Η είδηση της έγκρισης από το Αλβανικό Κοινοβούλιο της στρατιωτικής
συμφωνίας μεταξύ Αλβανίας και Τουρκίας, η 26
η τέτοιου είδους τα
τελευταία 22 χρόνια μεταξύ των δύο χωρών, με την συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία
των 105 «Ναι», ήταν απόλυτα αναμενόμενη.
Ήταν μάλιστα η δεύτερη τέτοια συμφωνία εντός του 2020. Τον
περασμένο Φεβρουάριο ο Γενικός Δ/ντής Αμυντικής Πολιτικής της Αλβανίας Φλ. Καλί και
ο Τούρκος συνταγματάρχης Σ. Τζουμχούρ Σομέρ, στρατιωτικός ακόλουθος της
Τουρκίας στα Τίρανα, είχαν υπογράψει μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας, σε
συνέχεια και υλοποίηση του απόρρητου «Σχέδιου Συνεργασίας για το 2020» που είχε
υπογραφεί μεταξύ των υπουργείων Άμυνας των δύο χωρών.
Μόλις τον περασμένο Μάιο δε, το αλβανικό Κοινοβούλιο είχε
επικυρώσει αυτήν την Συμφωνία, μαζί με το πρωτόκολλο οικονομικής βοήθειας από
την Άγκυρα προς τα Τίρανα. Ένα πενταετές σχέδιο το οποίο προβλέπει και την οικονομική
ενίσχυση με 100 εκ. τουρκικές λίρες (16,5 εκ. δολάρια) που θα χρησιμεύσει για
τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Παράλληλα, τον
Ιούνιο, το τουρκικό υπουργείο Άμυνας ανέφερε πως 39 στελέχη των Αλβανικών
Ενόπλων Δυνάμεων, είχαν μεταφερθεί με τουρκικό μεταγωγικό αεροσκάφος από τα
Τίρανα στην Καμπούλ, όπου θα υπηρετούσαν εντός της Τουρκικής Ειδικής Ομάδας στο
Αφγανιστάν.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας Ε. Ράμα άλλωστε,
αναφερόμενος στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έχει δηλώσει πως «Η αλβανική
κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει στην γραμμή της εξωτερικής της πολιτικής την
Τουρκία ως στρατηγικό εταίρο […] χωρίς καμία αμφιβολία θεωρούμε την Τουρκία ως
δύναμη με ιδιαίτερη σημασία στην περιοχή μας…», μία άποψη που συμμερίζεται και
ο Αλβανός πρόεδρος Ι. Μέτα.
Ιστορικά, η περιοχή της σημερινής Αλβανίας, είχε υποταχθεί στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1517 και βρισκόταν υπό τον έλεγχο της έως το
1912. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας το 1913 και την είσοδό της
στην Κοινωνία των Εθνών τον Δεκέμβριο του 1920, οι διπλωματικές σχέσεις των δύο
χωρών ξεκίνησαν το 1923, με την δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, διακόπηκαν
το 1928 λόγω της μη αναγνώρισης του βασιλείου της Αλβανίας υπό τον βασιλιά Ζογκ
από τον Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος όμως μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1931,
αναγνωρίζοντας τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της χώρας στον έλεγχο της
Αδριατικής, αναθέρμανε τις μεταξύ τους σχέσεις. Σχέσεις οι οποίες, με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο, δεν διακόπηκαν ποτέ από τότε.
Η Τουρκία, χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο και μέσο, δεν αφήνει
καμία ευκαιρία να πάει χαμένη, όσον αφορά στην εδραίωση και αύξηση της επιρροής
της, τόσο στην Αλβανία, όσο και -είτε μέσω αυτής, είτε όχι- στην ευρύτερη
περιοχή.
Μόνο μέσα στον Ιούλιο του 2020, ανέλαβε δύο πρωτοβουλίες. Η
πρώτη ανακοινώθηκε στις αρχές του μήνα και αφορούσε στην Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ
του υπουργείου Ανασυγκρότησης της Αλβανίας και του υπουργείου Περιβάλλοντος και
Αστικοποίησης της Τουρκίας, για το κατασκευαστικό έργο 522 οικιών για τις
οικογένειες που επλήγησαν από τον σεισμό της 26ης Νοεμβρίου του 2019 στο Λάτσι (στην
βορειοδυτική Αλβανία), αλλά και την αποκατάσταση της κεντρικής πλατείας της
πόλης, του κτιρίου του Δημαρχείου και ενός σχολείου. Όλα ενταγμένα σε ένα ευρύτερο σχέδιο
οικιστικής ανάπτυξης της πόλης, το οποίο, μεταξύ άλλων, θα περιλαμβάνει ένα
υπόγειο parking, ένα
εμπορικό κέντρο και χώρους πρασίνου.
Στα τέλη του ίδιου μήνα, σε ειδική τελετή, η υπουργός Άμυνας
της Αλβανίας παρέλαβε από τον πρέσβη της Τουρκίας στα Τίρανα, την δωρεά ειδικού
εξοπλισμού, οχημάτων και στολών για την αλβανική Πολιτική Προστασία, συνολικής
αξίας 1,5 εκ. δολαρίων, ενώ μόλις τον περασμένο Μάϊο, είχε προηγηθεί η δωρεά
δεκάδων χιλιάδων χειρουργικών μασκών, γαντιών, ιατρικών στολών και προστατευτικών
γυαλιών, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του νέου κορωνοϊού. Στο ίδιο πλαίσιο, η
Τουρκία έστειλε επίσης αντίστοιχες δωρεές στις κυβερνήσεις στο Βελιγράδι, στο
Σαράγεβο, στην Ποντογκόριτσα, στα Σκόπια και στην Πρίστινα.
Πριν έναν περίπου χρόνο, έγινε γνωστό πως Τούρκοι
αστυνομικοί εκπαίδευσαν την αλβανική δύναμη ταχείας επέμβασης σε αποστολές
καταστολής πλήθους. Έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενο, ότι ο πρωθυπουργός
της χώρας Έ. Ράμα αντιμετωπίζει μία εξαιρετικά σοβαρή πολιτική αναταραχή στην
χώρα του, με συνεχείς και -πολλές φορές- βίαιες διαδηλώσεις.
Η στενότατη αυτή συνεργασία μεταξύ των τουρκικών αστυνομικών
υπηρεσιών με τις αντίστοιχες αλβανικές, επεκτείνεται και στην ανταλλαγή
πληροφοριών, κάτι που ίσως δεν θα πρέπει να αφήνει αδιάφορη την Ελλάδα.
Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι η όλη ενέργεια,
ήταν και υπό την εποπτεία της Τουρκικής Υπηρεσίας Συνεργασίας και Συντονισμού,
γνωστής και με το ακρωνύμιο “ΤΙΚΑ”.
Γι΄ αυτήν την, ιδρυθείσα με νόμο του υπουργείου Εξωτερικών,
υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό και λειτουργούσα υπό την αιγίδα του
υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού υπηρεσία όμως, θα μιλήσουμε λίγο πιο κάτω.
Είναι γεγονός ότι, εδώ και δεκαετίες, η τουρκική εξωτερική
πολιτική δεν έκρυψε ότι επιδιώκει έναν αναβαθμισμένο ρόλο στα Βαλκάνια. Μία
περιοχή με ιδιαίτερα σημαντικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Μια περιοχή που
-διαχρονικά- υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Στην σύγχρονη
δε εποχή, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και πρόσφατα η Κίνα, δείχνουν με κάθε τρόπο
το ενδιαφέρον τους. Η Τουρκία, διεκδικεί όχι απλά μερίδιο επιρροής, αλλά τον
ρόλο του ρυθμιστή των καταστάσεων.
Και αυτό, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, γνωρίζοντας την
ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα των λαών της περιοχής, δεν προσπαθεί να το
καταφέρει τόσο με την εμφάνισή της ως μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, που με την
ισχύ της θα επιβάλει τα θέλω της, όσο με την αργή, σταθερή και πάντα παρούσα
προσπάθεια διείσδυσής της στις τοπικές κοινωνίες. Πότε εκμεταλλευόμενη την
ύπαρξη πολιτιστικών μνημείων από την περίοδο της οθωμανικής κατοχής, πότε μέσω
της εκπαίδευσης ιδρύοντας και συντηρώντας σχολεία και πότε -ίσως κυρίως- μέσω
της μουσουλμανικής θρησκείας κλπ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι κοινωνίες, οι λαοί,
εκλέγουν τις κυβερνήσεις που αποφασίζουν τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν.
Κι εδώ, έρχονται ως «υποστηρικτικές», ή ορθότερα «εκτελεστικές»
δυνάμεις, οι ειδικές υπηρεσίες και τα ιδρύματα της Τουρκίας, που έχουν
δημιουργηθεί για να επιτελέσουν το έργο, ακριβώς όσων περιγράφηκαν πιο πάνω.
Μία, και ίσως η σημαντικότερη από αυτές, είναι η ΤΙΚΑ. Μία
Υπηρεσία για την οποία η Τουρκία δεν κρύβει ότι η αποτελεί έναν ενδιάμεσο φορέα
της εξωτερικής της πολιτικής.
Κατ’ αρχήν, η ανάγκη δημιουργίας αυτής της Υπηρεσίας,
προέκυψε το 1992 με την διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ. Η ορθή πολιτική, όπως και η
φύση, απεχθάνονται τα «κενά». Με την ανεξαρτητοποίηση μιας σειράς κρατών με τα
οποία η Τουρκία πίστευε και πιστεύει πως μοιράζονται «… μια κοινή γλώσσα και
μια κοινή κοινωνική μνήμη και πολιτισμό…» όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα
της Υπηρεσίας, η Τουρκία έσπευσε να το εκμεταλλευθεί . Οι χώρες αυτές, οι οποίες
χαρακτηρίζονται από την Τουρκία ως «ένα έθνος (εννοεί φυσικά το τουρκικό) που
περιέχει διαφορετικές χώρες», είναι το Καζακστάν, το Τατζικιστάν, το
Ουζμπεκιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και το Κιργιζιστάν.
Η ΤΙΚΑ έλαβε την πλήρη νομική της μορφή το 1999 με νόμο του
υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας για να υπαχθεί απευθείας στον πρωθυπουργό
της χώρας, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Μόλις το 2018 χαρακτηρίστηκε ως δημόσιος
νομικός φορέας, με ιδιωτικό όμως προϋπολογισμό, και αποφασίσθηκε να διεξάγει
τις δραστηριότητές της ως υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Σήμερα
η ΤΙΚΑ υλοποιεί έργα σε 150 χώρες, με 62 Γραφεία Συντονισμού Προγράμματος σε 60
χώρες, από την Κεντρική Ασία και τα Βαλκάνια έως την Αφρική, την Λατινική
Αμερική και τα νησιά του Ειρηνικού. Ο σημερινός πρόεδρος της Υπηρεσίας Σερντάρ
Τσαμ (διορίσθηκε το 2011), αποτελεί έναν από τους πιο έμπιστους και στενούς
συνεργάτες του Τούρκου προέδρου Ερντογάν.
Συνοπτικά, οι κύριοι στόχοι της Υπηρεσίας, αφορούν στην οικονομική,
εμπορική, κοινωνική, πολιτιστική αλλά
και στην εκπαιδευτική συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων ενδιαφέροντος της
Τουρκίας. Κοινότητες οι οποίες μοιράζονται ένα τουλάχιστον κοινό
χαρακτηριστικό. Είναι μουσουλμανικές. Η αναφορά άλλωστε στην «διατήρηση της
κοινής πολιτιστικής και κοινωνικής κληρονομιάς και αξιών μεταξύ τους» δεν είναι
καθόλου τυχαία.
Σε αυτό το πλαίσιο και σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της, η
TIKA έχει πραγματοποιήσει πάνω από 500
σημαντικά έργα στην Αλβανία, στην διάρκεια των 25 ετών παρουσίας της στην χώρα.
Παράλληλες δράσεις έχουν αναληφθεί στο Μαυροβούνιο, μία χώρα
στην οποία η ΤΙΚΑ λειτουργεί από το 2007. Αναστηλώσεις μνημείων από την περίοδο
της οθωμανικής κυριαρχίας (χαμάμ, τζαμιά κ.α.), εκπαιδεύσεις σε αστυνομικό και
στρατιωτικό προσωπικό, αλλά και δωρεάν παραχώρηση θερμοκηπίων σε οικογένειες
αγροτών στο βόρειο τμήμα της χώρας που κατοικείται κυρίως από οικογένειες Βοσνίων
και Αλβανών. Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο άλλωστε, ο Μαυροβούνιος πρωθυπουργός
Ντούσκο Μάρκοβιτς και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου,
τόνισαν τις θετικές προοπτικές της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο
χωρών, κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψης του τελευταίου στην χώρα.
Η ίδια περίπου δραστηριότητα και στους ίδιους τομείς, έχει
ενεργοποιηθεί από την ΤΙΚΑ και στο γειτονικό Κόσσοβο, με έμφαση κυρίως στον
τομέα της γεωργίας, της αναστήλωσης οθωμανικών μνημείων αλλά και της εκπαίδευσης.
Φαίνεται δε πως η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν ανέστειλε κατά
κανέναν τρόπο το έργο της ΤΙΚΑ και στην Βόρειο γείτονα. Στα τέλη του 2019 και
με την ευκαιρία των εγκαινίων ενός ακόμη σχολείου που κατασκεύασε η ΤΙΚΑ στο
Βαλάντοβο, μια πόλη στα νοτιοανατολικά της χώρας, ο συντονιστής της τοπικής Υπηρεσίας
Αϊτέκιν Άιντεν δήλωσε ότι έχουν υλοποιήσει σχεδόν χίλια έργα σε διαφορετικές
περιοχές της χώρας από το 2005, και ότι η TİKA έχει δωρίσει 40 σχολεία,
συμπεριλαμβανομένων νέων κτιρίων, ανακαινίσεων ήδη υπαρχόντων και παροχής
υλικοτεχνικού εξοπλισμού.
Ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας Στ. Πενταρόφσκι έχει
εξάρει τον ρόλο της ΤΙΚΑ, αναφέροντας ότι «… έχει γίνει το σύμβολο του
πνεύματος της τουρκικής αλληλεγγύης και της συνεισφοράς στην διάρκεια των ετών,
και δεν αφορά μόνο τους Τούρκους ή μουσουλμάνους, αλλά όλους τους πολίτες της
χώρας ανεξαρτήτως εθνικότητας θρησκείας η γλώσσας». Έτσι, δεν είναι περίεργο
που ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν είναι «ο πιο αγαπημένος παγκόσμιος ηγέτης» στην
γειτονική χώρα, σύμφωνα τουλάχιστον με σχετικά πρόσφατη (Φεβρουάριος 2020) δημοσκόπηση
που πραγματοποίησε ο Οργανισμός Έρευνας Brima μέλος της διεθνούς εταιρίας
έρευνας Gallup International Association (GIA).
Ίσως δικαιολογημένα λοιπόν, τον περασμένο Ιούνιο οι επόπτες
του Δήμου της Ιερουσαλήμ αφαίρεσαν ταμπέλες της τουρκικής οργάνωσης ΤΙΚΑ, η
οποία λειτουργεί μεταξύ των Αράβων της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, με σκοπό την
εδραίωση και την ενίσχυση της τουρκικής παρουσίας στην ισραηλινή πρωτεύουσα. Αυτό
τουλάχιστον ανέφερε η ιστοσελίδα Israel Hayom σε άρθρο της με τίτλο “Ο αγώνας
κατά της τουρκικής οργάνωσης ΤΙΚΑ στην Ιερουσαλήμ”. Όπως είναι γνωστό, έγραφε η
ιστοσελίδα, η ΤΙΚΑ έχει διοχετεύσει τα τελευταία χρόνια πολλά χρήματα στην
Ανατολική Ιερουσαλήμ και στην περιοχή του Όρους του Ναού.
Θα ήταν ίσως παράλειψη εάν από αυτό το κείμενο έλειπε έστω
και μία μικρή αναφορά σε μια άλλη παρόμοια «υπηρεσία», στην Diyanet, την Διεύθυνση
-δηλαδή- Θρησκευτικών Ζητημάτων στην Τουρκία. Πρόκειται για μια κρατική υπηρεσία
που απασχολεί πάνω από 107.000 εργαζομένους, έχει παραρτήματα σε 145 χώρες και
επιδίδεται κυρίως σε πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και φιλανθρωπικές δράσεις.
Πρόεδρος της Diyanet είναι ο Αλί Ερμπάς, ο ισχυρός θρησκευτικός ηγέτης της
Τουρκίας, στην δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται πλέον η Αγία Σοφία
Κωνσταντινουπόλεως. Είναι εκείνος που ανέβηκε στον άμβωνα κρατώντας ένα ξίφος
στο χέρι. «Όχι οποιοδήποτε ξίφος, αλλά ένα οθωμανικό γιαταγάνι στην λάμα του
οποίου είναι χαραγμένος ένας στίχος από το Κοράνι», όπως έγραψε η ανταποκρίτρια
της γαλλικής εφημερίδας Le Monde στην Κωνσταντινούπολη, Marie Jégo.
Όπως δε αναφέρει σε δημοσίευμα της η ιστοσελίδα Foreign Affairs, oι ευρωπαϊκές χώρες ανησυχούν διότι ο
πρόεδρος της Τουρκίας, μέσω της Diyanet, μπόρεσε να επεκτείνει την επιρροή του
μεταξύ της τουρκικής διασποράς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Diyanet πληρώνει τους
μισθούς των ιμάμηδων που αποστέλλονται από την Τουρκία και ελέγχει αυστηρά τα
μηνύματα που εκπέμπουν. Τα εβδομαδιαία κηρύγματα της Παρασκευής είναι τα ίδια
με αυτά που εκφωνούνται στην Τουρκία, τα οποία εκδίδονται από την έδρα της
Diyanet στην Άγκυρα. Αυτό, αναφέρει η ιστοσελίδα, ήταν βαθύτατα ανησυχητικό για
τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η παρέμβαση της
Τουρκίας στην θρησκευτική ζωή των μεταναστών, αποτρέπει την επιτυχή ενσωμάτωσή
τους
Παράλειψη θα ήταν επίσης και η μη αναφορά στο Ίδρυμα Maarif
(TMV). Έναν εκπαιδευτικό
οργανισμό ο οποίος ιδρύθηκε το 2016, σχεδόν αμέσως μετά το αποτυχημένο
πραξικόπημα στην Τουρκία, με σκοπό την ίδρυση τουρκικών σχολείων στο εξωτερικό.
Μία από τις αποστολές του Maarif, ήταν και παραμένει το να αναλάβει το διεθνές
δίκτυο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούσαν ή ακόμη λειτουργούν από την
οργάνωση FETÖ του ισλαμιστή ιερέα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Τουρκία
κατηγορεί ως τον βασικό διοργανωτή του πραξικοπήματος. Το Ίδρυμα Μααρίφ δραστηριοποιείται
πλέον σε 43 χώρες με 332 σχολεία και κοιτώνες, από απλά κέντρα εκπαίδευσης έως
πανεπιστήμια, που εξυπηρετούν 38.846 μαθητές. Πολλά δε εξ αυτών και στα Δυτικά
Βαλκάνια. Στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος, ως βασικός στόχος αναφέρεται η «αντανάκλαση
των μεγάλων στόχων της μεγάλης Τουρκίας», ενώ ο επικεφαλής του,
καθηγητής Μπιρόλ Ακγκιούν, σε παλαιότερη συνέντευξή του στην
εφημερίδα «Σαμπάχ» εξηγούσε ότι η δημιουργία του TMV συμβάλλει «στη ζύμωση και
προώθηση βασικών προτεραιοτήτων της σύγχρονης Τουρκίας, στην εξωτερική πολιτική».
Πλησιάζοντας στο τέλος του -αρκετά μεγάλου- αυτού κειμένου,
έχοντας κανείς υπ’ όψιν του όλα όσα έχουν αναφερθεί, αλλά και πολλά περισσότερα
τα οποία μπορεί να βρει εάν «ξοδέψει» λίγο χρόνο για την άντληση κι άλλων -σχεδόν
αμέτρητων- πληροφοριών που αφορούν όσα το κείμενο αυτό πραγματεύεται, προκύπτει
η απορία «ποιος ο λόγος του να επιμένει κανείς πως η Τουρκία θεωρεί πρωταρχικό της
στόχο την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πλήρες της μέλος;»
Κατά την προσωπική άποψη, η Τουρκία δεν έχει κανέναν
απολύτως λόγο να επιθυμεί την πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν (ή
όταν) ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών με τις
κυβερνήσεις στα Τίρανα, την Ποντγκόριτσα και τα Σκόπια, ή ακόμη χειρότερα,
ξεκινήσουν αυτές με την Πρίστινα ή και το Σεράγεβο, η Τουρκία θα έχει όχι απλά
επιτύχει τον στόχο της, διαθέτοντας πλέον και θεσμικά μία ισχυρή «φωνή»
υποστήριξης των συμφερόντων της στην περιοχή, αλλά θα βρίσκεται ένα ακόμη βήμα
πιο κοντά στην ολοκλήρωση του στρατηγικού της σχεδιασμού. Της αναβίωσης, με τα
σύγχρονα δεδομένα,
του ευρωπαϊκού
τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πηγές