«Το 1882 έφτασε στην
Κωνσταντινούπολη η πρώτη, μετά το 1839, γερμανική στρατιωτική αποστολή για την
αναδιοργάνωση του ηττημένου (1878) σουλτανικού στρατού … Μαζί με τη στρατιωτική
αποστολή, το 1882, εγκαταστάθηκε και η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank, η οποία
αγόρασε τα δικαιώματα για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Νικομήδειας
– Άγκυρας … Η Μικρά Ασία έγινε το σημαντικότερο πεδίο δράσης του γερμανικού
κεφαλαίου με κινητήρια δύναμη τη γερμανική τράπεζα, η οποία καθόριζε και τη
γερμανική οικονομική πολιτική στην Ανατολή» [1]
«Οι συμμετέχοντες στη
διάσκεψη της Μεσίνας (Ιούνιος 1955) ήταν οι έξι χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Άνθρακα & Χάλυβα, καθώς και κάποιος (κατώτερης βαθμίδας) Βρετανός
«παρατηρητής» … Ύστερα από τη Μεσίνα, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν σε μια
διεθνή επιτροπή σχεδιασμού, υπό την προεδρία του Πωλ Ανρί Σπάακ (υπουργό
εξωτερικών του Βελγίου), η οποία είχε ως καθήκον να υποβάλει προτάσεις για μια
πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή οικονομία, μια «κοινή αγορά» … Μέχρι το Νοέμβριο του
1955, οι Βρετανοί είχαν αποχωρήσει από τις συζητήσεις, τρομαγμένοι από την
προοπτική να δημιουργηθεί ακριβώς εκείνο το είδος της προ-ομοσπονδιακής Ευρώπης
που πάντα υποψιαζόταν … Το Μάρτιο του
1956 η Επιτροπή Σπάακ υπέβαλε έκθεση με επίσημη πρόταση τη συγκρότηση μιας
Κοινής Αγοράς … Όπως παρατηρούσε σε απόρρητη έκθεσή της μια βρετανική
κυβερνητική επιτροπή, μόλις μερικές εβδομάδες πριν τη δημοσιοποίηση των
προτάσεων Σπάακ « Αν οι δυνάμεις της Μεσίνας επιτύχουν την οικονομική
ολοκλήρωση χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτό θα σημαίνει γερμανική ηγεμονία στην
Ευρώπη» … Η νεότευκτη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εξαρτιόταν απολύτως για
την ασφάλειά της από τις αμερικανικές εγγυήσεις, χωρίς τις οποίες τα μέλη της
δε θα μπορούσαν να επιχειρήσουν την οικονομική τους ολοκλήρωση, δίχως να
ανησυχούν καθόλου για την κοινή άμυνά τους» [2]
Αν και τα δύο
γεγονότα χωρίζουν 74 χρόνια και –κυρίως – δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, εν τούτοις αποτελούν
πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα ενός οικονομικού πολέμου ο οποίος ποτέ δεν έπαψε
να υπάρχει. Ενός οικονομικού πολέμου που ουσιαστικά κινεί και κατευθύνει την
παγκόσμια ιστορία, εάν δε τη συγγράφει κιόλας, μέσω των κάθε φορά εμφανών και
αφανών πρωταγωνιστών του.
Ειδικότερα δε, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της
γερμανικής νοοτροπίας που ίσως δεν ξέφυγε ποτέ από την «… βασική φιλοσοφία του μπισμαρκικού ευρωπαϊκού συστήματος (που) ήταν να δημιουργήσει ένα "δίχτυ"
στο οποίο θα εγκλωβίζονταν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ώστε καμία να μην
μπορεί να αυτονομηθεί και να απειλήσει το status quo» [3]
Και είναι πιθανό, αυτό ακριβώς το, μπισμαρκικής-Πρωσικής
έμπνευσης του 19ου αιώνα, «δίχτυ εγκλωβισμού των ευρωπαϊκών
δυνάμεων» με σκοπό τη δημιουργία ενός καθαρά γερμανικού «ευρωπαϊκού συστήματος»
(γιατί έτσι εξασφαλιζόταν η γερμανική υπεροχή στην ήπειρο), να κατεύθυνε και τις
πολιτικές αποφάσεις των ηγετών της Γερμανίας που ακολούθησαν, με τις γνωστές
τραγικές συνέπειες, τόσο για την Ευρώπη, όσο και γενικότερα για όλο τον κόσμο.
Αυτό που δεν
κατάφεραν (για να πάρουμε την γνωστή πλευρά της ιστορίας) να κατανοήσουν οι
«διάδοχοι» του Μπίσμαρκ, που με διπλωματική μαεστρία και προνοητικότητα, είχε
αποφύγει ο Πρώσος ηγέτης και οραματιστής της ενοποιημένης Γερμανίας, ήταν ότι δεν
επιδίωξε ισχυρό πολεμικό στόλο ή αποικιακή αυτοκρατορία, για να μην προκαλέσει
την τότε μεγάλη ακόμη δύναμη και αντίπαλο δέος της εποχής (από μία σταδιακά
πλέον παρακμάζουσα πολιτικά και στρατιωτικά Γαλλία), τη Μεγάλη Βρετανία.
Εγκλωβισμένοι αρχικά στο δόγμα του ίδιου «Πάντα να
προσπαθείς να είσαι ο ένας από τους τρεις σε έναν κόσμο πέντε δυνάμεων»,
ανέτρεψαν τις λεπτές ισορροπίες ισχύος και ζωνών επιρροής, προσπαθώντας να
επιβάλουν με κάθε τρόπο (στρατιωτικό, οικονομικό ή άλλο) την ηγεμονική τους
παρουσία, τουλάχιστον στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ερχόμενοι σε σύγκρουση με ευρωπαϊκές
δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία αλλά και τη διάδοχο της τελευταίας
στην παγκόσμια πολιτική σκηνή μετά το ΒΠΠ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Με το τέλος του ΒΠΠ, έγινε σταδιακά κατανοητό από τους
σύγχρονους ηγέτες της Γερμανίας του 20ου και 21ου αιώνα,
ότι το «νέο μέσο επιβολής» της «γνώμης» ενός κράτους, δεν ήταν άλλο από την
οικονομική ισχύ. Η μόνη άλλωστε δύναμη που σε κάθε σχεδόν επίπεδο, σίγουρα όμως
στο οικονομικό, βγήκε «κερδισμένη» από τη μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία (από
πλευράς τουλάχιστον των εμπλεκομένων δυνάμεων) πολεμική σύγκρουση, δεν ήταν
άλλη από τις ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια, δε θα μπορούσε οποιαδήποτε σύγχρονη γερμανική
ηγεσία, να μη λάβει υπ’ όψιν της τη νέα αυτή πραγματικότητα.
Στα πρώτα (και ανανεωμένα) της όνειρα για την ανασύσταση (εν
καιρώ) μιας νέας γερμανικής υπεροχής, με αρωγό και ίσως αφανή συμπαραστάτη ένα
παγκόσμιο οικονομικό κατεστημένο που, μπορεί να έλκει τις ρίζες του από την
ευρωπαϊκή ήπειρο, βρήκε όμως εύφορο έδαφος στην πέραν του Ατλαντικού και
ελεύθερη από ηθικούς οικονομικούς φραγμούς (λόγω δομικών στοιχείων της
κοινωνίας της ) υπερδύναμη, η γερμανική ηγεμονική νοοτροπία, έστω και
προσδεδεμένη με έναν αόρατο αραχνοΰφαντο ιστό, στο «άρμα» των ΗΠΑ, είναι πιθανό
να αναγεννά εκείνο το «δίχτυ εγκλωβισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων» για το οποίο
έγινε λόγος πιο πάνω.
Αυτό όμως που, «τυφλωμένη» ίσως από την ζωτική της επιθυμία
να κυβερνήσει την Ευρώπη, δεν έχει υπολογίσει η νέα γερμανική ηγεσία, όσο
παράξενο κι αν φαίνεται κάτι τέτοιο, είναι η παγκοσμιοποιημένη πλέον οικονομία
μέσα στην οποία θέλει να λειτουργήσει, λαμβάνοντας θέση «μεγάλου παίκτη».
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την έκθεση του National Intelligence
Council (NIC)
των ΗΠΑ, από τον Δεκέμβριο του 2000, με τίτλο «Παγκόσμιες Τάσεις 2015», στην
οποία η CIA αναφέρει ότι «Η πλημμυρίδα
της παγκόσμιας οικονομίας, θα δώσει πολλούς νικητές, αλλά δεν θα τραβήξει όλες
τις «βάρκες». Θα προκαλέσει συγκρούσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό,
επιβεβαιώνοντας ακόμη περισσότερο το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των
περιφερειακών νικητών και των χαμένων που ισχύει σήμερα. Η εξέλιξη της
[παγκοσμιοποίησης] θα είναι γεμάτη εμπόδια, θα στιγματιστεί από χρόνια
οικονομική αστάθεια και διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Περιφέρειες,
χώρες και ομάδες που αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω, θα αντιμετωπίσουν βαθιά
οικονομική στασιμότητα, πολιτική αστάθεια και πολιτική αποξένωση. Θα υποθάλψουν
πολιτικό, εθνικό, ιδεολογικό και θρησκευτικό φανατισμό, μαζί με τη βία που
συχνά των συνοδεύει» [4],
είναι περισσότερο από εμφανές ότι η ίδια πλέον η Γερμανία βαδίζει σε τεντωμένο
σχοινί, κυρίως όσον αφορά τις γεωπολιτικές αναταράξεις (και πιθανές
ανακατατάξεις) που προκαλούνται, κάθε φορά που η ίδια πιέζει τις καταστάσεις,
μη λαμβάνοντας (ίσως) σοβαρά υπ’ όψιν της τα, πέραν της οικονομικής πολιτικής,
αποτελέσματα των αποφάσεών της.
Όλ’ αυτά βεβαίως, βασισμένα στην παραδοχή ότι οι σύγχρονοι
εκφραστές των αποφάσεων αυτών, έλκουν την πολιτική «καταγωγή» τους, από τη χώρα
την οποία εκπροσωπούν, και δεν αντιδρούν απλά όταν ο «αόρατος» εκείνος
«αραχνοΰφαντος ιστός», πάλλεται κάθε φορά μετά από τα αδιόρατα αγγίγματα τους
παγκόσμιου οικονομικού κατεστημένου.
Εάν λοιπόν δεν πρόκειται για μία απλή επανάληψη της
πρόσφατης ιστορίας, είναι αδήριτη ανάγκη να γίνει άμεσα κατανοητό απ’ όλους ότι
«… οι άσχημοι απόγονοι του χρέους – φτώχεια,
ανισότητα, αδικία – χρησιμοποιούνται προκειμένου να δικαιολογηθούν, ακόμη και
να νομιμοποιηθούν, δράσεις ειδεχθούς βιαιότητας» [4], ώστε να μην επαληθευθεί (για δεύτερη φορά)
η ρήση του Τζον Μέιναρντ Κέινς, όταν κατέγραφε με πάθος την εναντίωσή του στη
Συνθήκη των Βερσαλλιών που έβαζε τέλος στον ΑΠΠ, «Τολμώ να προβλέψω πως η
εκδίκηση δε θα αργήσει» [5]
Μία «εκδίκηση» που ίσως (και κάθε φορά) ήταν καλά
σχεδιασμένη να έλθει, ως φυσικό αποτέλεσμα «λανθασμένων» πολιτικών αποφάσεων.
Βιβλιογραφία
[1] Κ.Ε. Φωτιάδη «Η Γενοκτονία των
Ελλήνων του Πόντου», Α’ τόμος
[2] T. Judt «Postwar – A history of Europe since 1945»
[3] Π. Τσακαλογιάννης «Σύγχρονη Ευρωπαϊκή
Ιστορία» Α' Τόμος
[4] N. Hertz «The debt threat. How debt is destroying the
developing world»
[5] J.M. Keynes «The economic
consequences of the peace»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια, σκέψεις, απόψεις και άρθρα, πολιτικού, και όχι μόνο, περιεχομένου. Παρακαλώ θερμά, σε περίπτωση σχολίων να αποφεύγετε τη χρήση βωμολοχιών ή άλλων προσβλητικών παρατηρήσεων