπορεί να δελεασθούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας και να εγκαταλείψουν την ΕΕ». «Δεν πρέπει να ανεχθούμε απλώς το Brexit, πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά μέσω αυτού, μπορεί να είναι μια καλή ευκαιρία», ανέφερε ο Μοσκοβισί, προσθέτοντας πως είναι ανάγκη η ευρωζώνη να ολοκληρώσει την τραπεζική ένωσή της. «Αν το status quo είναι η μοναδική απάντησή μας, αυτή δεν θα είναι η μοναδική έξοδος από την ΕΕ» συμπλήρωσε.

Η μόνη αλήθεια είναι ότι, με την Ευρώπη να διέρχεται άλλη μια κρίση, αυτήν τη φορά υπαρξιακή, Γαλλία και Γερμανία διαγκωνίζονται για τον ηγεμονικό ρόλο που θέλουν να αναλάβουν την επόμενη ημέρα του Brexit.

Πρώτος και καλύτερος ο Β. Σόιμπλε, ο οποίος έχει αφήσει να διαρρεύσει μια πλειάδα σχεδίων για τη μορφή που πιστεύει ότι πρέπει να λάβει η ΕΕ, με κεντρικό άξονα την αποδυνάμωση της Κομισιόν. Την … «ακύρωση» δηλαδή των ίδιων του των «συμμάχων», όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης και χειρισμού του Brexit, κ.κ. Γιουνγκέρ, Σουλτς και Τουσκ !

Ο διακαής πόθος βέβαια του κ. Σόϊμπλε, είναι μια Ευρώπη -τουλάχιστον- δύο ταχυτήτων, με έναν σκληρό πυρήνα που θα λαμβάνει τις αποφάσεις και μια ευρωπαϊκή περιφέρεια που θα ακολουθεί.
Και ποιο ρόλο μπορεί να έχει η Γαλλία, της «πλήρους συμφωνίας» με την Α. Μέρκελ σήμερα ;
Πουθενά. Εκτός εαν ακολουθήσει απόλυτα τις επιταγές του Βερολίνου !

Το θέμα που προκύπτει λόγω των εξελίξεων είναι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα είναι ο Φρ. Ολάντ εκείνος που θα ηγηθεί την γαλλικής πλευράς κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.

Εάν λοιπόν η προεδρία της χώρας στις εκλογές του 2017 περάσει στα χέρια της Δεξιάς και ενός από τους διεκδικητές του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων (Ν. Σαρκοζί, Α. Ζιπέ, Φρ. Φιγιόν και Μπ. Λε Μερ), οι σημερινές καταστάσεις μπορεί να αλλάξουν … άρδην.

Το σχέδιο πέντε σημείων που επεξεργάστηκε ο νυν επικεφαλής του συντηρητικού LR (Les Republicains), Νικολά Σαρκοζί, συμφωνεί με τον Σόιμπλε σε ό,τι αφορά την Κομισιόν. Κατά τη γνώμη της γαλλικής Δεξιάς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει λιγότερες πολιτικές αποφάσεις και επιπλέον κάθε κράτος-μέλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα άσκησης βέτο σε αυτές. 

Προσέξτε όμως. Ποιο κράτος-μέλος ; Του σκληρού πυρήνα ή της … ευρωπαϊκης περιφέρειας της Ε.Ε. των δύο ταχυτήτων ;!

Το σίγουρο είναι ότι, γνωρίζοντας ολ’αυτά, η Μ. Λεπέν του Εθνικού Μετώπου, θα πρέπει είτε να χαμογελά, είτε ν’ ανησυχεί για την … υιοθέτηση αρκετών εκ των θέσεων της δικής της ατζέντας για την επόμενη ημέρα στην ΕΕ, από τους συντηρητικούς, όπως το ότι θα πρέπει να γίνει αναθεώρηση της Σένγκεν, ώστε κάθε χώρα να διατηρεί μεγαλύτερο έλεγχο των συνόρων της και επίσης να σταματήσει η διεύρυνση της Ευρώπης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι δηλώσεις του Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος βλέπει πρωταγωνιστικό ρόλο για τη Γαλλία, με την εναλλαγή Παρισιού και Βερολίνου στην προεδρία της Ευρωζώνης. Οσο για τις μικρότερες χώρες ; «Κρίμα, αλλά αυτά έχει η ζωή», ήταν η απάντησή του ...

«Επιστρέφοντας» στον υπουργό των Οικονομικών της Γερμανίας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κ. Σόιμπλε, προέτρεψε τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα παραμείνουν σε αυτήν μετά την αποχώρηση της Βρετανίας, να υιοθετήσουν μια «προσέγγιση διακυβερνητικής συνεργασίας» για την αντιμετώπιση προβλημάτων, όταν βλέπουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλία.

Ο κ. Σόιμπλε εξέφρασε την άποψη ότι αυτή τη στιγμή απαιτείται πραγματισμός : «Εάν η Κομισιόν δεν εμπλέκεται, πρέπει να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να επιλύουμε τα προβλήματα (με συνεργασία) μεταξύ κυβερνήσεων», ανέφερε, προσθέτοντας ότι πρέπει να αναληφθεί δράση επειγόντως τονίζοντας : «τα συνήθη χρονοδιαγράμματα των Βρυξελλών είναι υπερβολικά μακρά. Σύντομα αντιλαμβάνεσαι εάν η Κομισιόν δεν διαχειρίζεται κάτι ή ότι βρισκόμαστε σε τέλμα στο (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο. Και τότε οι κυβερνήσεις έχουν μια ευθύνη»

Ποιες κυβερνήσεις ;
Μα … αυτές του «σκληρού πυρήνα» των χωρών της Ε.Ε., φυσικά.

Ή μήπως πιστεύει κανείς ότι τα «περιφερειακά κράτη» θα … λαμβάνονται καν υπ’όψιν ;

Με σχεδόν σίγουρο λοιπόν ότι η Ε.Ε., με τον έναν ή άλλο τρόπο, πρόκειται πολύ σύντομα, ίσως το αργότερο μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια, ν’αλλάξει «μορφή», θα πρέπει σήμερα να θέσουμε άμεσα τις βάσεις για την επόμενη μέρα.

Είναι επιτακτική ανάγκη η αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, με στροφή στην πρωτογενή και μεταποιητική παραγωγή, με την ανάπτυξη παραγωγικών τομέων στην έρευνα και την καινοτομία, με την περαιτέρω έμφαση στην ανάπτυξη του ποιοτικού και πολυθεματικού τουριστικού προϊόντος, χωρίς να παραβλέπεται η, σε βάθος χρόνου, εκμετάλλευση των ήδη εντοπισμένων κοιτασμάτων του ορυκτού πλούτου της χώρας.

Εάν μείνουμε προσηλωμένοι στην ανάπτυξη αποκλειστικά και μόνον εξαρτώμενων από τρίτους παράγοντες, όπως οι ενεργειακές οδοί και το διαμετακομιστικό εμπόριο, η «μοίρα»μας θ’ανήκει στους «Μοιραίους» του Βάρναλη.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
(να) προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα !


Πηγές :


Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΤΕΡΜΑ ΤΟ "ΠΑΡΑΜΥΘΙ"

Βολεμένοι και λάτρεις της εξουσίας που χάθηκε ξαφνικά μέσ’ από τα χέρια τους. Δε τους βγαίνει το σχέδιο του Χρύσανθου για την παρένθεση και έχουν τρελαθεί εντελώς.

Παρακινούν για εξεγέρσεις, και απορούν γιατί υπομένουμε ακόμη και δεν ρίχνουμε ξύλο ή δεν παίρνουμε τα όπλα !

Κι όσοι τους πιστεύουν, ούτε που πάει στιγμή το μυαλό τους για ποιους πραγματικά δουλεύουν

Τσιροκοπούν σαν τις μωρές παρθένες !

Ξέχασαν μέσα σε ένα χρόνο όσα τα προηγούμενα πέντε μας κατέβαζαν στο κεφάλι, και τα ΜΜΕ δεν έβγαζαν σχεδόν άχνα !

Σήμερα ΞΑΦΝΙΚΑ τους έπιασε όλους ο πόνος για τους φτωχούς έλληνες, τους άρρωστους έλληνες, τους έλληνες που χρωστούν στις τράπεζες, που θα χάσουν το σπίτι τους, που, που, που …

Μας πετσόκοψαν τους μισθούς, μας κατάργησαν τα δώρα, μας μείωσαν στο μισό τις συντάξεις, μας κατάργησαν τις συλλογικές συμβάσεις και έστειλαν στην ανεργία 1.000.000 … ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ αδερφούς μας.

Μας έκλεβαν και μας λεηλατούσαν επί δεκαετίες, μας τρέλαναν στους άμεσους και έμμεσους φόρους, μας κορόιδεψαν με τα χρηματιστήρια του τζόγου, τους ολυμπιακούς αγώνες της ρεμούλας και των αναθέσεων, τα δημόσια έργα των υπερmegaκοστολογήσεων, και μας πετούσαν ένα ξεροκόμματο δανεικό από τις τράπεζες, για μια ψευδαίσθηση ζωής, ένα καινούργιο αυτοκίνητο κι ένα σπίτι, δανεικό, όλα δανεικά στο εύκολο χρήμα που μας παγίδευσε για μια ζωή.

Δανείστηκαν κι οι ίδιοι, όχι όπως εμείς, πήραν εκατομμύρια, ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ, και τα έκαναν παστάλια στις τράπεζες του εξωτερικού, τα έκρυψαν στον Παναμά, στην Ελβετία, στις Παρθένες Νήσους και σ’ όλες τις υπεράκτιες εταιρίες, για να μας αγοράσουν για ένα πιάτο φακές όταν ο θυμός, μας οδηγούσε στην ηρωική έξοδο.

Κι εμείς … το καταπίναμε αμάσητο, δοξολογώντας τις όμορφες μέρες στην αρχή και τα success stories αργότερα, του κάθε πολιτικού που είχε κάνει το γαλάζιο αίμα του νερό για ν’ ανέβει στην πρωθυπουργία.

Ε, όχι καλοί μου και αντι ήρωες συνέλληνες

Αν στους φόρους προτείνετε αναρχία, αν στην ανέχεια προτείνετε πείνα, αν στην έλλειψη φαρμάκων προτείνετε θάνατο, δε θα σας ακολουθήσω.

Θα μαζέψω όση αντοχή μου έχει απομείνει και θα πολεμήσω

Όχι αυτούς που προσπαθούν ειλικρινά
Όχι αυτούς που έκαναν λάθη αλλά συνεχίζουν να πολεμούν με τα θηρία

Θα πολεμήσω αυτούς που θέλουν να συνεχίσουν το έργο που άφησαν στη μέση, ελπίζοντας να σκάσει η βόμβα στα χέρια άλλου για να έρθουν σαν απελευθερωτές.

Θα πολεμήσω αυτούς που έκλεβαν τον ιδρώτα μου για δεκαετίες, αυτούς που με φλόμωναν στο ψέμα για να ξοδεύουν τα δισεκατομμύρια από τις μίζες τους στα γιοτ, τις πισίνες, τις σαμπάνιες της Μυκόνου και τις βίλες που αγόραζαν κοντά-κοντά, κολλημένοι σαν τις σάπιες σταφίδες.

Θα πολεμήσω, γιατί ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.

Θα πολεμήσω, αλλά όχι ΕΣΕΝΑ.


ΑΥΤΟΥΣ.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, στο 3ο Μνημόνιο


Όταν ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, γιος του Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, ενός εκ των κορυφαίων Αμερικανών κεϊνσιανών οικονομολόγων, βρέθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2014 με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ», που συνέγραψε με τους Γ. Βαρουφάκη και Στ.Χόλαντ, ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μερικούς μήνες μετά θα προέκυπτε η συνεργασία του με τον νέο υπουργό Οικονομικών πλέον της Ελλάδας, ακόμη και στην εκπόνηση εναλλακτικού σχεδίου στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις έπεφταν στο κενό.

Όπως επίσης είναι πιθανό να μην είχε σκεφθεί καν ότι, η ίδια αυτή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που -εμμέσως πλην σαφώς- στήριζε με τα άρθρα και τις παρεμβάσεις του στους New York Times και τη Wall Street Journal, θα έφτανε στο σημείο κατόπιν των ισχυρών πιέσεων που δέχθηκε, να υποκύψει σ’ εκείνους ακριβώς τους Ευρωπαίους -και όχι μόνον- εκπροσώπους, τους οποίους ο ίδιος κατηγορούσε ως κύριους υπεύθυνους για την λάθος πολιτική που επέβαλαν στην Ελλάδα.
Άλλωστε, η εμπιστοσύνη του προς τους θεσμούς που αποτελούσαν τότε την τρόικα αλλά και προς τον ESM, που προέκυψε αργότερα δημιουργώντας το σημερινό … κουαρτέτο, ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη, μιας και δεν έχανε την ευκαιρία να τους θεωρεί (το λιγότερο) αναξιόπιστους, κυρίως λόγω των προβλέψεών τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, με την εφαρμογή των μνημονίων.

Και δεν ήταν ο μόνος. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2014 (αλλά και αρκετά πριν) και με αφορμή την … επίπληξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τη Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο για τα στοιχεία των προϋπολογισμών, από τις οποίες ζητούσε αλλαγές στην πολιτική τους για να μειωθεί το έλλειμμα, προειδοποιώντας με κυρώσεις, ο νομπελίστας οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν επεσήμανε ότι το πρόβλημα που καταστρέφει σταδιακά τον πυρήνα της Ευρώπης δεν προέρχεται από την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Γαλλία. Προέρχεται από τη Γερμανία. «Αν προσπαθήσετε να εντοπίσετε τις χώρες των οποίων οι πολιτικές ήταν εκτός γραμμής πριν από την κρίση, έπληξαν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης και αρνούνται να μάθουν από την εμπειρία, τότε θα καταλήξετε πως η Γερμανία είναι ο χειρότερος παράγοντας». « …εκνευρίζομαι -έγραφε ο ίδιος- όταν οι άνθρωποι που έχουν κυβερνήσει στην Ελλάδα ή αυτοί στις Βρυξέλλες, περιγράφονται ως τεχνοκράτες. Οι πραγματικοί τεχνοκράτες θα προειδοποιούσαν για την ύφεση που φέρνει η λιτότητα και δεν θα έσπευδαν να επικαλεστούν αμφιλεγόμενες έρευνες για να στηρίξουν πολιτικές, που πιθανότατα θα ήθελαν για άλλους λόγους»

Παράλληλα, ένας ακόμη νομπελίστας οικονομολόγος, ο Τζ. Στίγκλιτς (αν και διετέλεσε σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου επί οικονομικών θεμάτων το 2010), συμφωνούσε απόλυτα. «Το φάρμακο που έδωσαν οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα ήταν δηλητήριο. Η Γερμανία είναι το πρόβλημα, όχι η Ελλάδα», δήλωνε στο CNBC. Ο ίδιος άλλωστε δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει σε κάθε του σχεδόν δημόσια τοποθέτηση ότι « … το ελληνικό χρέος πρέπει να «κουρευτεί», ενώ απευθυνόμενος στο Βερολίνο, υπογράμμιζε πως εάν δεν κουρευτεί το χρέος, τότε η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να έχει μία βιώσιμη οικονομία, συμπληρώνοντας «Αυτά που πέρασε η Ελλάδα, κανείς δεν θα ήθελε να τα περάσει», υπενθύμίζοντας πως οι Σύμμαχοι πρόσφεραν μία νέα αρχή στη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Διαγράψαμε το χρέος της και της δώσαμε τη βοήθεια Μάρσαλ».

Ένα ακόμη πρόσωπο με διεθνή ακτινοβολία, ο γλωσσολόγος Ν. Τσόμσκι, επεσήμανε σε συνέντευξή του στο ΒΗΜΑgazino « … η Ευρωπαϊκή Eνωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ ασχολούνται με το να καταστρέψουν την Ελλάδα και υπάρχει σχέδιο για αυτό. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, και η Ελλάδα από μόνη της έχει πολλά εσωτερικά προβλήματα. Αυτά που προτείνει η τρόικα, όμως, κάνει αυτά τα προβλήματα πολύ χειρότερα και αδύνατον να λυθούν. Σχεδιάζουν και προτείνουν πολιτικές οι οποίες δεν οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη και στη λύση του προβλήματος και γι’ αυτό όσο προχωρούν τα μέτρα θα φέρνουν λιγότερη ελπίδα και άρα μεγαλύτερη απελπισία στον κόσμο». Και είναι αυτός που, σε άλλη συνέντευξή του στην «Αυγή» ανέφερε ότι « …φαίνεται πως ο απώτερος στόχος των γερμανικών απαιτήσεων έναντι της Αθήνας, στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης χρέους, είναι να δεσμεύσει ό,τι έχει αξία στην Ελλάδα. Κάποιοι άνθρωποι στη Γερμανία φαίνεται πως στόχο έχουν να θέσουν την Ελλάδα υπό καθεστώς ιδιότυπης σκλαβιάς».

Οι ως άνω αναφορές, «τοποθετημένες» στην εισαγωγή αυτού του κειμένου, ίσως να αποτελούν τον ένα μόνον άξονα πάνω στον οποίο προσπάθησε να στηρίξει τις ελπίδες της για την επίτευξη μιας «άλλης» συμφωνίας, εκτός μνημονίων, η νέα ελληνική κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015.
Οι παραδοχές άλλωστε του ΔΝΤ για δομικά λάθη που υπήρχαν στις προτάσεις του, όσον αφορά τις προβλέψεις από την εφαρμογή των μνημονίων, ενισχύει αυτή την άποψη.

Ο δεύτερος άξονας, είναι πιθανό να ήταν εκείνος της οικονομικής υποστήριξης της Ελλάδας από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ρωσία, η Κίνα ή ακόμη και οι ΗΠΑ.
Κάτι τέτοιο άλλωστε αναφερόταν τόσο στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ, όπου αναφερόταν κατά γράμμα «Αναπτυξιακές συνεργασίες με τρίτες χώρες. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα διεκδικήσει να αναπτυχθούν ισότιμες σχέσεις και με άλλες χώρες εκτός Ε.Ε. που θα επιθυμούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ισχυρές δυνατότητες για αναπτυξιακές συνεργασίες φαίνεται να υπάρχουν με την Κίνα, τη Ρωσία, χώρες του αραβικού κόσμου και άλλα κράτη», όσο και σε αυτό των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.

Και πάλι ο Τζ. Γκάλμπρειθ αναφερόμενος στην δυνατότητα παροχής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2015, με άρθρο του στην αμερικανική εφημερίδα Boston Globe, ανέφερε «Oι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν και να στηρίξουν την Ελλάδα … Σε αυτές τις δραματικές ώρες, εάν η Ευρώπη αποτύχει, οι ΗΠΑ πρέπει να παρέμβουν και να στηρίξουν την Ελλάδαη Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, που μπορεί να σωθεί εύκολα, ακόμη και με την παροχή εγγυήσεων για δανεισμό (loan guarantee) ή, εάν καταστεί αναγκαίο, μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap). Αυτό βρίσκεται μέσα στις δυνατότητές μας και μπορούμε να το πράξουμε γρήγορα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε άμεσα».

Ήδη όμως, λίγες ημέρες πριν, στις 4 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε αποκλείσει τις ελληνικές τράπεζες από τη χρήση κρατικών ομολόγων, τα οποία δεν είχαν τη διαβάθμιση της απαιτούμενης επενδυτικής βαθμίδας, για την απόκτηση κεφαλαίων. Η ατμόσφαιρα χρονοδιαγραμμάτων και απειλών οδήγησε σε απόσυρση καταθέσεων και στη μείωση των φορολογικών εσόδων, καθώς οι πολίτες κρατούσαν τα χρήματά τους.

Ίσως να αποτελεί σύμπτωση (!) ότι μία μόλις ημέρα πριν σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters, μία ημέρα μετά τη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας Γ. Βαρουφάκη, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν είχε προειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση « …να μην προσπαθήσει να φέρει το Παρίσι αντιμέτωπο με το Βερολίνο με θέμα την κρίση χρέους της Ελλάδας», λέγοντας ότι «μία γαλλο-γερμανική συμφωνία αποτελεί κλειδί στην επίτευξη συμφωνίας που θα βοηθήσει τους Έλληνες και θα διασφαλίσει ότι θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους».
Όσο κι εάν ο Γκάλπμπρειθ επεσήμαινε ότι « …η Γερμανία, είχε κλείσει την πόρτα. Η Ελλάδα είχε διανύσει την επιπλέον απόσταση, καταθέτοντας επίσημο αίτημα για τη συνέχιση του μισητού σχεδίου διάσωσης, συζητώντας παράλληλα τις αναγκαίες αλλαγές, ο  πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπή, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ήταν σύμφωνος, αλλά η απάντηση από το Βερολίνο ήταν "όχι"», το στρατηγικό σχέδιο των δανειστών της Ελλάδας για τον εγκλωβισμό της χώρας σε έναν αδιέξοδο μονόδρομο, είχε ήδη μπει σε εφαρμογή.

Στα μέσα Φεβρουαρίου, κάνει την εμφάνισή του στο CNN money άρθρο με αφορμή τις δηλώσεις του προέδρου των Ανεξαρτητων Ελλήνων και υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Π. Καμμένου για δανεισμό από Κίνα, Ρωσία και ΗΠΑ. Το ρεπορτάζ φιλοξενεί απόψεις οικονομολόγων οι οποίοι τονίζουν ότι δεν πρόκειται οι χώρες αυτές να σώσουν την Ελλάδα. Επικαλείται την συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών κ. κ. Λαβρόφ και Κοτζιά, υπενθυμίζοντας ότι μπορεί Ελλάδα και Ρωσία να έχουν στενές εμπορικές σχέσεις, καθώς σχεδόν το 13% των ελληνικών εισαγωγών το 2013 προήλθαν από τη Ρωσία (σύμφωνα με το ΔΝΤ), τα βαθύτερα οικονομικά δεδομένα όμως είναι διαφορετικά.

Ο οικονομολόγος του «Berenberg» Ρ. Γουντ υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν είναι σε θέση να παράσχει αρκετή βοήθεια στην Ελλάδα, καθώς η οικονομία της δέχεται χτυπήματα από έναν συνδυασμό χαμηλών τιμών πετρελαίου και των κυρώσεων της Δύσης. «Αν η Ελλάδα γυρνούσε την πλάτη της στην Ευρώπη, ο τραπεζικός της τομέας -ο οποίος αντιμετωπίζει συρρίκνωση των πηγών χρηματοδότησής του- θα υφίστατο ακόμη μεγαλύτερη πίεση. Η Ρωσία δεν έχει τις οικονομικές πηγές για να κρατήσει τις τράπεζες να επιπλεύσουν» αναφέρει.
Όσον αφορά δε για την Κίνα, η μακρινή χώρα έχει μεγάλες επενδύσεις στα ελληνικά λιμάνια, έχει επίσης βασικά συναλλαγματικά αποθέματα γύρω στα 4 τρισ δολάρια με τα οποία θα μπορούσε εύκολα να «καθαρίσει» τα ευρωπαϊκά δάνεια στην Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχει κάποιο προφανές κέρδος για την Κίνα, να μεσολαβήσει σε ένα περιφερειακό πρόβλημα. «Γιατί αλήθεια η Κίνα να ήθελε να μπει στη μέση της Ευρωζώνης με ανταγωνιστικό τρόπο ;» διερωτάται ο οικονομολόγος.

Ο Τζ. Γκάλμπρεϊθ και πάλι, είχε επισημάνει ότι «Οι Κινέζοι θέλουν να κερδίσουν την καλή πρόθεση της κυβέρνησης μέσω της εμβάθυνσης της συνεργασίας σε τομείς όπως οι μεταφορές και ο τουρισμός, με απώτερο σκοπό να διασφαλίσουν την πρόσβασή τους στη μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον, τους ενδιαφέρει να διευρύνουν λίγο ακόμα το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων. Όμως δεν πιστεύω ότι αυτές οι επενδύσεις κατανοούνται ως αμιγώς οικονομικές από τους ίδιους. Σχεδόν καμία από τις διεθνείς επενδύσεις της Κίνας δεν έχει γίνει για αμιγώς οικονομικούς λόγους, αλλά μάλλον για πολιτικούς. Και γι’ αυτό, ξεκάθαρα, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν σχετίζονται καθόλου με το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας ή τη λιτότητα. Αντίθετα, παρουσιάζονται ως ευκαιρία για τους Κινέζους, που απορρέει από την αποτυχία της Ευρώπης να δημιουργήσει ανάλογες επενδύσεις – όπως θα μπορούσε για παράδειγμα να κάνει υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων»

Ο ίδιος ο πρώην υπουργός οικονομικών της Ελλάδας Γ. Βαρουφάκης, αποκάλυψε πως, εν μέσω της επτάμηνης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, απετράπη, με παρέμβαση της Γερμανίας, δάνειο στην Ελλάδα από την Κίνα. Ερωτηθείς από τον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά πόσο σίγουρος είναι για αυτή του την αποκάλυψη απάντησε: «Όσο σίγουρος μπορεί να είναι κάποιος σε τέτοια ζητήματα και όσο μπορεί να πιστέψει τον Κινέζο πρωθυπουργό».
Σε ερώτηση για το αν ισχύει η φημολογία για αντίστοιχη συμφωνία χρηματοδότησης από τη Ρωσία, που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, ο κ. Βαρουφάκης είπε ότι ο ίδιος δεν έκανε ποτέ σχετικές επαφές με τη Μόσχα, προσθέτοντας μάλιστα ότι είχε εκφράσει εξαρχής την αντίθεσή του σε αυτή την προοπτική.

Τέλος, για τις ΗΠΑ, ο βοηθός καθηγητή στο London School of Economics Σπ. Οικονομίδης υποστηρίζει μιλώντας στο CNN money πως ο Λευκός Οίκος είναι απίθανο να κινηθεί για την διάσωση της Ελλάδας. «Μπορεί να ασκεί κάποιου είδους επιρροή σε ευρωπαϊκούς κύκλους για να διασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα μείνει έρμαιο. Αλλά δεν βλέπω ότι οι ΗΠΑ θα προχωρούσαν σε ένα πακέτο διάσωσης ενός μέλους της Ευρωζώνης».

Όλα αυτά όμως δεν σταμάτησαν τις υποβόσκουσες ελπίδες.

«Παρά τις περιπλοκές που δημιουργεί η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η Μόσχα θα εξετάσει ενδεχόμενο αίτημα της Αθήνας για διμερές δάνειο», δήλωνε ο πρέσβης της Ρωσίας στη χώρα μας, Αντρέι Μάσλοβ, σε συνέντευξή του στην «Κ» στα τέλη Μαρτίου του 2015.
«Η Ρωσία ήδη συμμετέχει ενεργά στην οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα» ανέφερε τότε ο κ. Μασλόβ. «Σε εκείνο το σημαντικό ποσό (32 δισ. ευρώ), που έχει δοθεί στην ελληνική πλευρά από το ΔΝΤ, υπάρχει και το μερίδιο της Ρωσίας. Όσον αφορά την παροχή οικονομικής βοήθειας σε διμερή βάση, το θέμα χρήζει προσεκτικής μελέτης λόγω και του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι μέλος της ΟΝΕ, όπου υπάρχει συντονισμός της χρηματοπιστωτικής πολιτικής και καθορίζονται σκληρά οι δανειακές ανάγκες των χωρών που βρίσκονται υπό καθεστώς διεθνούς οικονομικής βοήθειας. Εάν υποβληθεί αίτημα για δάνειο από την ελληνική κυβέρνηση, θα εξεταστεί, όπως είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ μετά τις συνομιλίες του με τον Έλληνα ομόλογό του Νίκο Κοτζιά και όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας Αντόν Σιλουάνοβ. Προς ποια ακριβώς κατεύθυνση θα κινηθεί η διαδικασία είναι θέμα προς συζήτηση για τα αρμόδια υπουργεία των δύο χωρών».

Το … μυστικό όμως, ίσως και η ουσία αυτών των δηλώσεων, ήταν πιο κάτω. «Όπως είναι γνωστό, η εταιρεία Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι σε κοινοπραξία με τον ελληνικό όμιλο ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ συμμετέχει στους διαγωνισμούς για την αγορά των μετοχών της ελληνικής εταιρείας παροχής σιδηροδρομικών μεταφορών TΡΑΙΝΟΣΕ, της εταιρείας συντήρησης σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού ROSCO και του ΟΛΘ» συνέχισε ο Ρώσος πρέσβης για να … καταλήξει «Για να εξασφαλιστεί η σταθερή προμήθεια φυσικού αερίου προς την Κεντρική και Νότια Ευρώπη και προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που προκύπτουν από την έγκριση του τρίτου ενεργειακού πακέτου της Ε.Ε., η ρωσική πλευρά προτίθεται να κατασκευάσει τον αγωγό φυσικού αερίου, οι δυνατότητες του οποίου είναι παρόμοιες με αυτές του South Stream, έως τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Οι χώρες της περιοχής, όπως και η Ελλάδα, που ενδιαφέρονται γι’ αυτό το έργο, θα πρέπει να πείσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλους φορείς της Ε.Ε. ότι χρειάζεται να κατασκευαστούν οι αναγκαίες υποδομές στο έδαφος των κρατών-μελών».

Τα «καμπανάκια» αυτά ανησύχησαν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ανησυχήσουν, τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Τουλάχιστον εκείνους για τους οποίους η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ήταν αδιαπραγμάτευτη. Κανείς δεν επρόκειτο να βοηθήσει τη χώρα, εάν δεν είχε να κερδίσει κάτι σημαντικό από αυτό.

Alea jacta est.
Το «παιχνίδι» πλέον ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των Ευρωπαίων δανειστών και των ντόπιων υποστηρικτών τους, οι οποίοι δεν έχασαν χρόνο.

Τον Απρίλιο του 2015, ένα από τα σημαίνοντα στελέχη, εκ των κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος -τότε- της ΝΔ, ο κ. Α. Γεωργιάδης, με αφορμή την έντονη φημολογία που από τότε είχε ξεκινήσει, δήλωνε « με το που θα προκηρυχτεί το δημοψήφισμα θα κλείσουν οι τράπεζες».Μιλώντας στο ραδιόφωνο «Παραπολιτικά» υποστήριξε πως « …δεν μπορεί να καταλάβει πως ο πρωθυπουργός δείχνει άγνοια κινδύνου μιλώντας για δημοψήφισμα». Παράλληλα τόνισε πως « …πρέπει να καταλάβουμε ότι ο λόγος που έχουν λεφτά οι τράπεζές μας και δεν έχουν κλείσει είναι γιατί μας δίνει λεφτά ο ELA».

Έναν μήνα αργότερα, στα τέλη Μαΐου, η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Ντ. Μπακογιάννη μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, υποστήριζε πως « αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι την Παρασκευή, φοβάμαι ότι το Σαββατοκύριακο, που είναι και τριήμερο, θα υπάρξει έλεγχος κεφαλαίων στις τράπεζες, το λεγόμενο capital control», όπως συνέβη και στην Κύπρο», προσθέτοντας «Θα πηγαίνουμε στα ΑΤΜ των τραπεζών και δεν θα μπορούμε να κάνουμε ανάληψη παρά μέχρι ένα όριο. Ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει τι ακολουθεί αν δεν υπάρξει συμφωνία έως την Παρασκευή».

Ήδη άλλωστε από τα πρώτα «βήματα» της νέας κυβέρνησης, τόσο Ευρωπαίοι  υπουργοί όσο και πρόσωπα με θεσμικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, συνεπικουρούμενα από κεντρικά ΜΜΕ της Ελλάδας, έχουν αναλάβει την αποδόμησή της. Καθώς άπαντες είχαν συνηθίσει στις πρακτικές της προηγούμενης κυβέρνησης, με τους Έλληνες υπουργούς να «παίρνουν υπό μάλης» τα διάφορα νομοσχέδια που τους δίνονταν, με μοναδική τους ίσως «υποχρέωση» την … μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα, οι συζητήσεις, τα ταξίδια και οι πολύωρες συνεδριάσεις στα αλλεπάλληλα Eurogroups, (εκτός από τις … ενδυματολογικές επιλογές του Έλληνα υπουργού Οικονομικών) τους εκνευρίζουν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του κ. Ντάισελμπλουμ. «Ξοδέψαμε τον χρόνο μας, δύο εβδομάδες τώρα συζητάμε ποιος θα συναντήσει ποιον, πού και με ποιον τρόπο» αναφέρει με ελαφρύ εκνευρισμό στις αρχές Μαρτίου του 2015.
Άπαντες όμως γνώριζαν ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Κάθε άλλο παρά σύμπτωση αποτελεί η δήλωση του  υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας κ. Σαπέν όταν υποβάθμιζε δηλώσεις του ομολόγου του υπουργού Οικονομικών της Βρετανίας Τζ. Οσμπορν ότι μία σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη για το ελληνικό χρέος θα εξελιχθεί γρήγορα στον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία, αναφέροντας πως « η Ευρωζώνη είναι πλέον καλύτερα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει τέτοια θέματα από ό,τι όταν ξεκίνησε η ελληνική κρίση χρέους πριν από πέντε χρόνια».

Είναι όμως δυνατόν η στρατηγική της νέας ελληνικής κυβέρνησης κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μετά τις 25 Ιανουαρίου του 2015,να βασίσθηκε στους δύο προαναφερόμενους άξονες ; Αυτούς δηλαδή α) του ευνοϊκού κλίματος που είχε δημιουργηθεί από διεθνείς και απόλυτα αναγνωρισμένες στο αντικείμενό τους προσωπικότητες, υπέρ των δικαίων αιτημάτων της χώρας για χαλάρωση των σκληρών μέτρων των αποτυχημένων στην πράξη μνημονίων, και β) στην προοπτική της οικονομικής, επενδυτικής ή άλλης βοήθειας από τρίτες χώρες ;

Είναι πολύ πιθανό πως όχι.

Η τακτικές κινήσεις που έγιναν, μέχρι τουλάχιστον την παραίτηση-απομάκρυνση του Γ. Βαρουφάκη από τη θέση του υπουργού Οικονομικών και βασικού διαπραγματευτή της χώρας, «δείχνουν» πως αρκετά μεγάλο βάρος δόθηκε επίσης και στην «μετάδοση» προς τους δανειστές μας του μηνύματος της υπαρκτής πιθανότητας μιας αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις και των συνεπειών μιας τέτοιας έκβασης. Το σενάριο δηλαδή της «ρήξης».

Το πρόβλημα εδώ είχε να κάνει με δύο παράγοντες. Κατ’ αρχάς, είναι αμφίβολο εάν  το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου, συμμερίζεται αυτή την ιδέα, ή (για να διατυπωθεί καλύτερα) εάν είχαν όλοι τις ίδιες απόψεις, τόσο για την πορεία της χώρας, όσο και για τον τελικό σκοπό αλλά και τον τρόπο των διαπραγματεύσεων. Δεύτερον, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, οι δανειστές της χώρας έχοντας τα τελευταία χρόνια άμεση πρόσβαση σε καίρια υπουργεία και θεσμικά όργανα της Ελλάδας α) γνωρίζουν λεπτομερέστατα την δεινή οικονομική της κατάσταση, κατά συνέπεια ο «χρόνος» δεν αποτελεί πλέον μονάδα διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά, και β) έχουν καταστρώσει από καιρό τις «γραμμές άμυνάς» τους απέναντι στις όποιες επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου Grexit.

Έτσι, στο πρώτο έκτακτο Eurogroup της 11ης Φεβρουαρίου και ενώ ο κ. Βαρουφάκης έχει συμφωνήσει (όπως γράφει η «Καθημερινή») λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στη δήλωση που έλεγε ότι οι ελληνικές αρχές δέχονται «να ερευνήσουν τις δυνατότητες παράτασης και επιτυχούς ολοκλήρωσης του παρόντος προγράμματος», τουλάχιστον τέσσερις υπουργοί φεύγουν από το κτίριο με τη βεβαιότητα ότι υπάρχει συμφωνία. Τότε, οι κ. Βαρουφάκης και Δραγασάκης αρχίζουν τα τηλέφωνα στην Αθήνα και λίγο αργότερα ο πρώτος ανακοινώνει, προς έκπληξη των εναπομεινάντων, ότι η Ελλάδα τελικά δεν δέχεται τη δήλωση.

Εάν αληθεύει το συγκεκριμένο δημοσίευμα, τι είχε αλλάξει ;
Ποιος ή ποιοι διαφώνησαν με την κοινή δήλωση του Eurogroup ; Και με ποιο τρόπο πίεσαν ώστε να αλλάξει η θέση του υπουργού Οικονομικών της χώρας ;

Στο δεύτερο έκτακτο Eurogroup, πέντε ημέρες αργότερα, σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των κ.κ. Γιουνκέρ και Τσίπρα διατυπώνονται τα βασικά σημεία για μια συμφωνία. Η πρόταση παρουσιάζεται από τον κ. Μοσκοβισί και βρίσκει σύμφωνο και τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών. Όμως, πριν μπει στην αίθουσα ο κ. Βαρουφάκης, ο πρόεδρος του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ του παρουσιάζει το τελικό κείμενο, που -σύμφωνα με τον Έλληνα υπουργό- δεν είναι αυτό που του είχε δείξει ο κ. Μοσκοβισί, αλλά κάτι παρόμοιο με την πρόταση του προηγούμενου Eurogroup (!). Όπως ήταν φυσικό … την απορρίπτει. Και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.

Στο επόμενο Εurogroup, στις 20 Φεβρουαρίου, όπου πλέον εγκρίνεται και η συμφωνία, είναι πλέον ξεκάθαρο στους «εταίρους» ότι τελικά ο πρωθυπουργός της χώρας κ. Τσίπρας είναι αυτός που παίρνει τις τελικές αποφάσεις.
Σ’ εκείνο το Eurogroup οι πιέσεις προς την ελληνική πλευρά για να ζητήσει επέκταση του προγράμματος ήταν τεράστιες, καθώς ήταν πλέον σαφές στους εταίρους ότι η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας.

Ήδη από τις αρχές Μαρτίου του 2015 ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις αποκτούν πλέον ο κ. Γ. Χουλιαράκης και ο Ε. Τσακαλώτος. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων όμως, το έχει ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Στα τέλη Μαΐου σε τηλεδιάσκεψη που είχαν η κα Μέρκελ, ο κ. Ολάντ και ο Α. Τσίπρας (η δεύτερη μέσα σε διάστημα τριών ημερών) συμφώνησαν ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα και να βρεθεί λύση.
Ο Γ. Βαρουφακης όμως συνέχιζε την «προσωπική» του πλέον στρατηγική.
Σε συνέντευξή του στο γερμανικό Der Taggespiegel με τίτλο «Οι πιστωτές δεν θέλουν συμφωνία με την Ελλάδα», ο κ. Βαρουφάκης δηλώνει ότι η πρόταση του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Κομισιόν δεν περιέχει λύση για την Ελλάδα, κατηγορώντας  τους δανειστές ότι τορπιλίζουν τις συνομιλίες για την εξεύρεση συμφωνίας με την Ελλάδα. Αναφερόμενος στην πρόταση των θεσμών, ο κ. Βαρουφάκης σημείωσε μάλιστα ότι « …μια τέτοια πρόταση γίνεται μόνο εάν κάποιος δεν θέλει συμφωνία» και συνέχισε προτείνοντας «Δεν θέλουμε ούτε ένα επιπλέον ευρώ για το ελληνικό κράτος. Όμως προτείνουμε να αναδιανεμηθούν τα χρέη μεταξύ των τριών θεσμών της Τρόικα». Ήταν όμως πραγματικά αυτή η θέση του συνόλου της ελληνικής κυβέρνησης στα τέλη Μαΐου, κι εάν ναι πώς αυτή θα μπορούσε να στηριχθεί-επιβληθεί στους δανειστές της χώρας ; Με ποια άλλα επιχειρήματα όταν είχαν σχεδόν χρησιμοποιηθεί όλα από τις αρχές Φεβρουαρίου και είχαν συναντήσει τη σθεναρή-ανυποχώρητη άρνηση των δανειστών μας ;
Το πρόβλημα δεν ήταν οι, με βάση την οικονομική λογική, προτάσεις του κ. Βαρουφάκη και όσων άλλων οικονομολόγων διεθνούς κύρους συμφωνούσαν μαζί του, και έχουν ήδη αναφερθεί στην εισαγωγή αυτού του κειμένου. Ήταν η δηλωμένη με κάθε τρόπο απροθυμία των δανειστών μας να τις δεχθούν, όσο καταφανώς λογικές κι εάν ήταν. Στις διεθνείς σχέσεις, η λογική δεν έχει κανέναν ρόλο. Τα συμφέροντα κυριαρχούν. Πόσο μάλλον αυτά των ισχυρών της γης.

Κάπως έτσι «φαντάζει λογικό» ότι θα φτάναμε στην « πρόταση- τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία και τον Ελληνικό λαό» όπως ανέφερε χαρακτηρίζοντας την  “take it or leave it” πρόταση του Eurogroup ο Α. Τσίπρας, στο διάγγελμά του στα τέλη Ιουνίου, με το οποίο ανακοίνωνε την εισήγησή του για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, το οποίο έγινε τελικά στις 5 Ιουλίου.
Άλλωστε, όπως δημοσίευσαν οι Financial Times, ο πρωθυπουργός σε μυστική σύσκεψη με στενούς συνεργάτες του σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στις Βρυξέλλες, τους άκουσε να υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ και η Γερμανία δεν ήθελαν συμφωνία, αλλά αντίθετα έσπρωχναν την Ελλάδα σε χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ.

Το σχέδιο των δανειστών μας όμως δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.

Ήδη μία εβδομάδα περίπου νωρίτερα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Focus Online ανέφερε «Θα ήταν καλύτερα τώρα να εισαχθεί έλεγχος κεφαλαίων και να αφήσουμε τη χώρα να χρεοκοπήσει και σε αυτή τη βάση, θα μπορούσαμε να πετύχουμε μια λογική συμφωνία με τους δανειστές». Μια … πρόταση που απευθυνόταν (αν μη τι άλλο) σε ένα πολιτικό και οικονομικό ακροατήριο που είχε δρομολογήσει ήδη τα capital controls και την ασφυξία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπως δημοσίευσε τότε «Η Αυγή».

Την ίδια περίοδο, το «κύμα» των παράνομων μεταναστών και προσφύγων που με τεράστια «άνεση» ξεκινούν από τα παράλια της Τουρκίας, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, κατακλύζει πια τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου.
Κι ενώ στους πρώτους τρεις μήνες του 2015, οι παράνομοι μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι συνελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές, είναι 19.488, μόνο τον Ιούλιο «περνούν» στη χώρα μας πάνω από 54.000. Μία «ροή» που συνεχίσθηκε και τους επόμενους μήνες, προσθέτοντας ένα ακόμη τεράστιο πρόβλημα στην ήδη εδώ και χρόνια χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση και την ανέχεια, ελληνική κοινωνία.
Μόνο που αυτή τη φορά, τα προβλήματα που δημιουργούνται από το εν λόγω ζήτημα, δεν είναι μόνον οικονομικά. Επηρεάζουν άμεσα και παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κοινωνική συνοχή και -κυρίως- την Εθνική ασφάλεια της χώρας.

Το συντριπτικό «Όχι» του δημοψηφίσματος, ακολούθησε η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλο, η οποία κατέληξε σε μία κοινή δήλωση -με την επιφύλαξη της συνολικής διαφωνίας του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κ. Κουτσούμπα- στην πρώτη γραμμή της οποίας αναφερόταν ότι «Η πρόσφατη ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού δεν συνιστά εντολή ρήξης …» ενώ το ότι στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών «συμμετείχαν» μέσω τηλεφωνικών συνομιλιών, του κ. Τσίπρα και του κ. Παυλόπουλου, τόσο ο Β. Πούτιν, όσο και η Α. Μέρκελ, ο Φ. Ολάντ και ο Μ. Ντράγκι, δεν έκανε εντύπωση σε … κανέναν. (!)

Σε αδρές γραμμές και αρκετά συμπυκνωμένα, αυτά είναι όσα προηγήθηκαν της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, που οδήγησε τη χώρα μας και την κυβέρνησή της στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το οποίο επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή στις 14 Αυγούστου με ευρεία μάλιστα πλειοψηφία 222 θετικών ψήφων.

Κι εδώ, κλείνοντας το μακροσκελές -είναι η αλήθεια- αυτό κείμενο, το βασανιστικό ερώτημα παραμένει. (;)

Υπήρχε, ή υπάρχει ακόμη και σήμερα, εναλλακτικός «δρόμος» ;


Γνώμη μου είναι ότι, εάν δεν έχετε καταλήξει ακόμη σε μία απάντηση, πρέπει να ξαβαδιαβάσετε το κείμενο από την αρχή !